Публикации

Понтийско-новогреческий словарь Μ-Ρ

Μ

page===0

μά = μάννα
μάαρ’ = μήπως
μαβής = γαλάζιος
μαβίλιν = το ψάρι μαινίς
μαγαζί(ν) = μαγαζί
μαγαζόπον = μαγαζί
μαγαράς = σπήλαιο, στοά μεταλλωρυχείου
μαγαρίδα = πράγμα λερωμένο
μαγαρίζω = λερώνω, ρυπαίνω
μαγαρισία = αφόδευμα ανθρώπου και ζώου
μαγάρισμαν = λερώνω, ρυπαίνω
μαγγανίζω = κοπανίζω το λινάρι στο μάγγανον προς αποχωρισμό του άχυρου, κινούμαι ως μάγγανον
μαγγάνιν = λίθινος όλμος όπου κοπανίζουν το σίτο, όργανο με το οποίο καθαρίζουν το λίνο
μάγγανον = μάγγανον μάγγανο
μαγδανόν = μαϊντανός
μαγδαρός = άτριχος
μάγδη = λέγεται στη φράση τσάγδη μάγδη άνω κάτω
μαγεία = μαγεία
μάγεμαν = μαγεύω
μαγερεία = το μαγειρεμένο φαΐ
μαγερείον = κουζίνα
μαγέρεμαν = μαγείρεμα
μαγερεμάτιν = ποσότητα τροφίμων για ένα μαγείρεμα
μαγερευτάριν = οτιδήποτε ορισμένο πράγμα για παρασκευή φαγητού, σκεύος μαγειρέματος
μαγερεύτρα = μαγείρισσα
μαγερεύω = μαγειρεύω
μαγερική = μαγειρική
μαγεροκάλα = πρόσκληση φίλων σε γεύμα σε νεαρές όπου δέχονται και προσφέρουν δώρα, γεύμα παρατιθέμενο από τους γονείς της νύφης μετά τη στέψη στους γονείς του γαμπρού
μάγερος = μάγειρας
μαγεύω = μαγεύω
μαγιά = μαγιά
μαγιαλανεύκομαι = ζυμώνομαι με μαγιά
μάγιαρ = μήπως
μαγιασίριν = αιμορροΐδες, ζοχάδες
μαγιασιρλής = εκείνος που πάσχει από αιμορροΐδες, ζοχαδιακός
μαγικά = μαγικά
μαγκαλέα = κουφοξυλιά
μαγκαλέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το μαγκάλι
μαγκάλιν = πύραυνος, μαγκάλι
μαγκαλόπον = πύραυνος, μαγκάλι
μαγκαλοπώρικα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου
μαγκαλώνω = ζώο που ανοίγει τα μάτια διάπλατα σαν πύραυνος
μαγκάνα = μάννα
μαγκανίζω = φωνασκώ, υποφέρω από πείνα
μαγκαφάς = ο διανοητικώς ανάπηρος, χαζός, ηλίθιος
μάγκος = μεταφ. διανοητικώς ανάπηρος, μωρός
μαγκούνα = φυτό καλαμοειδές κάκοσμο
μαγκούριν = ομοίωμα χρυσού νομίσματος, νομισματοειδές χρυσό κόσμημα γυναικών
μαγκούριν = ξύλινο περιλαίμιο αγελάδας, ράβδος που φέρει δέματα για να δένουν το σκύλο
μαγκουρομύτης = εκείνος που έχει μύτη χοντρή σαν ρόπαλο
μαγναδόσι = μαϊντανός
μάγος = μάγος, πονηρός, απατεώνας
μαγουλάς = μαγουλάς
μαγουλήτρα = μαξιλάρι γεμισμένο με πούπουλα
μάγουλον = μάγουλο
μαγ’λόπον = μάγουλο
μαδαρός = άτριχος, πτηνό χωρίς πούπουλα
μαδίζω = μαλώνω, διαπληκτίζομαι, παλεύω
μαδίσι = φιλονικία, διαπληκτισμός
μαδίστρα = γυναίκα φίλερις
Μαέσιος = Μαγιάτικος
μαεσίρ(ιν) = αιμορροΐδες, ζοχάδες
μαζίδιν = είδος ψαριού
μαζίν = μαζί
μαζίτζα = μαζί
μάζω = μοιάζω
Μάης = Μάιος
μαθάνω = μαθαίνω
μάθεμα = μάθημα, συμβουλή, πείρα
μαθεματικός = ο πολλά μαθών, λόγιος
μαθεύκομαι = γίνομαι γνωστός, αποκαλύπτομαι
μαθής = μάθημα
μάθηση = μάθηση
μαθητάτικος = αυτό που ανήκει σε μαθητή, παιδί μαθητευόμενο
μαθητής = μαθητής
μαθίζω = διδάσκω, μαθαίνω
μάθισμα = νουθεσία, συμβουλή
μάθος = μάθημα, γνώση
μαθός = ο μαθών, ο διδαχθείς
μαθράκα = βάτραχος
μαθρακόπ’λλον = βατραχάκι
μαθρακού = εκείνος που σκορπίζει βατράχους από το στόμα όταν γελά
μαϊδια = χρήματα
μαΐζω = νιαουρίζω
μαιμαΐτα = μεσπιλέα
μαϊμούνιν = μαϊμού
μάισμαν = νιαούρισμα
μάισσα = μάγισσα
μαισσία = πονηρία, κακία
μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις
μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις
μαισσίτζα = μάγισσα
μαισσογεννοπλάσκουμαι = γεννιέμαι από μάγισσα
μαισσολογώ = γιατρεύομαι από την επήρεια των εξωτικών
μάισσομαν = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης
μαισσομάννα = μάννα πονηρή
μαισσονερόπον = νερό μάγισσας
μαισσοπέγαδον = βρύση μάγισσας
μαισσοτόπιν = τόπος εξωτικών
μαισσούδιν = σκωπτικός, γύναιο πονηρό
μαισσουλίκια = μαγικά, πονηριά, ραδιουργία
μαισσούμαι = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης
μάκα = στη παιδική γλώσσα φίλημα
μάκαρ = μήπως
μακαρά = τροχαλία, πολύσπαστο
μακάρι = μακάρι
μακαρία = φαγητό που προσφέρεται στους συγγενείς μετά την κηδεία, άρτος και οίνος που προσφέρεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο
μακαρία = ευτυχισμένη, ευλογημένη
μακαρίζω = μεταβαίνω στην μακαριότητα, κηδεύομαι
μάκαριμ = μήπως
μακαρίνα = μακαρόνια
μακαρίτης = μακαρίτης
μακαρόνιν = μακαρόνι
μακαρτάζω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι
μακαρτεύω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι
μακάρτιν = λίγη ποσότητα γιαουρτιού που μπαίνει ως μαγιά στο γάλα για να πήξη
μακαρτώνω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι
μακελλέα = χτύπημα με σκαπάνη, ποσότητα χώματος όση αποσπάται με την σκαπάνη
μακέλλιγμαν = σκάβω με το μακέλλιν
μακελλίζω = σκάβω με το μακέλλιν
page===1

μακέλλιν = σκαπάνη
μακέλλισμαν = σκάβω με το μακέλλιν
μάκενα = όλες οι μηχανές, ιδίως η ραπτομηχανή
μακερόν = όλα τα ευώδη φυτά
μακοκιάζω = τυλίγω νήμα στο μακόκιν
μακόκιν = η σαΐτα του αργαλειού ή της ραπτομηχανής
μακόρταρον = κάλτσα μακριά μέχρι το γόνατο
μακρά = μακριά
μακράπιν = αχλάδι μακρουλό
μακρέα = μακριά, κατά μήκος
μακρένω = μακρύνω
μακρινάριν = μακρουλό
μακριναροπρόσωπος = εκείνος που έχει μακρουλό πρόσωπο
μακριναρωτός = επιμήκης, μακρουλός
μακρινός = μακρινός
μακροβούτιν = μακροβούτι
μακρογουλάζω = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου
μακρογούλης = μακρόλαιμης
μακρογουλίαγμα = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου
μακρογουλίασμαν = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου
μακρογούνιν = μακρύ πανωφόρι υπενδεδυμένο με γούνα
μακροζυγωνέα = μακρύς ζυγός
μακρόθεν = από μακριά
μακροκοίλιν = εκείνος που έχει επιμήκη κοιλιά
μακρολαντζού = εκείνη που έχει μακριά πόδια
μακρομαλλού = εκείνη που έχει μακριά μαλλιά
μακρόμηλον = μήλο μακρουλό
μακρομύτης = μακρυμύτης
μακροουραδάτες = εκείνος που έχει μακριά ουρά
μακροπρόσωπος = μακροπρόσωπος
μακρόρταρον = μακριά κάλτσα που φτάνει μέχρι το γόνατο
μάκρος = μάκρος
μακροσκέλης = εκείνος που έχει μακριά σκέλη
μακροστρατίζω = ξεστρατίζω
μακρόσυρτος = μακρύς, επιμήκης
μακρουλός = μακρουλός
μακρουλωτός = μακρουλός
μακρούσα = γυναίκα υψηλού αναστήματος
μακρόφυλλον = φυτό με μακριά φύλλα
μακροχείλης = εκείνος που έχει μακριά χείλη
μακροχέρης = μακροχέρης
μακροχερία = κλοπή, κλεψιά
μακροχρονία = μακριά διάρκεια ζωής
μακροχωραφέα = τοποθεσία αγρού επιμήκους
μακρυκάλαμον = εκείνο που έχει μακρύ καλάμιν, το περί της κνήμης μέρος της κάλτσας
μακρυμάνικον = ένδυμα με μακριά μανίκια
μακρύνω = μακρύνω
μακρύς = μακρύς
μακρυσκάλικον = βρακί με μακριά σκάλαν, το μεταξύ των σκελών μέρος
μακρωτός = μακρουλός
μάλα = ομαλά
μαλά = μυστρί
μάλα = σύφιλη, ψώρα
μάλαγμα = χρυσός
μάλαγμα(ν) = μαλάσσω
μαλαγουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω
μαλαεύω = ισοπεδώνω με το μυστρί τον πηλό τοίχου
μαλάζω = μαλάσσω
μαλάζω = προσβάλλομαι από σύφιλη, ψωρίαση
μάλαθρα = άφωνος, άλαλος
μάλαθρο = μάραθο
μαλακένω = απαλύνω, απαλύνομαι
μαλακήτρα = πράγμα μαλακό και γλοιώδες
μαλακία = αυνανισμός
μαλακός = μαλακός
μαλακύνω = απαλύνω, απαλύνομαι
μαλακώνω = μαλακώνω
μαλακωσία = τα μαλακά πράγματα
μαλαματένος = μαλαματένιος
μαλαμάτι = περίτριμμα, απότριμμα
μαλαματικά = χρυσαφικά κοσμήματα
μαλαματοκαπνίζω = επιχρυσώνω
μαλαματώνω = επιχρυσώνω
μαλαντζούρα = καχεκτικός
μαλαντζούρικος = καχεκτικός
μαλαούδα = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο
μαλαουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω
μαλαούδιν = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο
μαλάρης = ψωραλέος
μάλαρθα = άφωνος, άλαλος
μαλαρίτα = σπάρτο αραιό και καχεκτικό
μαλάσεμαν = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι
μαλασεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι
Μαλαστρατίνον = ο Ναστρατίν χότζας της Τουρκικής λαογραφίας
μαλαχτά = μάζα, φύραμα από αλεύρι και ανθόγαλα ως πρόχειρο έδεσμα
μαλαχτάριν = όργανο με το οποίο μαλάσσουν τον πηλό, ράβδος με προβιά δεμένη στο άκρο με το οποίο αλείφουν πίσσα στο πλοίο
μαλαχτούρι = πράγμα μαλακό
μαλέας = εκείνος που πάσχει από σύφιλη, ψώρα, μεταφ. πολύ φτωχός
μαλέζιν = αλευρόσουπα
μαλεζόπον = λίγη ποσότητα αλευρόσουπας
μαλεζόστομος = ηλίθιος, χαζός
μαλεζοχαβιτζωμένον = το μαλεζωμένον και χαβιτζωμένον μαζί
μαλεζώνω = χυλώνω
μάλιν = ομαλός, ισόπεδος
μάλλα = καμπή χνουδάτη
μαλλάρης = μαλλιαρός
μαλλέας = μαλλιαρός
μαλλένος = μάλλινος
μαλλί(ν) = μαλλί, έριο προβάτου, πλόκαμος γυναίκας
μάλλινον = μάλλινος
μαλλίτζα = είδος φυτού εδωδίμου
μαλλοδέματα = δέματα πλεκόμενα στο τέλος του πλοκάμου για να τον συγκρατούν
μαλλοζίνιχα = μικρά μάλλινα δισκοειδή κοσμήματα των γυναικών εξαρτώμενα από την κόμη και απλωμένα στο μέτωπο
μαλλοξάνω = ξαίνω μαλλιά
μαλλόπον = μαλλάκι, λίγη ποσότητα ερίου
μάλλος = μαλλί, έριο
μαλλοτρίχαρον = τρίχα γίδας
μαλλουζάζω = γίνομαι δασύτριχος, μαλλιαρός
μαλλουζάρης = δασύτριχος, μαλλιαρός
μαλλοχτούπιγμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής
μαλλοχτουπίζω = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής
μαλλοχτούπισμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής
μαλλώνω = εκφύω τρίχες
μαλοζίκιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο
μαλόν = ο μυελός των οστών
μαλόφ’λλιν = φυτό του οποίου τα φύλλα είναι θεραπευτικά της ψώρας
μάλωμαν = μαλώνω
μαλώνω = μαλώνω
μαλωστέας = φίλερις, φιλόνικος
μαλώστρα = φίλερις, φιλόνικος
page===2

μαμαΐτα = μεσπιλέα
μαμάλα = γυναίκα αργή, νωθρά
μαμαλίγκα = έδεσμα από αλεύρι αραβοσίτου, κολοκύθα βρασμένη με γάλα, ο καρπός της αγριοτριανταφυλλιάς
μαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού
μαμάτζι = στη παιδική γλώσσα ψωμί
μαμέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων
μάμη = είδος παιχνιδιού
μαμικυλέα = κουμαριά
μαμικυλίτικο = οινοπνευματώδες ποτό παρασκευασμένο από μαμίκυλα
μαμίκυλο = κούμαρο
μάμμα = γιαγιά
μαμμάκα = στη παιδική γλώσσα ψωμί
μαμμάν = στη παιδική γλώσσα ψωμί
μαμμή = μαία, μαμή
μαμμηλάτικα = η αμοιβή της μαμής
μαμμηλίκιν = μαιευτική
μαμμική = μαιευτική
μαμμιτάτικα = η αμοιβή της μαμής
μαμμοσύνη = η μαιευτική τέχνη
μαμμούκα = γιαγιά, μαμή
μαμμουκυλίζω = καταπίνω τροφή χωρίς να μασήσω
μαμμουλίζω = τρώω ανόρεχτα και αργά
μαμμούλισμαν = τρώω ανόρεχτα και αργά
μαμμούτα = βραδύς και δυσκίνητος άνθρωπος
μαμούερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, μωμόγερος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη
μαμούκα = κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής
μανάβης = μανάβης
μαναστήριν = μοναστήρι
μανάτιν = ρούβλι, κολοκύθα ψημένο στο φούρνο σε μεγάλα κομμάτια
μαναχός = μοναχός
μανέα = κάρβουνο, μύκης μαύρος, αραχνιά, αράχνη
μανέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων
μανή = είδος παιχνιδιού
μανή = η ίσκα της τσακμακόπετρας
μάνι-μάνι = πάραυτα, τάχιστα
μανία = έχθρα
μανίζω = καίω και το μεταβάλλω σε καπνιά
μανίζω = θυμώνω, οργίζομαι
μάνικα = μανίκι
μανίκιν = μανίκι
μανικοκρέμασμαν = η άκρη του μανικιού που εξέχει
μανίν = το καμένο ύφασμα, αγαρικό, ίσκα
μανίτα = ζιζάνιο του σίτου
μανιτάρα = είδος μύκητα
μανιτάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο
μανιφατούρα = βιομηχανικά προϊόντα υφαντουργίας
μάννα = αφρό υγρής μορφής, ανθόγαλα
μάννα = μητέρα
μαννάκα = μάννα
μαννίκα = μανούλα
μαννίτζα = μάνα, μανούλα
μαννότε = μητρότητα
μαννούλα = μητερούλα
μανοκούριν = πράγμα μαύρο σαν το καμένο κούτσουρο της εστίας
μανουάλιν = κηροστάτης εκκλησίας
μάνουσα = είδος βαμβακερού υφάσματος με ραβδώσεις χρωματιστές
μανουσακέα = οσμή των μενεξέδων
μανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές
μανούτο = το χέρι της ηλακάτης
μανούτσιν = το χέρι της ηλακάτης
μανοφτέριν = είδος φτέρης χωρίς πλάγιες διακλαδώσεις
μαντάκιν = άγριο φυτό με βλαστό εδώδιμο
μανταλάριν = έμβολο θύρας
μαντάλιν = έμβολο θύρας
μαντάλωμαν = κλείνω την θύρα με το μάνταλο
μανταλώνω = κλείνω την θύρα με το μάνταλο
μαντάριν = σχοινί με το οποίο ανυψώνεται η κεραία του ιστού πλοίου
μανταρίνιν = μανταρίνι
μανταροκούκαρον = αλυσίδα με άγκιστρο από την οποία κρέμεται η χύτρα πάνω από την εστία
μανταρώ = εκφύω μύκητα
μαντατεύω = καταγγέλλω, προδίδω, προαγγέλλω
μαντατούτζης = εκείνος που μεταδίδει μαντάτα
μαντζαβέρης = αγροίκος, απολίτιστος
μαντζάνα = μελιτζάνα
μαντζανόσυκον = σύκο που έχει το χρώμα και το σχήμα της μελιτζάνας
μάντζες = κλαδάκια
μαντζιάλεμα = πράφμα ακάθαρτο, ρυπαρό
μαντζιαλεύω = λερώνω, ρυπαίνω
μαντζιλέκιν = ψιλοκομμένο υπόλειμμα το οποίο αφήνει το κουρκούτι αλεσμένο σε υδρόμυλο
μάντζιν = άωρος καρπός
μαντζίρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα
μαντζιράρικον = μη νηστήσιμο
μαντζιρέας = εκείνος που καταλύει την νηστεία
μαντζιρέτζης = εκείνος που καταλύει την νηστεία
μαντζιρίζω = καταλύω τη νηστεία
μαντζιροκότα = άνθρωπος που καταλύει την νηστεία
μαντζίρ’κον = γαλακτοκομικό προϊόν
μαντζοθέριγον = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση
μαντζοθέριν = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση
μαντζόκακας = ασθενής που αναρρώνει γρήγορα
μαντζοκουρεύω = δρέπω άωρο καρπό, κουρεύω
μαντζοκόφτω = κόβω, δρέπω άωρα φρούτα, διακόπτω κάτι πρόωρα
μαντζουλώνω = κάνω μουντζούρες, λερώνω μαγειρικά σκεύη
μαντζούρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα
μαντζουρ’κόν = γαλακτοκομικό προϊόν
μαντζωτός = καθόλου ώριμος
μαντή = σκύλα
μαντηλέα = ποσότητα όση χωράει ένα μαντήλι
μαντήλιν = μαντήλι
μαντηλίτζα = μαντήλι
μαντηλοδέσιμον = λευκό μαντήλι που το δένουν στο δεξί χέρι του γαμπρού την ώρα που τον ντύνουν οι φίλοι του
μαντηλοκρεμίσκουμαι = κρημνίζομαι
μαντηλόπ’λλον = μαντηλάκι
μάντος = σχοινί με το οποίο ανυψώνουν την κεραία του ιστού πλοίου
μαντουκιάζω = αισθάνομαι το στόμα μου όχι ευχάριστο λόγω της γεύσης άωρων καρπών
μαντουκιάριν = σάπιο συνήθως από την υγρασία
μαντουκίζω = τίλλω, μαδώ
μαντούκιν = χόρτο σαπισμένο από την υγρασία
μαντούκωμαν = σαπίζω από υγρασία
μαντουκώνω = σαπίζω από υγρασία
μάντρα = μάνδρα
μαντρί(ν) = μαντρί, μάνδρα
μαντροκολέσιν = εκείνο που παράγεται σε αγρό κοντά σε μάνδρα και λιπαίνεται από τις κοπριές
μαντροκόλιν = το κάτω μέρος της μάντρας, ο κάτωθι αγρός της μάνδρας
μαντρόπον = μικρή μάνδρα
μαντροπόρτιν = θύρα μάνδρας
μάντρος = ο ασυνήθιστα ογκώδης άνθρωπος
μαντρόσκυλλον = μαντρόσκυλο
μάνωμαν = μουντζουρώνω με καπνιά
μανώνω = μουντζουρώνω με καπνιά
page===3

