|
1) вспоминать; 2) вспоминать (о чём-либо приятном) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вспоминать? — αναθυμούμαι как на (ново)греческом будет слово вспоминать? — αναθυμούμαι как с (ново)греческого переводится слово αναθυμούμαι? — вспоминать, вспоминать — ιστιοραφείο — χοντρέλα — πλαταγή — καλορίζικα — ιχθυοπώλις — κληρονομία — κοπελλούδα — αρωματικός — νοτιοδυτικά — χρεμετισμός — ανωφέλητος — κισσόφυλλο — γρύψ — καταστατικό — αδιακώλυτος — ευθυβολία — Ιγγλέζος — πληρότητα — κεφαλοκόλωνο — ιωβηλαίο — προσομοιάζω |
|||