Новогреческий словарь
σακχαρόπηκτον
σακχαρόπηκτον
το
леденец; карамель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
леденец
? —
σακχαρόπηκτον
как на
(ново)греческом
будет слово
карамель
? —
σακχαρόπηκτον
как с
(ново)греческого
переводится слово
σακχαρόπηκτον
? — леденец, карамель
#
(ново)греческий словарь
—
ποταμάκι
—
ακρόβουνο
—
δέσποινα
—
καπάρο
—
επιμέτρηση
—
μεθοκοπάω
—
αμαξοδρομία
—
ακροβατισμός
—
σμύριδα
—
νευρών
—
αστάλακτος
—
ερυθραιμία
—
χωρίζομαι
—
ανεξαρτητοποιούμαι
—
προχωρημένος
—
γλινιασμένος
—
νοτιοανατολικός
—
πολύδενδρος
—
βάγια
—
αρρενομίκτης
—
μασόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве