Новогреческий словарь
διαγώνιος
διαγώνι|ος
1.
диагональный
;
κατά ~α κατεύθυνση — по диагонали
;
2. (ή)
диагональ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
диагональный
? —
διαγώνιος
как на
(ново)греческом
будет слово
диагональ
? —
διαγώνιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαγώνιος
? — диагональный, диагональ
#
(ново)греческий словарь
—
ημίσβεστος
—
κανάγιας
—
παρασημοφορημένος
—
διαφωτιστής
—
έκτο
—
αδελφομίκτις
—
ωοφάγος
—
κονίασις
—
δραματουργώ
—
συναλλαγή
—
τσαμπί
—
εκατονταπλούς
—
αμπής
—
παράσπιτο
—
απολιχνίζω
—
φιλαναγνωσία
—
αταβάνωτος
—
αργιλόχωμα
—
αναδουλειά
—
Γ
—
μεταβλητός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве