|
η насос, помпа; καταθλιπτική ~ — нагнетательный насос; πυροσβεστική ~ — брандспойт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насос? — αντλία как на (ново)греческом будет слово помпа? — αντλία как с (ново)греческого переводится слово αντλία? — насос, помпа — χωροθετώ — ιππωνεία — αμονοπώλητος — λασπόνερο — αφιλοξενία — ανακολουθία — υπερακοντίζω — σκοποβολή — ιερείον — άραχνος — επινόηση — αρχοντοκόριτσο — μαραζιάζω — θεοσεβούμενος — εναίσιμος — πρόσηβος — δασαρχείο — ανθρωποσφαγείο — ανεπιστρεπτί — βάιαλλος — ωροσκόπιο |
|||