|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινωφελές? — — υδρόλυση — ετερογένεσις — σαρακιασμένος — ελεητικός — εικονισμός — ολοκληρωματικός — ξοπίσου — σπαρνώ — ετερογαμία — αντιποίηση — καταστρατήγηση — συγκαλώ — νεραντζέα — κακοκαμωμένος — αρσίζικος — γκαλιουρίζω — σπιτάκι — ακέραιος — σπαυδαιοφανής — κοπτήριο — ξυπνός |
|||