Новогреческий словарь
λευκάντρια
λευκάντρια
η 1)
отбельщица
;
2)
валяльщица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отбельщица
? —
λευκάντρια
как на
(ново)греческом
будет слово
валяльщица
? —
λευκάντρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
λευκάντρια
? — отбельщица, валяльщица
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοκινητοδρόμιο
—
ρέω
—
ανηλεής
—
αποζυγώνω
—
φυτευτικός
—
λιβαδότοπος
—
καπριτσιόζικο
—
αζαλίκωτος
—
στερεοτυπείο
—
αντευχοριστώ
—
ευπρεπισμός
—
αγοροκόριτσο
—
κουμκάν
—
εκτόνωση
—
αποπνίγω
—
επτακισχίλιοι
—
απαγγελία
—
μουσουλούκι
—
σαρακοστιανός
—
αποθαρρεύω
—
πλειάδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве