|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουνουποφάγος? — — πύρεξις — κυδωνόπαστο — μαλαθούνα — λιοκαμένος — ειρηνική — ιθύνοντες — αδιακανόνιστος — εξάρθρωμα — τσίκα — ψωριασικός — αξάης — φυσηματιά — ορμέμφυτος — σμιχτοφρύδα — νηστικάδα — κουμπανία — διοπύρωση — φαρμακοτεχνικός — αυτοκρισία — περιπατητικός — φκειάνομαι |
|||