Новогреческий словарь
αρτηρίτις
αρτηρίτις
(-ιδος) η мед.
артериит, артрит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
артериит
? —
αρτηρίτις
как на
(ново)греческом
будет слово
артрит
? —
αρτηρίτις
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρτηρίτις
? — артериит, артрит
#
(ново)греческий словарь
—
αναλυώνω
—
υπόκειμαι
—
αποπληκτικός
—
δρωπίκι
—
μονωτής
—
σαράφισσα
—
απολλοτριωτός
—
βερέμης
—
αψιδοστάτης
—
προσήμανσις
—
ξεκακιώνω
—
θεσμοδοτώ
—
ύπτιος
—
φινέστρα
—
βραχύκερος
—
μεταρσιωτικός
—
βουτίνα
—
μυστικοπάθεια
—
φυσική
—
φιλεύσπλαχνος
—
καλαμποκίσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве