Новогреческий словарь
πόλος
πόλ|ος
ο в разн. знач.
полюс
;
ο βόρειος (νότιος) ~ — северный (южный) полюс
;
ο εξερευνητής τού ~ου — полярник
;
θετικός (αρνητικός) ~ — физ. положительный (отрицательный) полюс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полюс
? —
πόλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πόλος
? — полюс
#
(ново)греческий словарь
—
απρόσκλητος
—
ακυρότητα
—
ενέπηξο
—
ψειριάρης
—
βαρώνη
—
ιεραρχία
—
παραβάνω
—
σφυγμός
—
κατήχηση
—
ρητινέλαιο
—
ξεκαθάρισμα
—
βρισκούμαι
—
προσέγγιση
—
ασυμπόνεστος
—
ξεφτίλας
—
καθεστώς
—
αφάνεια
—
χρεοκοπία
—
διπλογραφία
—
πολυμορφικά
—
ελαφροποινίτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве