Новогреческий словарь
προστιμάρω
προστιμάρω
(αόρ. προστιμάρισα)
штрафовать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штрафовать
? —
προστιμάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
προστιμάρω
? — штрафовать
#
(ново)греческий словарь
—
γιαπωνέζικα
—
κοιλέντερωτά
—
ορολόγιο
—
ζωντανότητα
—
αντιδραστήριο
—
πολυβολητής
—
κατβαρχίδης
—
μετάληψη
—
μοναρχο-φασίστας
—
μικρόδους
—
οβελίζω
—
κρανιοτομή
—
δέον
—
αλατισμένος
—
ατσαλώνομαι
—
ανακλαστικός
—
ξυλοπάπουτσο
—
ακριβοδίκαιος
—
ιταλικός
—
βιράρισμα
—
καζαντζής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве