|
ο тунец (рыба) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тунец? — θύννος как с (ново)греческого переводится слово θύννος? — тунец — ανυπόσχετος — εγκαρσιώνω — φουαγιέ — ξεριζώνω — ατηγάνιστος — λαβυρινθικός — γιγγλυμός — λαμπαδηδρομία — βρασμός — έγγραφος — θεραπευτήριο — οφθαλμοσκόπηση — χειμαδιό — χόνδρινος — κατατακτήριος — αντικομματικά — ανάπλασμα — αγγριση — οπτόπλινθος — σρυρτουκεύω — παρακοιμούμαι |
|||