|
телефонист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово телефонист? — τηλεφωνητής как с (ново)греческого переводится слово τηλεφωνητής? — телефонист — απροαιρέτως — νύστα — εμπρησμός — απόκριμα — αφίππευση — κοφινιάζω — μεθυλαλκοόλη — νίτρο — τεχνική — σονέττο — μήριγξ — πιτσουνάκια — κόμμοδος — μωραίνω — βλόγια — ρώδι — συνωμοσιολόγος — ταρτούφος — παρασυμπαθητικός — άϊ — τέναγος |
|||