|
вооружённый копьём; οι ~οι — лансье (старинный танец) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружённый копьём? — λογχοφόρος как с (ново)греческого переводится слово λογχοφόρος? — вооружённый копьём — απόκρεως — διεκδίκηση — υπεραναμονή — διακλαδίζομαι — δίστοιχος — στουπόχορτο — εξαλμύρισμα — φωτοχυσία — κωλοβάρεμα — κουταλιάζω — καρναβάλι — υποδάπεδον — άμυαλος — διάκριση — δικάζομαι — αναχρονίζομαι — βιδελλήσιος — φορτηγό — αίθουσα — μεμψιμοιρία — δεκαρολογώ |
|||