μανωτός = ο μαυρισμένος με καπνιά
μαν’τάρα = είδος μύκητα
μαν’τάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο
μαξίλα = γροθιά στο πρόσωπο
μαξιλαεύω = δίνω γροθιά
μαξιλάζω = δίνω γροθιά
μαξιλάριν = μαξιλάρι
μαξιλαρίτζιν = μαξιλαράκι
μαξιλαροφόρεμαν = μαξιλαροθήκη
μαξιλέα = μπάτσος, ράπισμα
μάου = νιάου
μαουλίζω = νιαουρίζω
μάπα = σφαιροειδές άσπρο λάχανο, λίγη ποσότητα λιναριού
μαπλάτιν = ωμοπλάτη
μαπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ
μαπόσπορον = λαχανόσπορος
μάρ = μήπως
μαραγγιάζω = μαραίνομαι
μαραγγιάρικος = μαραμένος
μαράγγιν = μαραμένα
μαραγγούδα = μαραμένα
μαραγγουλάζω = μαραίνομαι μεταφ. συνεσταλμένος, λυπημένος, είμαι χαυνωμένος
μαραγγουλάσιμον = λυπηρή έκφραση του προσώπου, σωματική χαύνωση
μαραγγούλης = συνεσταλμένος, λυπημένος, ήσυχος
μαράζιν = νοσηρή κατάσταση, καχεξία, ασθένεια
μαράζωμαν = μαραζώνω
μαραζώνω = μαραζώνω
μαραθόφυλλον = φυτό ιαματικό
μάραιμαν = μαρασμός
μαραίνω = μαραίνω
μαραμμίδιν = μαραμένο χόρτο, αγγείο πήλινο το οποίο δεν έχει σκληρύνει ακόμα
μαράνιν = υπόστεγο
μαραντζουδώ = μαραίνομαι και σουφρώνω
μάραντον = οπωρικό μαραμένο
μάραντος = εκείνος που μαραίνεται και μαραίνει
μαραφέτιν = τέχνη, τέχνασμα
μαραψήσκομαι = μαραίνομαι σαν να έχω ψηθεί
μαργαλάζω = επιπλήττω, επιτιμώ, ενοχλώ, ανθίσταμαι
μαργαλία = επίπληξη, επιτίμηση
μαργαριταρένος = μαργαριταρένιος
μαργαριτάριν = μαργαριτάρι
μαργίλιν = στεφάνι δοχείων, ο γύρος του τσαρουχιού
μαργιολία = δολιότητα, κατεργασία
μαργιολωσύνη = δολιότητα, κατεργασία
μαργώνω = ζαλίζομαι, μουδιάζω
μαρδά = άχρηστο υπόλειμμα πράγματος
μαρδάνιν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως μετά την χρήση του από άλλον
μαρδουλίζω = μισοτρώω
μάρδωμαν = μολύνω κάποιον μεταδίδοντας κολλητική νόσο, διακορεύομαι
μάρε = ανόητος, μωρός
μαρζαλάκιν = το πράσινο περικάλυμμα του καρυδιού
μαρίτζα = η κόρη οφθαλμού
μάρκα = μάρκα
μαρκοπάνιν = πανί κεντήματος
μαρκώνω = κεντώ μάρκα
μαρμανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές
μαρμανταλώνω = γιαούρτι που αρχίζει να πήζει
μαρμαρένος = μαρμαρένιος
μαρμαρίζω = λάμπω
μαρμαρίτζα = μαρμαρόκτιστη οικοδομή
μαρμαροβούινον = βουνό μαρμάρου
μάρμαρον = μάρμαρο
μαρμαρού = εκείνη της οποίας η διακόρευση είναι δύσκολη
μαρμαροχτισμένος = χτισμένος με μάρμαρο
μαρμαρόχτιστος = χτισμένος με μάρμαρο
μαρμαρώνω = μαρμαρώνω
μαρουκίζομαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω
μαρούκιν = κρόταφος ανθρώπου, σιαγόνες ζώου
μαρουκούμαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω
μαρούκωμαν = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω
μαρούλιν = μαρούλι
μαρσούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος
μαρσουφώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο
μαρταβάλια = μωρολογία, φληναφήματα
μαρτακιάζω = καλύπτω την στέγη με δοκάρια
μαρτάκιν = δοκάρι στέγης
μαρτακώνω = τοποθετώ δοκάρια στη στέγη
μαρτένιν = είδος πυροβόλου όπλου
Μαρτέσιος = ο γεννώμενος και γινόμενος κατά τον Μάρτιο
μαρτεύκομαι = φέρομαι ως Μάρτης, κάνω τα μαρτιάτικά μου
μαρτζούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος
Μάρτης = Μάρτιος
μαρτόλαπος = έδεσμα από αλεύρι και ζάχαρη που παρασκευάζεται την πρώτη Μαρτίου
μαρτυρακόν = μαρτυρικό
μάρτυρας = μάρτυρας
μαρτυράτικα = νομίσματα που διανέμονται στους φτωχούς κατά την βάφτιση
μαρτύρεμαν = μαρτυρική κατάθεση, καταγγελία, μήνυση
μαρτυρία = μαρτυρία
μαρτύριον = μαρτύριο
μαρτυρίτης = μάρτυρας
μαρτυρώ = μαρτυρώ
μαρχαμά = μαντήλι
μας = μπα
μάσα = τράπεζα
μασά = η τσιμπίδα της πυράς, πυράγρα
μασάκιν = ποσότητα στερεάς τροφής εισαγόμενη στο στόμα για μάσηση
μασάλ(ιν) = παραμύθι
μασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα
μασίνα = σιδηροδρομικός ολκός
μασιστέρια = τραπεζίτης
μασκαβίκι = είδος φαγητού
μασκαραλίκιν = γελοιότητα, ατιμία, προστυχιά
μασκαράς = γελοίος, άτιμος, πρόστυχος
μασκαρέας = αστείος
μασλαχάτιν = υπόθεση
μασουλίζω = μασουλίζω
μασούρα = άγριο δενδρύλλιο το οποίο παράγει εδώδιμο καρπό
μασούρα = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι
μασουράζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση
μασουρίζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση
μασούριν = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι
μασουρίστρα = ο άξονας του τροχού της ανέμης στο οποίο περνούν το μασούρι για να γεμίσει νήμα
μασουρίτζα = μικρό δενδρύλλιο άγρια τριανταφυλλιάς
μασουρίτζα = αρτιφυές αγγουράκι
μασουροζώμιν = ζουμί από τον ώριμο καρπό της μασούρας
μασουροκόλοθον = πλακούς ζυμωμένος από τον ώριμο καρπό της μασούρας
μασουρόστομος = άσχημος στην όψη
μαστάκα = σκύλος μεγάλος
μαστάριν = μαστός ζώου
μασταρώνω = θηλάζω
page===4

μασταρώνω = θηλάζω
μαστέλιν = ξύλινο σκεύος πλατύ και ανοιχτό
μαστή = σκύλα
μαστίκα = τσίχλα, μαστίχα
μαστορακά = με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα
μαστορακός = ο φτιαγμένος με δεξιότητα, ωραίος
μάστορας = μάστορας
μαστορείον = εργαστήρι
μαστορεύω = μαστορεύω
μάστορης = μάστορας
μαστορία = δεξιοτεχνία, μεταφ. απατηλό τέχνασμα
μαστορική = μαστορική
μαστορίτζος = μάστορας
μαστουκίζω = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας
μαστούκισμαν = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας
μαστραπά = χάλκινο ποτήρι ύδατος, γενικώς ποτήρι
μαστραπέα = ποσότητα νερού όση χωράει η μαστραπά
μασχάλα = μασχάλη
μασχαλίτζα = μασχάλη
μασχαράνος = ευτράπελος, αστείος
μασχαράρης = ευτράπελος, αστείος
μασχαρέας = ευτράπελος, αστείος
μασχαρεία = αστειότητα, άνθρωπος περίγελος
μασχαρευτά = με ύφος αστείο
μασχαρευτόν = αυτό που γίνεται χάρη αστειότητας
μασχαρεύω = αστειεύομαι, ερωτοτροπώ
μασχαρή = αστειότητα
μασώ = μασώ
μασωρήτιν = το δόντι τραπεζίτης
ματά = ματιά, βλέμμα
ματαδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία
ματάζω = ματιάζω
μάταιος = μάταιος
ματαντζίζω = μεταγγίζω
ματζίριν = άγριο φυτό
ματζούκα = ρόπαλο, μηριαίο κόκαλο της κότας
ματζούκιν = ράβδος η οποία έχει στην άκρη κουρέλι με την οποία πισσώνουν τους πίθους
ματζουκώνω = δέρνω κάποιον δυνατά
μάτιν = βρόχος δικτύου
μάτιν = μάτι
ματίτζα = κρυφτό
ματογιάλα = γυαλιά
ματογκύλ(ιν) = αυτό που μεταβάλλεται σε αίμα
ματοζίκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο
ματοζικόφυλλον = φύλλο του φυτού ματοζίκιν
ματοζίνιχον = γυάλινη χάνδρα χρωματιστή χρησιμοποιούμενη ως αντιβασκάνιο
ματοζούκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο
ματόκλαδα = βλεφαρίδες
ματοκυλίζω = κηλιδώνω με αίμα
ματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος
ματοξέραστος = εκείνος που ξερνάει αίμα
ματοξερώ = ξερνώ αίμα
ματοξυσία = αιματοχυσία
ματόπιστος = αυτό που ειναι ποτισμένο με αίμα
ματοπονίον = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία
ματόπονος = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία
ματοτέρεμαν = βλέμμα
ματοτζάμπουρα = βλεφαρίδες
ματοτζάτζιν = βλεφαρίδα
ματουράχκομαι = ουρώ αίμα
ματόφυλλα = βλέφαρα
ματρακί = πόσθη
ματρακόκα = πόσθη
μάτρικα = σφύρα λιθοξόου
μάτσα = δέσμη χαρτοπαίγνιων, εργαλείο με το οποίο ξηλώνουν
ματσάγκος = κακούργος
ματώνω = ματώνω
μαύρα = σε κατάσταση άθλια και δύστυχη, σε κατάσταση θλίψης
μαυράδα = μαυρίλα
μαυραδέλφα = πενθούντα αδέλφια
μαυρανός = μαύρο άλογο
μαυραντρίζω = κακοπαντρεύομαι
μαυράπιν = είδος αχλαδιού
μαυράχαρα = σε κατάσταση αθλιότητας και δυστυχίας
μαυράχαρος = πολύ δυστυχής
μαυρειδανός = μελαχρινός
μαυρειδής = μαυριδερός
μαυρίζω = μαυρίζω
μαυρίκιν = είδος φυτού με άνθη κυανά
μαυροαλογάς = καβαλάρης μαύρου αλόγου
μαυροβότανον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο ως βαφική ουσία
μαυρογεννώ = γεννώ υπό κακούς οιωνούς
μαυρογίνομαι = κακοζώ, κακοπερνώ
μαυρογόνατον = μαύρο γόνατο
μαυροζώ = ζω με βάσανα και οικονομικές στερήσεις
μαυροζώμιν = καφές, οπός μαύρος
μαυροθεία = δυστυχισμένη θεία
μαυροκάλη = σύζυγος που πενθεί
μαυροκάρδιν = μαύρη καρδιά
μαυροκάτα = μαύρη γάτα
μαυροκάτζης = εκείνος που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαχρινός, μεταφ. σκυθρωπός, κατηφής
μαυροκατζώ = γίνομαι κατηφής, σκυθρωπιάζω, καταισχύνομαι, ντροπιάζομαι
μαυροκίτρινος = εκείνος που έχει όψη πελιδνή
μαυροκόκκινος = εκείνος που έχει χρώμα μαύρο υπέρυθρο
μαυροκολόγκυθον = κολοκύθα μεγάλη μαύρη απ’ έξω
μαυροκοπής = μαυρειδερός, μελαψός
μαυροκόριτζον = κορίτσι ανάγωγο, παλιοκόριτσο
μαυροκούκκουδον = μαύρο σπέρμα ζιζανίου των σιτηρών
μαυροκουκουλάτες = εκείνος που φοράει μαύρη κουκούλα
μαυροκύρης = πατέρας που πενθεί
μαυρολάβικον = εκείνο που έχει μαύρη λαβή
μαυρόλαβο = εκείνο που έχει μαύρη λαβή
μαυρολαλώ = κλαίομαι, παραπονούμαι
μαυρολάχανον = μαύρο λάχανο, λαχανίδα
μαυρολίθαρον = μαύρο λιθάρι
μαυρομάννα = μάνα που πενθεί
μαυρομελανάζω = μελανιάζω
μαυρομματέα = η οσμή της φασολάδας
μαυρομματένος = ο παρασκευασμένος από φασόλια μαυρομάτικα
μαυρομμάτης = εκείνος που έχει μαύρα μάτια
μαυρομμάτιν = φασόλι με μελανά στίγματα και γενικώς όλα τα χρωματιστά φασόλια
μαυρομματομάλεζον = νερουλή και χυλοποιημένη φασολάδα
μαυρομματοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο και ξεφλουδισμένο σιτάρι με φασόλια
μαυρομματούσα = εκείνη που έχει μαύρα μάτια
μαυρομοιρολογώ = μοιρολογώ δυνατά
μαυρομολυβάζω = γίνομαι μαύρος σαν μολύβι
μαυρομόλυβον = μαύρο μολύβι
μαυρομούντζουρος = ο κατησχυμένος λόγω κακής πράξης
μαυροξενιτεύω = ξενιτεύω με θλίψη
μαυροπαθάνω = κακοπαθαίνω
page===5

