Новогреческий словарь
ασπροφορεμένος
ασπροφορεμέν|ος
одетый в белое
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одетый в белое
? —
ασπροφορεμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασπροφορεμένος
? — одетый в белое
#
(ново)греческий словарь
—
μυθώδης
—
δικαιόγραφο
—
κουτσοδουλειά
—
συρροή
—
ασυμφωνία
—
βόλισμα
—
γλυτώνω
—
φυλακτικά
—
καταναλώτρια
—
αιματοκατούρημα
—
ακτοπλοώ
—
θεοτικός
—
γιατί
—
εξαρθρώνομαι
—
αναβάλλομαι
—
προπλασμός
—
ζορίζω
—
βιβλιοφάγος
—
ρούσος
—
μπαλωματής
—
γαμπρούλης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве