|
I (αόρ. έβριξα) дремать, засыпать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дремать? — βρίζω как на (ново)греческом будет слово засыпать? — βρίζω как с (ново)греческого переводится слово βρίζω? — дремать, засыпать — ξέκληρος — κοινόχρηστος — αντιβγαίνω — αστροφάνεια — ανασπαστήριο — μεταστρέφω — βιβλιοδετούμαι — αερόσφαιρα — υδροχαρής — έμπιστος — φρύδι — Κλειώ — οικειοποιούμαι — απευθισμένο — σερνικοβότανο — καλλιτέχνιδα — λιθοβολισμός — λασπόχτιστος — περικόπτω — άκαλτσος — τριό |
|||