|
(αόρ. εμπήκα) входить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово входить? — εμπαίνω как с (ново)греческого переводится слово εμπαίνω? — входить — βοηθός — χλωροφύλλη — αναπλάθω — μεγαλόπρεπος — βύζασμα — αγκαστριά — φαρδιά — στομίς — συνοδός — κρουσίφλογος — οξυρεγμία — λαρυγγόσπασμος — αυτομαθής — τσιπροκατάνυξη — εξανδραπόδισμός — λεπτολόγία — φουμάω — δεκατέσσερις — κατάκορφος — υδροδυναμική — εσπεριδοειδή |
|||