Новогреческий словарь
βελόνι
βελόνι
το тех.
стрела
;
===
κάθομαι στά ~α καί στ'αγκάθια — а) сидеть как на иголках; б) находиться в трудном положении
;
~ δέν πέφτει χάμου — [phrase]яблоку негде упасть[/phrase]
;
γυρεύει μέ τό ~ ν' ανοίξει πηγάδι — посл. [phrase]иголкой колодца не выроешь[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стрела
? —
βελόνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
βελόνι
? — стрела
#
(ново)греческий словарь
—
λιθοβολία
—
διαξηραίνω
—
ευπρεπισμός
—
πνεύμων
—
φωταγώγηση
—
λιβελλογραφικός
—
αδελφοκτονία
—
ανασύρνω
—
φλέγμα
—
οικόπεδο
—
χιλιεκατομμύριο
—
χελώνη
—
πευκόφυτος
—
σπαθιά
—
δουλάπι
—
ευαισθητοποιώ
—
αποτηγανίζω
—
προαποστέλλω
—
βισμούθιο
—
προφύτευμα
—
αμφιετηρίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве