|
мощённый гранитом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мощённый гранитом? — γρανιτόστρωτος как с (ново)греческого переводится слово γρανιτόστρωτος? — мощённый гранитом — ξεμαλλιασμένος — οδηγάω — καμινευτήριο — αμπατζήδικο — αχώρεγος — πνευμοθώρακας — μαγκούρα — συναγελασμός — υποστυλωτικός — δεμάτι — ηλεκτρομηχανή — στοματάκι — καρένα — αδικοκρισία — εμπεταστής — περιμετρικός — βόνασος — μαστοράντζα — εικονογραφώ — αχρωματωπία — ιδέ |
|||