μαυροπαίδιν = παιδί ανάγωγο, παλιόπαιδο
μαυροπάπορον = μαύρο βαπόρι
μαυροπεθερός = κακός πεθερός, κακή πεθερά
μαυροπέτζης = εκείνος που έχει μελαψό δέρμα
μαυροπολίτικο = είδος σταφυλιού με μαύρη ρώγα
μαυροποταμία = παραποτάμια χώρα που είναι μαύρη
μαυροπούλλα = κοράκι
μαυροπροσωπάζω = ντροπιάζω
μαυροπροσωπία = αισχύνη, ντροπή
μαυροπροσωπίζω = ντροπιάζω, καταισχύνω κάποιον
μαυροπρόσωπος = ντροπιασμένος, κατησχυμένος, ένοχος, ευτελής
μαυροπωρένεν = το παρασκευασμένο από μαύρα βατόμουρα
μαυροπώρικο = δαμάσκηνο
μαυρόπωρον = βατομουριά
μαύρος = μαύρος
μαυροσκοτεινασμένος = μαύρος και σκοτεινός, χαρακτηρισμός του Χάρου
μαυροστάφυλον = μαύρο σταφύλι
μαυρόσυκον = είδος συκιά με μαύρους καρπούς
μαυροσύρω = υποφέρω, δυστυχώ
μαυροτέγανο = μαύρη πληγή σαν τηγάνι στο δέρμα δυσθεράπευτη
μαυροτσουρουεύω = μαυροσαπίζω
Μαυρούλα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα
Μαυρουλίτζα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα
μαυρούσα = μεγάλο ανθρωποφάγο μυθικό πτηνό
μαυροφάσουλον = μαύρο φασόλι
μαυροφόρετος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων
μαυρόφορος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων
μαυροφορώ = μαυροφορώ, πενθώ, μεταφ. δυσανασχετώ καταλαμβανόμενος από δυσάρεστα προαισθήματα
μαυρόφρυδος = εκείνος που έχει μαύρα φρύδια
μαυροφτερουλίουμαι = τίλλω, μαδώ τα μαύρα μου φτερά, μαλλιά
μαυροχαίρεμαν = χαρά μικρής διάρκειας
μαυροχαίρομαι = χαίρομαι λίγο χρόνο και μετά ατυχώ
μαυροχωμία = το μέρος όπου υπάρχει μαύρο χώμα, τάφος
μαυρύνω = μαυρίζω
μαυρωτός = μαυριδερός
μαφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα
μάχα = φυτό
μαχαιράζω = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι
μαχαιράς = μαχαιροβγάλτης, μαχαιράς
μαχαίρασμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι
μαχαιρέα = μαχαιριά, το ίχνος πληγής από μαχαίρι
μαχαιρίαγμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι
μαχαίριν = μαχαίρι
μαχαιρίτα = αγριόχορτο με φύλλα μαχαιροειδή και πριονωτά
μαχαιρίτζα = κρίνος
μαχαιρογούζιν = το αμβλύ μέρος του μαχαιριού, το αντίστροφο προς την ακμή
μαχαιροδέμιν = ασημένια αλυσίδα με μικρό μαχαιράκι και χρησιμοποιείται ως κόσμημα
μαχαιρομύτιν = η μύτη του μαχαιριού
μαχαιρόπ’λλον = μαχαιράκι
μαχαιροτύριν = το τουλουμίσιο τυρί που δεν θρυμματίζεται αλλά κόβεται με μαχαίρι
μαχαίρωμαν = μαχαιρώνω
μαχαιρώνω = μαχαιρώνω
μαχαλά = ενορία κοινότητας
μαχαλαδότης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης
μαχαλαδοτικός = ενοριακός
μαχαλέα = ενορία κοινότητας
μαχαλέτες = κάτοικος ενορίας, ενορίτης
μαχαλώτης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης
μαχαναλής = εκείνος που αρρωσταίνει πολύ εύκολα
μαχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή
μαχανοπέτζιν = το δέρμα του φυσητήρα
μάχη = μάχη
μάχιν = το έθιμο το να μην μιλάει η νύφη στα πεθερικά της για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω σεβασμού
μαχίουμαι = ερίζω, φιλονικώ
μαχλής = εκείνος που δεν μιλάει εκ προθέσεως
μαχμουτιά = παλιό χρυσό νόμισμα που κόπηκε από τον Μαχμούτ
μαχοζώμιν = πικρός και κολλώδης οπός της μάχας
μαχοκράτεμαν = κρατώ μάχιν
μαχοκρατώ = κρατώ μάχιν
μάχομαι = μισώ, αποστρέφομαι
μάχομαι = μάχομαι
μάχον = φυτό
μαχότιν = είδος υφάσματος
μαχραμά = μαντήλι
με = μη
με-το = αν και, καίτοι
με-το-να = επειδή, διότι
μεαρέα = το μαγειρεμένο φαΐ
μεάρεμα = μαγείρεμα
μεαστήρι = ριπίδιο από πτερό
μεγαλεία = αλαζονεία, οίησης
μεγαλεία = επίσημοι, αριστοκράτες
μεγάλεμαν = μεγαλώμα
μεγαλένω = μεγαλώνω
μεγαλέσιν = είδος σταφυλιού με μεγάλες ρώγες
μεγαλέτρα = οίδημα βουβωνικό το οποίο πιστεύεται ότι γεννιέται κατά την μετάβαση από την μια ηλικία στην άλλη
μεγαλεύκομαι = μεγαλοπιάνομαι, υπερηφανεύομαι
μεγαλιανός = πρόσωπο επίσημο, αριστοκρατικό
μεγαλοδάχτυλον = αντίχειρας
μεγαλόλογος = κομπορρήμων, καυχησιάρης
μεγαλοπρεπία = μεγαλοπρέπεια
μεγάλος = μεγάλος
μεγαλοσάνος = πρόκριτος κοινότητας
μεγαλοστομία = μεγαλορρημοσύνη, μεγαλαυχία
μεγαλόστομος = μεγαλόστομος
μεγαλόφωνος = μεγαλόφωνος, φωνακλάς
μεγάλυμα(ν) = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα
μεγαλύνω = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα
μεγαλώνω = μεγαλώνω
μεγαλωσύνα = αλαζονεία, μεγαλαυχία, ακαταδεξιά
μέγας = μέγας κατ’ όγκο, κατ’ έκταση, κατ’ ηλικία, εκείνος που κατέχει ανώτερη κοινωνική θέση, άρχοντας, πρόκριτος, σπουδαίος
μέγκλα = γεννητικό όργανο ζώου
μεγκλίν = στραβό ξύλο
μεγρίκιν = είδος αχλαδιού μικρού και στρογγυλού
μεδέντιν = πυώδες δερματικό απόστημα
μεζάτιν = πλειστηριασμός, δημοπρασία
μεζέ = μεζές
μεζκίτιν = είδος ψαριού
μέθη = μέθη
μεθή = μέθη
μεθημώ = μεταμέλεια, μετάνοια
μεθοπωρανός = φθινοπωρινός
μεθοπωραρία = αγελάδα που παρέχει γάλα και τον φθινόπωρο
μεθοπωράτικα = φθινοπωριάτικα
μεθοπωρέα = εποχή του φθινόπωρου
μεθοπωρίζει = φθινοπωριάζει
μεθοπωρίζ’νος = φθινοπωρινός
μεθοπώριν = φθινόπωρο
μεθοπωρινός = φθινοπωρινός
μεθόπωρον = φθινόπωρο
page===6

μεθύγω = μεθώ
μεθύζω = μεθώ
μεθύσειν = μέθη
μέθυση = μέθη
μεθυσία = μέθη
μέθυσμα = μέθη
μεθύστακας = μεθύστακας
μεθυστάς = μεθύστακας
μεθύω = μεθώ
μεθώ = μεθώ
μειβά = οπωρικό
μειζότερος = πρόκριτος, ο πρεσβύτερος στην ηλικία
μεΐζω = νιαουρίζω
μειχανά = οινοπωλείο, καπηλειό
μειχανατζής = οινοπώλης, κάπηλος
μέκαρ = μήπως
μεκατίριν = ηθική αξία προσώπου
μέλα = ομαλά
μελανάζω = μελανιάζω
μελανίζω = μελανιάζω
μελάνιν = μελάνι
μελανοκούτιν = μεγανοδοχείο
μελάνωμαν = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι
μελανώνω = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι
μελανωτός = μαυριδερός
μελαχρανάζω = γίνομαι μελαχρινός
μελαχρανέμορφος = μελαχρινός και ωραίος
μελαχρανός = μελαχρινός
μελαχρανώ = γίνομαι μελαχρινός
μέλε = ομαλά
μελέα = η οσμή του μελιού
μελεάμ(ιν) = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι
μελεθρείον = δοχείο κρεμασμένος στο μύλο όπου κατέρχεται ο σίτος προς άλεση
μελένος = μελένιος
μελεντούρης = εκείνος που κάνει αργά την εργασία του
μελεντουρίζω = χασομερώ
μελέρ(ιν) = ψωραλέος
μελεσεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά
Μελέσσα = όνομα γίδας που έχει χρώμα μελιού
μελεσσεύω = βομβώ, θορυβώ
μελεσσίδιν = μέλισσα
μελεσσιδίτα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες
μελεσσιδίτζιν = μέλισσα
μελεσσιδίχτρα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες
μελεσσιδόπον = μικρή μέλισσα
μελεσσιδόχορτον = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες
μελεσσιδώνιν = κυψέλη μελισσών
μελεχέμιν = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι
μέλι = μέλι
μελίγαλα = μέλι και γάλα
μελικέριν = κηρήθρα με μέλι, είδος σταφυλιού που έχει κίτρινο χρώμα και γλυκιά γεύση
μελίξανθος = εκείνος που έχει ξανθό χρώμα σαν το μέλι
μελίπαστος = λίγο αλατισμένος
μελιπάστωμα = αλάτισμα των ψαριών εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους
μελιπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους
μέλισσα = μέλισσα
μελισσεύω = βομβώ, θορυβώ
μελισσίδα = μέλισσα
μελίσσιν = μέλισσα
μελισσοκέριν = κερί αγνό που χρησιμοποιείται στη παρασκευή φαρμακευτικών αλοιφών
μελισσοχόρταρον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες
μελισσόχωρτον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες
μελισσωνάριν = μελισσοκομείο
μελισσωναρόν = μελισσοκομείο
μελίτα = αγριόχορτο που έχει χυμό μελιτώδη
μελιτάριν = χυμός φυτών που έχει γεύση μελιού
μελιτάριν = εκείνο που έχει χρώμα μέλιτος, ξανθό
μελιτζάνα = μελιτζάνα
μελιτολάγηνον = λαγήνι που χρησιμοποιείται ως μελιτοδοχείο
μελιτοτάψι = δίσκος μέλιτος το οποίο αγγίζει η νύφη με το δάχτυλο όταν εισέρχεται στο σπίτι του γαμπρού
μελιτούτζα = αγριόχορτο που έχει γλυκιά γεύση
μελίτωμαν = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός
μελιτώνω = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός
μελοβούτορον = ανάλατο βούτυρο περιχυμένο με μέλι
μελοκούτιν = δοχείο μελιού
μελοπάκμαζον = ποτό από μέλι
μελοπάνιν = πανί ειδικό για διήθηση του μελιού
μελόπαστος = λίγο αλατισμένος
μελοπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους
μελοπίθαρον = πιθάρι όπου φυλάσσεται το μέλι
μελόπον = λίγη ποσότητα μελιού
μελόχορτον = χόρτο που έχει γλυκό χυμό ανθέων τον οποίο απομυζούν οι μέλισσες
μέλωμαν = αλείφω με μέλι
μελώνω = αλείφω με μέλι
μελωτός = εκείνος που έχει χρώμα μελιού
μεμλεκέτιν = χώρα, επικράτεια
Μεναξία = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα μενεξέ
μενή = μήνυμα, παραγγελία, ειδοποίηση
μεντή = σκύλα, μεταφ. γυναίκα ποταπή
μένυγμαν = παραγγελία
μενύγω = μηνύω
μενύω = μηνύω
μένω = μένω, διανυκτερεύω
μενώ = μηνύω
μεράκιν = μεράκι
μερακλανεύκομαι = με καταλαμβάνει μεράκι, μελαγχολώ
μερακλής = εκείνος που έχει πόθο ανεκπλήρωτο και είναι μελαγχολικός
μεραμί = εν τούτοις, όμως
μέραπανου = που επάνω;
μέραφκα = που κάτω;
μερδελάρης = τραυλός, ψευδός
μερδελέας = τραυλός, ψευδός
μερδέλης = τραυλός, ψευδός
μερδελίζω = τραυλίζω
μερδελιχτά = τραυλίζοντας, ψευδίζοντας
μερέα = μηρός
μερέα = μεριά, μέρος, προς το μέρος, εξ αιτίας
μερέθα = μεριά, μέρος
μερεφέτ(ιν) = μαραφέτι
μερί(ν) = μηρός
μεριαλίδι = ζωηρό και άτακτο παιδί
μερίδα = μερίδιο, δελτίο στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας, κώδικας μονής στο οποίο καταγράφονται ονόματα ζωντανών και νεκρών οικογενειών για διαρκές μνημόσυνο
μεριδοχάρτιν = στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας
μερικόν = μερικό
μέρκαικα = που ακριβώς;
μερκαλία = με μεράκι, μελαγχολικά
μέρκεσου = κατά που;
μέρκιανου = που προς τα άνω;
μέρμερα = στον ύπνο, σε κατάσταση ληθαργική
μέρμερεα = κατά που, που μεριά
page===7

μερμήκα = μυρμήγκι
μερμηκιάζω = μυρμηγκιάζω
μερμηκοφώλ(ιν) = μυρμηγκοφωλιά
μερμηκώ = μυρμηγκιάζω
μερόγες = μεριά, μέρος
μερόδες = μεριά, μέρος
μεροδούλιν = μεροδούλι
μερόθεν = από μέρος
μερομηνίες = οι πρώτες δώδεκα μέρες του Μαρτίου κατά τις οποίες γίνονται προγνώσεις καιρού για τους επόμενους μήνες
μέρος = μέρος, τόπος, αγρός, οικόπεδο, οικογένεια
μέρου = που;
μερσίν(ιν) = μυρτιά
μερτζάνιν = κοράλλι
μερτιβένιν = κλίμακα, σκάλα
μερτικάρης = εκείνος που έχει μερίδιο από διανομή πράγματος
μερτικό(ν) = μερίδιο
μερώνω = ξημερώνω, αγρυπνώ
μέρ’ = μήπως
μεσά = δάσος
μέσα = μέσα, εντός
μέσα = η μέση του σώματος, οσφύς
μέσα-μεσού = στο μέσο, δοχείο γεμισμένο στη μέση
μεσάβραστος = μισόβραστος
μεσάδιν = δεύτερη ποιότητα ερίου
μεσάζω = φτάνω στο μέσο
μεσαία = κέντρο
μεσαίος = μεσαίος
μεσακός = μεσαίος
μέσαμπρος = κηφήνας, άνθρωπος οκνηρός
μεσανοίγω = μισανοίγω
μεσάνοιχτος = μισάνοιχτος
μεσανός = κείμενο στη μέση, μεσαίος
μεσάνταρη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη
μεσάντερα = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη
μεσάνυχτα = μεσάνυχτα
μεσανυχτάουμαι = καταλαμβάνομαι από τα μεσάνυχτα, μένω άυπνος ως το μεσονύχτιο
μεσανύχτης = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου
μεσανύχτιν = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου
μέσασμαν = ο μέσος χρόνος της εγκυμοσύνης
μεσάτος = ο κατά το ήμισυ πλήρης
μεσατώνω = γεμίζω δοχείο κατά το ήμισυ
μεσάψετος = μισοψημένος
μεσέ = δάσος
μεσεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα
μεσεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος
μεσελέ = υπόθεση
μεσέλιν = παραμύθι
μεσέντερη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη
μέση = μέση
μεσημεράζω = μεσημεριάζω
μεσημέρασμαν = μεσημέριασμα
μεσημέριν = μεσημέρι
μεσημερινός = μεσημεριανός
μεσημερίτζα = άνθος που ανοίγουν τα πέταλα το μεσημέρι, άνθρωπος που εγείρεται πρωί πολύ αργά
μεσημέρ’νεσιν = μεσημεριανός
μεσιμάρ(ιν) = χοντρό καρφί σφυρήλατο
μέσιμον = διανυκτέρευση σε σπίτι φιλοξενούντος
μεσοβδόμαδα = μεσοβδόμαδα
μεσοβδόμαδον = μεσοβδόμαδο
μεσοδάχτυλον = το μεσαίο δάχτυλο
μεσοδέμιν = το δέμα που συγκρατεί το σαμάρι στη ράχη του ζώου
μεσοδία = η μέση του δρόμου, η μέση της οικίας
μεσοδόκιν = η κεντρική δοκός της στέγης
μεσοδράνιν = φεγγίτης οικίας, στέγη οικίας
μεσόδρομος = ο μισός διανυόμενος δρόμος
μεσοζουμώνω = μισοζυμώνω
μεσοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος
μεσοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά
μεσοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος
μεσοκαιρέτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος
μεσοκαιρίτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος
μεσοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη
μεσοκομείο = νοσοκομείο
μεσοκουράζω = σπάω κάτι στη μέση, αισθάνομαι πόνο στη μέση, αισθάνομαι κόπωση σωματική
μεσοκόφτω = κόβω κάτι στη μέση
μεσοκρύετος = εκείνος που είναι να καταστεί ημιθανής
μεσολάγγικος = εκείνος που δεν νοεί καλά
μεσονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά
μεσόπα = η μέση του σώματος, οσφύς
μεσοπάνιν = πανί με το οποίο φασκιώνουν το βρέφος
μεσοπάρχαρον = το κέντρο του παρχαριού
μεσόπον = η μέση του σώματος, οσφύς
μεσοπονίον = πόνος της μέσης, οσφυαλγία
μεσόπονος = πόνος της μέσης, οσφυαλγία
μεσορράχιν = το μέσο της αναβάσεως όρους
μέσος = μέση
μεσοσέλιν = το μέσο της σέλας
μεσοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά
μεσόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας
μεσοστούλαρον = ο κεντρικός στύλος της οικίας που υποβαστάζει την κεντρική δοκό της στέγης
μεσοστράτιν = το κέντρο της οδού
μεσοτούντουνος = εκείνος που τρέμει από το ψύχος
μεσουρανίζω = μεσουρανώ
μεσουράνιν = στο μέσο του ουρανού
μεσουρανού = στο μέσο του ουρανού
μεσοχάμιν = το δάπεδο της οικίας ιδίως το κέντρο
μεσοχειμάζω = διέρχομαι το μισό χειμώνα
μεσοχείματα = στο μέσου του χειμώνα
μεσόχειμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα
μεσοχείμωγκα = κατά το μέσο του χειμώνα
μεσοψέσκουμαι = μισοψήνομαι
μεσόψετος = μισοψημένος
μέσπιλον = μούσμουλο
μεσπιλόρριοζον = η ρίζα του μούσμουλου
μέστιν = είδος υποδήματος χωρίς τακούνι
μεσφιλέα = μουσμουλιά
μέτα = βρε, καλέ
μετά = το ομού, μετά
μεταβάλλω = νόσος που υποτροπιάζει
μεταβάλσιμον = υποτροπιασμός νόσου
μεταβορίζω = βγάζω το βρέφος από την κούνια και το καθησυχάζω
μετάγγιγμαν = μετάγγιση
μεταγγίζω = μεταγγίζω
μετάγγιση = μετάγγιση
μετάγγισμα(ν) = μετάγγιση
μεταγένημα(ν) = νόσος που υποτροπιάζει
μεταγίνομαι = μεταγίνομαι
μετάδοση = η αγία κοινωνία
μεταδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία
μεταθήκω = μεταθέτω, ολιγωρώ
page===8

μετακλώθω = στρέφω συχνά
μεταλαμβάνω = εννοώ, αντιλαμβάνομαι, μεταλαμβάνω κοινωνία
μετάληψη = μετάληψη
μετάλλαγμα = εναλλάξ
μετάλλαγμαν = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ
μεταλλάζω = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ
μεταλοχουσεία = η προσβολή από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία
μεταλοχούσεμαν = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία
μεταλοχουσεύω = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία
μετανίζω = μετανοώ
μετάνοια = μετάνοια
μετανουνίζω = μεταβάλλω σκέψη, μεταμέλομαι
μετανοώ = μεταβάλλω γνώμη, μετανοιώνω, εννοώ, καταλαβαίνω
μεταξένος = μεταξένιος
μεταξικός = μεταξένιος
μετάξιν = μετάξι
μεταξιτέσο = είδος κόσκινου με λεπτό μεταξωτό ύφασμα
μεταξιτίζω = κοσκινίζω με μεταξιτέσο
μεταξοζύγιστος = πολύτιμος
μεταξοκέφαλος = νεόνυμφος
μεταξοκότσινο = κόσκινο πυκνό πλεγμένα με νήμα μεταξιού
μεταξόσυκον = είδος λευκού σύκου
μετάξωμαν = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του
μεταξώνω = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του
μεταξωτός = μεταξωτός
μεταπλάσκουμαι = μεταβάλλω τρόπους συμπεριφοράς, αλλάζω χαρακτήρα προς το καλύτερο
μετασαλεύω = μετακινώ, μετατοπίζω
μεταταράζω = ανακατεύω ξανά
μεταφύτεμαν = μεταφυτεύω
μεταφυτεύω = μεταφυτεύω
μεταφύτιν = το μεταφυτευμένο φυτό
μετέχω = υπολήπτομαι
μετζάζω = γεμίζομαι από πιτυρίδα
μέτζιν = πιτυρίδα της κεφαλής
μετζιτιέ = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών
μετζίτιν = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών
μετόπωρον = φθινόπωρο
μετόχιν = αγρόκτημα που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται εντός περιφέρειας
μέτρα = μητριά
μέτρα = γυναίκα, σύζυγος
μέτρεμα(ν) = μέτρημα, αρίθμηση
μετρεμένα = μετρημένα, όχι αφειδώς, μεταφ. με προσοχή
μετρεμονή = μέτρημα, αρίθμηση
μετρεμός = μέτρημα, αρίθμηση
μετρεσία = μέτρημα, αρίθμηση
μετρέτα = ακριβώς
μετροπίαγμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μετροπίαμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μετροπιάνω = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μετροπίαση = υποτροπιασμός ασθένειας
μετροπίασμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο
μέτρος = μέτρημα, μέτρο, μέτρο ποσότητας
μετρούα = μητριά
μετρούλα = μητριά
μετροφυλλάζω = φυλλομετρώ
μετρώ = μετρώ, αριθμώ
μετρωτήριν = όργανο μετρήσεως
μετσάρ’κον = γκρεμισμένο ως τα μισά
μετώπι = μέτωπο
μέφομαι = υποπτεύομαι
μέφτες = εκείνος που υποψιάζεται τους άλλους
μεχίρις = σφραγίδα
μεχκεμέ = βασιλικό συμβούλιο
μεχτερός = γουρούνι
μη = μη
μηδέ = μήτε
μηθένα = μη τυχόν, μήπως
μηλέα = μηλιά
μηλένος = ο παρασκευασμένος από μήλα
μηλίνα = μήλο ψημένο στο φούρνο
μηλίτα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς
μηλίτζα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς
μήλο(ν) = μήλο, μηλιά
μηλόπον = μήλο
μηλόπον = μήλο
μηλορρόδακον = ροδάκινο, ροδακινιά
μηλότζιρος = μήλο φουρνισμένο ή ξηραμένο στον ήλιο
μηλόφυτον = νεαρό φυτό μηλιάς
μημήνικον = ονομαστική γιορτή
μηναίον = ο μηνιαίος, εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των εορταζόμενων αγίων
μηνάλλαγμα = η πρώτη μέρα του μήνα
μήνας = μήνας
μηνάτικον = μηνιάτικο
μηνοστάσιν = πρωτομηνιά
μηνύω = μηνύω
μηουδέ = μήτε
μηουδέν = ουδέν
μηρμόρι = μνήμα, τάφος
μητέρα = μητέρα
μητερίτζα = είδος χορού
μητροπολίτης = μητροπολίτης
μητρούα = μητριά
μητρούλα = μητριά
μι = μήπως
μία = μία φορά, άπαξ
μιαγκύριν = εργαλείο των λεπτουργών με σχήμα αγκυροειδές
μίδας = εκείνος που έχει μεγάλα αυτιά
μιζτράχιν = δόρυ
μικκίτζικος = μικρούλης
μικκούκος = μικρούλης
μικκούτζικος = μικρούλης
μίκρα = η παιδική ηλικία
μικραίνω = μικραίνω
μικρακιανός = μικρός στο ανάστημα, μικρούλης
μίκρη = χαρτοπαίγνιο δυάρι σπαθί
μικρίκος = μικρούλης
μικρίτζικος = μικρούλης
μικροδάχτυλον = μικρό δάχτυλο, ωτίτης
μικροθέα = η παιδική ηλικία, πράγμα μικρό
μικρόθεν = από μικρή ηλικία
μικροκατάθετος = εκείνος που έχει μικρό ανάστημα
μικροκέφαλος = μικροκέφαλος
μικροκοίλιν = η δεύτερη κοιλιά μηρυκαστικού ζώου, το υπογάστριο, η μήτρα
μικρόντας = κατά την παιδική ηλικία
μικροπαντρεμένος = μικροπαντρεμένος
μικροπέντικος = μικρός ποντικός
μικροπρόσωπος = μικροπρόσωπος
μικρός = μικρός
μικρότε = η παιδική ηλικία
μικροτερύνω = κάνω κάτι μικρότερο, γίνομαι ή φαίνομαι μικρότερος
page===9

μικροτραγωδάνος = μικρός τραγουδιστής
μικρούτζικος = μικρούτσικος
μικρύνω = μικρύνω
μιλία = ομιλία
μιλιούνα = πάμπολλα, αναρίθμητα
μιλίτζιν = μήλο
μιλίτσος = κάτοχος ποιμνίων
μιλώ = μιλώ
μιμιδάζω = μου γεννώνται εξανθήματα
μιμιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος εξανθήματα
μιμίδιν = δερματικό εξάνθημα
μιμιδόπον = δερματικό εξάνθημα
μιμιτζία = πλαγγών, κούκλα
μιναρέ = μιναρέ
μινκίν = δυνατόν, πιθανόν
μιντέριν = υπόστρωμα, μιντέρι
μιντερούμαι = κάθομαι στο μιντέρι
μιντζάνα = μεγάλο βαρέλι
μιντζένεν = το κτισμένο με μυζήθρα
μιντζίν = μυζήθρα
μιντζοβάρελον = βαρέλι που χρησιμοποιείται ως δοχείο μυζήθρας
μιντζοκόλοθον = μυζήθρα σχηματοποιημένη σφαιρικώς, κεφαλοτύρι
μιντζόπιτα = πίτα με μυζήθρα
μιντζόσκευον = δοχείο μυζήθρας
μιντζοφάει = προσφάγι από μυζήθρα
μίος = ένας
μιρίμα = τα πολύ ψιλά άχυρα
μιρμίδα = είδος ραψίματος
μιρμιδώνω = ράβω το γύρο μαντηλιού αφού το στρίψω
μιρμιρίκιν = μούστος, γλεύκος
μισαβέσα = το μέσο χρονικής περιόδου
μισάβραστος = μισοβρασμένος
μισανοίγω = μισανοίγω
μισάνοιχτος = μισάνοιχτος
μισανύφιν = ύφασμα του οποίου μερικά νήματα έμειναν ανύφαντα
μισάριν = το γεμισμένο ως τα μισά
μισαρώνω = γεμίζω ή αδειάζω δοχείο ως το μισό
μισαφίρης = μουσαφίρης
μισάψετος = μισοψημένος
μισεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα
μισεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος
μισερός = καχεκτικός, ισχνός
μισερώνω = κάνω κάποιον καχεκτικό
μισηχτέριν = άνθρωπος μισητός
μισία = μυτόχειλα
μισίζω = χωρίζω στα δύο
μισιμάριν = χοντρό καρφί σφυρήλατο
μισίρι = το δημητριακό αραβόσιτος
μισκίνης = άθλιος, κακορίζικος, πτωχός
μισμιλάγκιν = σμίλαξ
μισμιλαεύω = λεπτολογώ
μισοάνθρωπος = άνθρωπος μικρόσωμος, ανάξιος προσοχής
μισόγλωσσος = βραδύγλωσσος
μισόδρομος = το ήμισυ διανυόμενος δρόμος
μισοεξυπνώ = μισοξυπνώ
μισοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος
μισοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά
μισοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος
μισοκαιρίτης = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος
μισοκιακέρης = ο μισός και ακέραιος
μισοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη
μισοκρύετος = εκείνος που είθε να καταστεί ημιθανής
μισολάγγικος = αυτός που δεν νοεί καλά
μισονέα = το δεύτερης ποιότητας ξασμένο έριο
μισονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά
μισός = μισός
μισοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά
μισοσκότωτα = με μεγάλη ταχύτητα
μισοσκότωτος = ημιθανής
μισόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας
μισοστεφάνωμαν = αρραβώνας
μισόστρατο = το ήμισυ διανυόμενης οδού
μισοτριβάδι = μισοπλυμένο
μισοχείματα = στο μέσου του χειμώνα
μισοχείμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα
μισοχειρισμένο = εκείνος το οποίο μόλις άρχισε
μισοψέσκουμαι = μισοψήνομαι
μισόψετος = μισοψημένος
μιστερής = πελατής
μιστός = μισθός, αμοιβή, καλή πράξη
μισώ = μισώ
μιταράζω = περνώ τον στήμονα στα μιτάρια, βάζω νήματα μέσα σε βαφικά χόρτα που βράζουν για να χρωματιστούν
μιτζουτζάχκομαι = κρύβω τα χρόνια μου
μιτίλιν = το εσωτερικό κάλυμμα του εφαπλώματος, εφάπλωμα, πάπλωμα
μιφλίης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος
μίχνα = μήνα πολύ λεπτό
μμα = στη παιδική γλώσσα, φίλημα
μνάζω = νιαουρίζω
μνε = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
μνεία = εορτή
μνέσκομαι = συλλογίζομαι, θυμάμαι
μνήμα = μνήμα, τάφος
μνήμη = μνήμη
μνημόνεμαν = μνημονεύω
μνημονεύω = μνημονεύω
μνημόριν = μνήμα, τάφος
μνημόσυνον = μνημόσυνο
μνοή = όψη, χροιά
μνυαλόν = μυαλό
μο = μετά
μόγυπνος = αγουροξυπνημένος
μόδι = μεγάλο χρηματικό ποσό
μοζανεύω = ζώο που στερεύει από γάλα
μοζίκα = αγελάδα στείρα που εξακολουθεί να παρέχει γάλα
μοζίν = μοσχάρι αρσενικό ενός έτους
μόζος = ταύρος, μεταφ. άνθρωπος χονδροειδής
μοθόπωρον = φθινόπωρο
μοιάζω = μοιάζω
μοιασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα
μοίρα = μοίρα
μοιραγωγή = μοιρασιά, διανομή
μοιράζω = μοιράζω
μοιρακόν = μερίδιο από κληρονομιά
μοιρασία = διανομή, μοιρασιά
μοιράσιν = το μερίδιο από κληρονομιά, τυχαίο εύρημα
μοιραστής = διανομέας
μοιραστίτζης = διανομέας
μοιρασχόρης = εκείνος που έχει κληρονομικές αξιώσεις
μοιραχτής = διανομέας
μοιρεύκουμαι = μοιρολογώ
page===10

μοιροθανάτου = το Σάββατο πριν της Πεντηκοστής
μοιρολόγεμα(ν) = μοιρολόι
μοιρολογήτρα = μοιρολογήτρα
μοιρολογία = μοιρολόι
μοιρολόγιν = μοιρολόι
μοιρολογώ = μοιρολογώ
μοιροτραγωδώ = τραγουδώ μοιρολόγια
μολάς = ιερωμένος Τούρκος
μολητεύω = αποκρύπτω, εξαφανίζω, εξαφανίζομαι
μόλιν = σωρός λίθων, σύμπλεγμα φυτών
μολογία = ομολογία
μολογώ = ομολογώ
μολόχιν = μολόχα
μολυβά = κυανό χρώμα
μολυβάζω = κάνω μολυβιές, ίσταμαι ακίνητος, πληγώνομαι με σφαίρα
μολυβάς = έμπορος μολύβδου
μολυβέα = πλήγμα βολής όπλου, ίχνος πλήγματος
μολυβένος = μολυβένιος, μολύβδινος
μολύβιν = μολύβι, σφαίρα πυροβόλου όπλου, μολυβδοκόνδυλο
μολύβιν = μολυβδόχρουν
μολυβοκόντυλον = μολυβδοκόνδυλο
μολυβοσκεπαγμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι
μολυβοστεγασμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι
μολώ = αμολώ, χαλαρώνω
μολώνω = καύσιμη ύλη που ανάβει αργά
μομμάκα = ψωμί (στη παιδική γλώσσα)
μομμάν = ψωμί (στη παιδική γλώσσα)
μομότζιν = κωνοειδές καρπός πεύκου, βομβύκιο του μεταξοσκώληκα, μεταξοσκώληκας
μονάδα = χρήμα, πλούτος
μονάζω = φιλοξενώ, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό, συντροφεύω την νύχτα
μονάκριβος = μονάκριβος
μόνασμα(ν) = φιλοξενία, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό
μοναστέρα = διαμέρισμα μάνδρας όπου απομονώνονται τα νεογνά των αιγοπροβάτων
μοναστήριν = μοναστήρι
μοναστηρόπον = μοναστήρι
μονάστικον = ξενοδοχείο για διανυκτέρευση
μοναστόν = εκείνο που το φυλάνε την νύχτα και το τρώνε την άλλη μέρα
μονατός = διανυκτέρευση
μοναχά = μοναχά
μοναχία = απομόνωση, μοναξιά
μοναχοκέφαλος = μονογενής
μοναχοπαίδιν = μοναχοπαίδι
μοναχός = μόνος, μεμονωμένος, μόνο
μοναχούλα = μονογενής κόρη
μονή = διακυκτέρευση
μονή = μοναστήρι
μονόγαλα = αυτούσιο γάλα
μονογενής = μοναχογιός
μονογιόκας = μοναχογιός
μονοεγκλησία = λειτουργία που γίνεται μόνο σε έναν ναό
μονοήμερος = μονοήμερος
μονοθωρέα = ύφασμα βαμμένο μόνο από την μία όψη, άνθρωπος πολύ ευερέθιστος
μονοιάζω = μονοιάζω
μονοκάλιβα = με γυμνά πόδια
μονόκερος = μονόκερως
μονόκοκον = νήμα μονόκλωνο, όχι διπλά κλωσμένο
μονοκοντυλέα = γραφή λέξεων με μονοκονδυλιά
μονοκοπή = πράγμα συντελεσμένο με μια κοπή
μονολάβιν = σκεύος με μια λαβή
μονόλυκος = λύκος περιφερόμενος μόνος
μονόμματος = μονόφθαλμος
μόνον = μόνος
μονοπάτιν = μονοπάτι
μονοπατόπον = μονοπάτι
μονοπέρβολον = τοίχος μονός, με μία όψη
μονοπιστία = ενιαία θρησκεία όλων
μονοποδαρέας = μονοπόδαρος
μονοπόδαρος = μονοπόδαρος
μονοπορπατία = μονοπάτι για ένα διαβάτη
μονοπρόσωπος = μονοπρόσωπος
μονορραμισμένον = μονός υφαντικός ιστός
μονορράμμιν = μονό νήμα
μονόρριζον = εκείνος που έχει μονή ρίζα
μόνος = μόνος
μονός = μονός
μονοσιδερίασμαν = δέσιμο με μια αλυσίδα
μονοστέφανον = ο πρώτος και πρώτος γάμος, σύζυγοι πρώτου γάμου
μονότροπος = αφελής, αγαθός, εύπιστος
μονόφθαλμος = μονόφθαλμος
μονοχείμιν = αγελάδα μονοετής
μόντας = όταν
μονώνω = απομονώνω
μοπλάτιν = ωμοπλάτη
μοπλατοπάνιν = πανί που τοποθετείται πάνω στον ώμο και βοηθάει στο κουβάλημα βάρους
μόρικος = εκείνος που έχει όμοιο χρώμα με το βατόμουρο
μόριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου
μορμόρι = μνήμα, τάφος
μορταρία = ζώο που παρέχει παχύ γάλα
μόρτζεμαν = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο
μορτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο
μορτή = η αμοιβή του ιδιοκτήτη από τον καλλιεργητή της γης σε είδος
μορτή = το πάχος του γάλακτος
μορφένω = ομορφαίνω
μόσας = ευθύς ως, μόλις, μόνον, βεβαίως ναι
μοσκάρι = μοσχάρι
μοσκοβότανο = αρωματικό φυτό
μοσκομυρίζω = μοσχομυρίζω
μόσκος = μόσχος
μοσκοσαπωνίζω = λούζω με μοσκοσάπουνο
μοσκοσάπωνον = μοσκοσάπουνο
μόστρα = μόδα
μοτζίριν = τέφρα εστίας διάπυρος
μούα = σιωπή, ησυχία
μουάμιν = μέτρο σιτηρών δώδεκα οκάδων
μουγαρώνω = ασπρόρουχα που δεν καθαρίστηκαν καλά, ρυτιδώνομαι
μουγγίζω = δεν μιλώ καθαρά
μούγιωμαν = μένω άναυδος, πραΰνομαι, ρέπω σε ύπνο
μουγκαρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά
μουγκρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά
μούγκρισμαν = μουγκρίζω
μουγλίν = μοχλός
μούδα = δέσιμο των ιστίων
μουδάζω = μουδιάζω
μουδέ = μήτε
μούεμαν = ησυχάζω
μουένω = ησυχάζω
μουζούκιν = ποικιλία αραβοσίτου μικρού μεγέθους
μουζουκλάεμαν = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής
μουζουκλαεύω = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής
μουθουγκέας = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη
page===11

μουθούγκης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη
μουθουγκιάζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά
μουθουγκιάρα = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά
μουθουγκιάρης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη
μουθουγκίζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά
μουθούκιν = θαλάσσιο κήτος δελφινοειδές, άνθρωπος δυσειδής, δύσμορφος
μουθουράζω = σκουληκιάζω
μουθούριν = δελφίνι
μουθουρίσκουμαι = ξυπνώ μουγκρίζοντας
μουθούρισμαν = ξυπνώ μουγκρίζοντας
μουκασίρης = φιλάργυρος
μούλα = ημίονος, μουλάρι
μουλαΐμης = εκείνος που έχει ήπιο χαρακτήρα, ήμερος, πράος
μουλαϊμωτός = ήπιος, ήρεμος
μουλάριν = ήπιος, ήρεμος, μουλάρι
μουλάριν = χειρόμυλος, μηχανή συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν φουντούκια
μουλώνω = σιωπώ, καταπραΰνομαι, επουλώνομαι
μουλωτός = κρυφτό
μουμιερός = ανόητος, βλάκας
μουμουδάκιν = είδος φράουλας
μουμουδιάζω = μουδιάζω
μουμουδιώ = μουδιάζω
μουμουλάζω = όσπρια που παράγουν, γεννούν μαμούνια
μουμούλιν = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος
μουμουλόπον = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος
μουμουτεύω = οσφραίνομαι
μουμτζής = κηροπλάστης
μουνίτζα = θαλάσσιο μαλακόδερμο
μουνιχάχας = ηλίθιος, μωρός
μούνος = μόνος
μούντζα = μουντζούρα
μουντζάλα = μουντζούρα
μουντζαλέα = ρύπος, μουντζούρα
μουντζάλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος
μουντζαλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω
μούντζεμαν = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος
μουντζεύω = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος
μουντζούλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος
μουντζουλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω
μουντζούνα = προσωπείο, μουτσούνα
μουντζουράζω = στραβοκοιτάζω κάποιον και δείχνω με μορφασμό την δυσαρέσκειά μου, μυκτηρίζω
μουντζουρέας = αλαζονικός, οιηματίας, ψηλομύτης
μουντζούριν = μούτρο, μύτη
μουντζούρωμαν = μουντζούρωμα, λέρωμα
μουντζουρώνω = δείχνω την δυσαρέσκειά μου μορφάζοντας
μουντζουρώνω = μουντζουρώνω, λερώνω
μούντζωμαν = μούντζωμα με μελάνι
μουντζώνω = μουντζώνω με μελάνι
μουντρίν = άνθρωπος σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
μούντρον = μούτρο, πρόσωπο
μουντρούγας = άνθρωπος πάντα αμίλητος και σκυθρωπός
μουντρώνω = μουτρώνω, γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω
μόυπνος = άυπνος, αγουροξυπνημένος
μουράτιν = εκείνος που ποθεί κάτι
μούρδα = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας
μουρδός = θολός
μουρδουλέας = εκείνος που κάνει γρυλλισμούς σαν την αρκούδα
μουρδουλίζω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό
μουρδούλισμαν = υπόκωφος γρυλλισμός
μουρδουλώνω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό
μουρδώνω = θολώνω
μουρζουλάριν = δέντρο που έχει εξογκώματα στο φλοιό
μουρζούλιν = εξόγκωμα στο φλοιό δέντρου
μούρη = μύτη
μούριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου
μουρμούθιν = πράγμα ελάχιστο, μικρό, σκουπίδι
μουρμούρα = μεμψιμοιρία
μουρμουράρης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης
μουρμουρέας = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης, φιλόψογος, φιλοκατήγορος
μουρμουρέτζης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης
μουρμουρίζω = μουρμουρίζω
μουρμούρισμαν = μουρμούρισμα
μουρμουρίχτρα = νύφη που μουρμουρίζει στο αυτί του ανδρός της
μουρουγκλούμαι = παραλύομαι σωματικώς
μουρούζιν = ίππος ή ημίονος μικρού ύψους
μουρούνα = μύραινα
μουρουνέλαδον = μουρουνέλαιο
μουρτάρης = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος
μουρταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά
μουρταρσύνα = ακαθαρσία, βρώμα
μουρτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο
μούρτζι = βατόμουρο
μούρτη = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας
μούρτης = θολός, μεταφ. συννεφώδης
μουρχούτ(ιν) = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού
μούσα = συμπιεσμένος σπόγγος ο οποίος μένει πάντα στο αντιμήνσιο της αγίας τράπεζας για να συγκεντρώνει τα ψίχουλα από τον άγιο άρτο, πτηνό, σκότος
μουσαγκίζω = φυσώ με την μύτη
μουσαμά = μουσαμάς
μουσάντρα = μεγάλη ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη, το ύπερθεν μέρος του αμπαριού
μουσαφίρης = μουσαφίρης
μουσαφιρία = μουσαφίρηδες
μουσιουνίζω = μουρμουρίζω
μουσκαραρία = φιλόστοργη, στοργική
μουσκαράτικον = αγελάδα η οποία δεν παρέχει γάλα προτού θηλάσει το μοσχάρι
μουσκάριν = μοσχάρι
μουσκαρίτζα = μοσχάρι
μουσκαροδέμιν = σχοινί με το οποίο δένουν το μοσχάρι
μουσκαροκολόγκυδον = κολοκύθα άνοστη, κατάλληλη για μοσχάρια
μουσκαροπέτζιν = δέρμα μοσχαριού
μουσκαρόπον = μοσχαράκι
μουσκαροτόπιν = διαμέρισμα της μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια
μουσκενάριν = διαμέρισμα ξεχωριστό εντός μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια
μουσκεύκουμαι = αποστρέφομαι στην άσχημη μυρωδιά
μουσκοβολώ = μοσχοβολώ
μουσκογέλασμαν = γέλιο μοσχομυρισμένο
μουσκοκάρυδον = μοσχοκάρυδο
μουσκομαξιλάριν = μοσχομυρισμένο μαξιλάρι
μουσκομυρίζω = μοσχομυρίζω
μούσκος = μόσχος
μουσκοσαπωνίζω = μοσχοσαπουνίζω
μουσκόφυλλον = ευώδες άνθος
μούσμουλον = μούσμουλο, μουσμουλιά
μουσούλιν = μαύρο πανί
μούστα = γρόνθος, πυγμή, ποσότητα όση χωράει η πυγμή
μουστάζω = δίνω μπουνιά, γρονθοκοπώ
μουστάκιν = μουστάκι
μουστέα = γροθιά, μπουνιά
μουστερής = πελάτης
μουστίν = πυγμή, γροθιά
μουστοδακράζω = τρέχουν τα δάκρυα χοντρά ως γρόνθοι
page===12

