Новогреческий словарь
διασωστικός
διασωστικός
спасательный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спасательный
? —
διασωστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διασωστικός
? — спасательный
#
(ново)греческий словарь
—
καταστάλαγμα
—
παλαιόθεν
—
εξαποστολή
—
πρωτοκόλληση
—
ξεσκάω
—
διατροφή
—
λαμπροφορεμένος
—
ταλάντωση
—
ποτοαπαγόρευση
—
λύχνος
—
αντιστρεφόμενος
—
ανδρογόνα
—
σαιξπηρικός
—
τετράδιπλος
—
δρομώνας
—
σύμμιξη
—
εξάτομος
—
πλοιοκτήτρια
—
διεισδυτικότης
—
προσεγγιστικός
—
θερσίτειος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве