Новогреческий словарь
σφυγμώδης
σφυγμώδης
пульсирующий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пульсирующий
? —
σφυγμώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφυγμώδης
? — пульсирующий
#
(ново)греческий словарь
—
ισοπεδωτής
—
εκδρομέας
—
ελλόγιμος
—
ιδιοκατοίκητος
—
ρύπασία
—
επιφυσίτις
—
γινατσάρικα
—
αγροκαλλιέργεια
—
φωτογραφώ
—
χρεωστάσιο
—
πεπονόφλουδα
—
οιηματίας
—
δίωρος
—
οξυγονοκόλληση
—
ακροαστικός
—
μελετητήριο
—
επιμήκυνση
—
ψυχονοητικός
—
κουτοπόνηρος
—
βαθμολογία
—
ρηματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве