Новогреческий словарь
λαζουρίτης
λαζουρίτης
ο мин.
лазурит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лазурит
? —
λαζουρίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαζουρίτης
? — лазурит
#
(ново)греческий словарь
—
επτάχορδος
—
κορφολογάω
—
φεουδαρχικός
—
λεπτόγραμμος
—
γενεαλογώ
—
γελοιογράφηση
—
ακόπως
—
δικτατορεία
—
ενδεδειγμένος
—
τυράννισμα
—
υπερπροστατευμένος
—
τυφλοπόντικας
—
θερμαίνω
—
διάκειμαι
—
μεταμοντερνίστρια
—
οδηγητικός
—
χωροθετώ
—
κάτουρλο
—
γεροντικός
—
αραδωτός
—
γκανίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве