Новогреческий словарь
αφιονισμένος
αφιονισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφιονισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ἐδωδή
—
κοτσανάτος
—
τουλουμοτύρι
—
μαχαλάς
—
τοποθεσία
—
παιδισμός
—
ευνοούμενος
—
χρησιμοποιούμαι
—
αλληλεξαρτώμαι
—
αιθέριο
—
λιθόστρωτο
—
ακωμώδητος
—
γριγρί
—
προύντζινος
—
βασιλοπρεπής
—
άμποτε
—
αναταράσσω
—
τριπλασιάζω
—
αυτοδιάθεση
—
ναυλαγορά
—
προφυλακισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве