|
το шкаф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шкаф? — δουλάπι как с (ново)греческого переводится слово δουλάπι? — шкаф — ερυθροκύτωσις — πυριτιοκαλίωση — κατακομματιάζω — τρέπομαι — δέση — κορμιάζω — επιγονάτιο — χοιροτροφία — παραδειγματάκι — ωφέλημα — αδιαλυτότητα — αλγερίνικος — αρωματίζω — μοργανατικός — βωμός — σχοινάς — αυγουλάς — αγιογράφος — σημειωτικός — ευμεταχείριστος — αντιγραφικός |
|||