|
ο юр. пользующийся чужой собственностью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пользующийся чужой собственностью? — επικαρπωτής как с (ново)греческого переводится слово επικαρπωτής? — пользующийся чужой собственностью — υποπτεύομαι — αψηφισιάρης — μεταξοσκωληκοτροφικός — αναμοχλευτικός — τρελέγκω — βροντηγμός — περιωρισμένος — ξενυχτώ — σκωληκόβρωτος — λαμπαδηδρόμος — κελλί — γοργοπέρασμα — φώκια — χαύνος — αγκύλωμα — πιθανολογώ — απεικόνισμα — απολέπτυνση — αναληπτικός — εγκάθειρκτος — ημιδιατροφή |
|||