|
хим. хлорный; хлористый; ~ό κάλιο — хлористый калий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлорный? — χλωρικός как на (ново)греческом будет слово хлористый? — χλωρικός как с (ново)греческого переводится слово χλωρικός? — хлорный, хлористый — αποσάριδο — ποικιλία — γεναρχία — ξαντικά — εικονογραφικός — παρακέντηση — δέρας — αγγαρικά — αδειασμένος — αντίκρυσμα — μεσάλι — ρυτίδωση — γαυρίζω — λουκουματζίδικο — γλυκοκελάηδημα — γενναιότητα — μέρεμα — στενός — εκλέγεσθαι — αμερικανοκρατούμενος — λευκοϊκτίς |
|||