μουστουνάζω = γρονθοκοπώ
μουστουνέα = πλήγμα μετά την γροθιά
μουστρίν = άνθρωπος κατηφής, σκυθρωπός
μούστρωμαν = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα
μουστρωμένα = μουτρωμένα, σκυθρωπά
μουστρώνω = σκυθρωπιάζω, μουτρώνω
μούτα = φωλιά ορνίθων
μουταρά = πενιχρότητα, φτώχεια, ανάγκη
μουταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά
μουτάρτς = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος
μουτάφης = σχοινοπλόκος ή εκείνος που πλέκει καλύμματα ίππων
μούτζα = έκζεμα δερματικό, λειχήνας
μουτζάζω = βγάζω εκζέματα
μουτζάρης = εκείνος που έχει εκζέματα
μούτζικας = εκείνος που έχει εκζέματα, μεταφ. άνθρωπος δυσειδής
μουτζουρούμης = ανίκανος για οποιαδήποτε πράξη, αδύνατος
μουτζούχιν = μοσχαράκι νεκρό και ταριχευμένο το οποίο το στήνουν μπροστά από την αγελάδα για να απατηθεί και να κατεβάσει γάλα
μουτζοχόρταρον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών
μουτζόχορτον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών
μουτουλάζω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα
μουτούλιν = ο νέος βλαστός μετά την κλάδευση δέντρου, το ακρότατο μέρος της κορυφής δέντρου
μουτουλώνω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα
μούτσικο = λίγο
μούτσος = μικρός στο ανάστημα, βραχύσωμος
μουφλίζης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος
μούχα = ατμοσφαιρική θερμότητα το χειμώνα
μουχανίζω = καυσόξυλο υγρό που δεν καίγεται
μουχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή
μούχλα = καιρός ομιχλώδες, μούχλα
μουχλάζω = μουχλιάζω, σκυθρωπιάζω
μουχλέα = μούχλα
μουχλίν = μοχλός
μουχλίσκομαι = οικειοποιούμαι κρυφά
μουχλόνω = θερμαίνομαι λίγο
μουχλός = λίγο χλιαρός
μουχλωμένος = ομιχλώδης, μεταφ. κατηφής, σκυθρωπός
μουχμουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω
μουχρούτιν = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού
μουχρουτοπλύστρα = πανί με το οποίο πλένουν το πήλινο τρυβλίο
μούχρωμαν = λυκαυγές
μουχρώνει = προσεγγίζει το λυκαυγές, υποφώσκει
μουχτάρης = μουχτάρης
μουχτεροπούλλιν = νεογνό αγριόχοιρου
μουχτερός = αγροιόχοιρος, μεταφ. ρωμαλέος, ανάγωγος, αγροίκος
μουχτερούδιν = αγριόχοιρος
μουχτζίν = περιμετώπιο μόσχου
μοφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα
μοχουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω
μπαλλώνω = μπαλώνω
μπού = νερό (στη παιδική γλώσσα)
μπούκι = κομμάτι
μπουκίτζι = κομμάτι
μπουκοφάει = φαγητό που τρώγεται με ψωμί
μπουμπού = νερό (στη παιδική γλώσσα)
μυαλός = μυαλό, ο μυελός των οστών, μεφατ. νους
μύδιν = μύδι
μυδοπίλαφον = μυδοπίλαφο
μυΐα = μύγα
μυιοκάθισμαν = τα αβγά της μύγας τα οποία εναποθέτει στο κρέας, μελανό στίγμα από ακαθαρσίες μύγας
μυλάζω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει
μυλάλευρον = αλεύρι με το οποίο μυλάζουν
μυλαρίζω = αλέθω με χειρόμυλο
μυλάριν = χειρόμυλος, μηχανική συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν τα φουντούκια
μυλαρόσυκον = σύκο ευμέγεθες
μυλέγω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει
μυλεχτός = διαλεκτός, εκλεκτός
μυλίασμαν = η προσθήκη αλευριού στο φαγητό προς χύλωση
μύλιν = αλεύρι που προστίθεται στο φαγητό για να χυλώσει
μύλος = μύλος
μυλώνω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει
μύξα = μύξα
μυξάρης = μυξιάρης
μυξάς = μυξιάρης
μυξέας = μυξιάρης
μυξομάντηλον = ρινόμακτρον
μυξοχόρταρον = αγριόχορτο με βλεννώδη οπό
μυξώ = έχω μύξα
μυξώνω = λερώνω με μύξα
μύρα = οσμή, μυρωδιά
μυραγιάζω = εκπέμπω ευωδιά μύρου (πεθαμένος)
μυριάδες = πάμπολλοι, αναρίθμητοι, μυριάδες
μυριγμός = καλή ή κακή οσμή, όσφρηση
μυρίζω = μυρίζω
μύριοι = άπειροι, αναρίθμητοι, μύριοι
μύρισμαν = μύρισμα
μυρίτζικα = αναρίθμητα, πάμπολλα
μυριχτάριν = εκείνο που αναδίδει καλή ή κακή μυρωδιά
μυρμήκα = μυρμήγκι
μυρμηκάπιν = αχλάδι μικρό και στυφό προς τη γεύση
μυρμήκιν = μυρμήγκι
μυρμηκιώ = μυρμηγκιάζω
μυρμηκοφώλιν = φωλιά μυρμηγκιών
μύρμυροι = αναρίθμητοι, πάμπολλοι
μύροι = μύριοι, άπειροι, αναρίθμητοι
μυρολούζω = λούζω με μύρα
μυρομάλλα = μαλλιά μυρωμένα, που αποπνέουν μύρο
μύρον = μύρο
μυρόρριζον = φυτό που έχει πολλές ρίζες
μυροστάζω = στάζω μύρο μεταφ. εκπέμπω μυρωδιά μύρου
μυροστέκομαι = παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ως μύρο ευωδιάζον
μυροφόρα = εκείνη που αποπνέει μύρο, μυροφόρα
μυρσίνιν = μυρτιά, ψάρι μύραινα
μυρωδία = μυρωδιά
μυρωδιάζω = μυρίζω
μυρωδικά = μυρωδικά
μύρωμα(ν) = μύρωμα
μυρώνω = μυρώνω
μυστηρανεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι
μυστήρες = μυστικοσύμβουλος
μυστηρεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι
μυστικός = μυστικός
μυτάζω = συρράπτω τη μύτη του τσαρουχιού
μυταστέριν = σιδερένιο όργανο με το οποίο ανοίγουν τρύπες στη μύτη του τσαρουχιού προς συρραφή
μυτάτικος = μάλλινη κάλτσα που έχει χρωματιστά πλουμιά στη μύτη και την φτέρνα
μυτέας = μυταράς
μυτερός = μυτερός
μυτί(ν) = μύτη
μυτία = το πρώτης ποιότητας ξασμένο έριο
μυτίζω = προβάλλω τη μύτη, εκφύω βλαστό, φύτρο
μυτιλής = μυτερός, σουβλερός
page===13

μυτιστέριν = εργαλείο λιθοξόων
μυτόχειλα = μύτη και χείλη
μω = χρήση επιφωνηματική ως δήλωση έκπληξης, θαυμασμού κτλ. «Μω σε, ντο λές!»
Μω σας αποκάμια! = Δήλωση έκπληξης, θαυμασμού.
μωδάζω = μουδιάζω
μώδασμαν = μούδιασμα
μωδώ = μουδιάζω
μώλιν = σωρός λίθων, πυκνή σύσταση φυτών
μωμόγερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη
μώμος = ανόητος, μωρός
μωμότσης = ανόητος, μωρός
μωρεσακά = μωρουδιακά
μωρέσικος = παιδαριώδης, μωρός
μωρέσιν = ανόητα, μωρά, καμώματα παιδαριώδη
μωρεύω = ανοηταίνω, μωραίνομαι
μωριάζω = διασκεδάζω το μωρό με παιχνίδια
μωριλάς = εκείνος που ασχολιέται με έργα παιδαριώδη
μωρίτζα = μωρουδάκι
μωρίτικα = ανοήτως, μωρώς
μωρίτικος = παιδιακίστικος, παιδαριώδης
μωροβολέα = πολλά μικρά μωρά
μωρόγνωμος = ανόητος, μωρός, εύπιστος
μωροκόλλιν = γιαούρτι που δεν έχει πήξη καλά
μωροκολλίουμαι = δεν έχω πήξει καλά (γιαούρτι)
μωρολογία = πλήθος μικρών παιδιών
μωρολογώ = αποκτώ τέκνα
μωρομάννα = μωρομάνα
μωροπαίδιν = μωρό παιδί
μωροπίαστον = γιαούρτι που δεν έχει πήξει καλά
μωρόπιστος = ευκολόπιστος
μωροποίσα = γεννητούρια
μωρόπουλλον = βρέφος, μωρουδάκι, ο μικρός στην ηλικία
μωρός = ανόητος, μωρός
μωρόχλιο = χλιαρό
μωρωδέσιν = μωρό, νήπιο
μώρωμαν = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση
μωρώνω = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση

Ν

page===0

νάζιν = νάζι, ακκισμός προσποιητός
ναζλάνεμαν = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι
ναζλανεύκουμαι = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι
ναζλήαινα = εκείνος που κάνει νάζια, ο ακκιζόμενος, ο θρυπτόμενος
νάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά, αροτριώ
ναι = ναι
ναίσι = ναι
νακάσης = ασβεστοχρωματιστής, ελαιοχρωματιστής
νάκιν = νεαρός βλαστός φυτού
νάκρα = άκρη
νάλια = τα ύφαλα, η τρόπιδα πλοίου
ναλίν = γυναικείο ξυλοπέδιλο
ναλόπον = γυναικείο ξυλοπέδιλο
νάμα = οίνος που χρησιμοποιείται στη θεία λειτουργία
ναματερόν = δοχείο του νάματος
ναμή = μη άραγε, μήπως
νάμιν = όνομα, φήμη
ναμκιόρης = αγνώμων, αχάριστος
ναμούσιν = τιμή, υπόληψη
νανάκαν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νανάν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νάνι = λίκνο, κούνια, στη παιδική γλώσσα, ύπνος
νανίζω = νανουρίζω
νανίκα = στη παιδική γλώσσα, ύπνος
νανιλαεύω = νανουρίζω
νανουρίζω = νανουρίζω
νανούρισμαν = νανουρίζω
ναπλάτιν = ωμοπλάτη
ναπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ
νάριν = ρόδι, ροδιά
ναρκιλέ = ναργιλές
νάρτηκας = νάρθηκας εκκλησίας
νασάν = επιφώνημα θαυμασμού
νάσιμον = λίπανση αγρού με κοπριά, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού στην ακρογιαλιά
νασίον = λίπανση αγρού, τόπος όπου απλώνονται τα πανιά για νάσιμον
νάσμαν = λίπανση αγρού, λίπασμα, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού
ναστάρ(ιν) = νυστέρι
νασταρέα = τομή με νυστέρι
νάστρα = γυναίκα που ασχολείται με την λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού
ναστρατίτα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου
νάτεμαν = το πρώτο όργωμα αγρού που γίνεται βαθιά
νατεύω = καλλιεργώ, οργώνω
νατός = όργωμα αγρού
νατοχόρταρον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο
νατόχορτον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο
ναυαγίσματα = ανεμοσκορπίσματα
ναύκεργος = ναυτικός
ναύλο = ναύλος
ναύτες = ναύτης
ναφαλός = ομφαλός
ναφτέα = οσμή πετρελαίου
νάφτιν = πετρέλαιο
ναχά = αλλοίμονο
νέ = χρησιμοποιείται ως επιφώνιμα κτητικό «Νέ άνθρωπε», μετά από λέξεις που συντελεί στην έγκλιση αυτών «νέ κουτζη»
νέ = ούτε
νέ-μωρε = μωρός
νέ-μωρη = μωρός
νέαθεν = εκ νέου
νέβζημαν = σβήσιμο
νεβζήνω = σβήνω
νεβήζω = σβήνω
νεβράζω = βρέχω, καταβρέχω
νέβραχμαν = βρέξιμο, κατάβρεγμα
νεβράχτω = βρέχω, καταβρέχω
νεβράχω = βρέχω, καταβρέχω
νεβρέχω = βρέχω, καταβρέχω
νεγαμικά = ενδύματα γαμπρού, νύφης, τα δώρα της νύφης και του γαμπρού πριν τον γάμο
νεγαμόλουτρον = γαμήλιο λουτρό της νύφης και του γαμπρού πριν τη στέψη
νέγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί
νεγαμοσκάμνιν = το σκαμνί όπου κάθεται ο γαμπρός κατά το ξύρισμα
νεγαμοψώμιν = άρτος ειδικά παρασκευασμένος κατά το γάμο με βούτυρο και ζάχαρη
νεγάμ’σσα = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί
νέγιος = νέος
νεγκάζω = αναγκάζω
νεγκασία = κούραση
νεγκασίον = κούραση
νέγκασμα = κούραση
νεγκασμονή = κούραση
νεγκαστικός = κουραστικός
νεγκομμένος = ο άξιος να κοπεί, να χαθεί
νεδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή
νέες = νέος
νέθω = γνέθω
νειδία = οδεισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη
νειδίζω = εμπαίνω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω
νεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω
νεικασμός = εικασία, διάκριση
νέικος = νεαρός, νεολαία
νεκραναλλάζω = νεκροστολίζω
νεκρανάλλαχτος = νεκροστολισμένος
νεκρικά = τα ένδυμα του νεκρού
νεκροπούλλιν = πουλί νυκτός του οποίου η φωνή νομίζεται προμηνύει θάνατο
νεκρός = νεκρός
νεκροσκώλεχτος = νεκρός που έχει σκουληκιάσει
νεκροστόλαχτος = νεκροστολισμένος
νεκροστολίζω = νεκροστολίζω
νεκροστόλιστον = νεκροστολισμένος
νέμα = αλλά, όμως
νεμαλόν = μυαλό, ο μυελός των οστών
νέμπεσμα = πτώση, πέσιμο
νεμπέφτω = πέφτω
νέμω = ούτε
νενέ = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νενέκα = στη παιδική γλώσσα, φαΐ
νενί = στη παιδική γλώσσα, ύπνος
νενιλαεύω = νανουρίζω
νέξαμος = μέτρο διαστάσεων
νεόγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρας που πρόκειται να νυμφευθεί
νεόγαμπρος = νεόνυμφος
νεογέννετος = νεογέννετος
νεοντικός = εκείνο που ανήκει ή αρμόζει σε νέο
νεοντύνω = ξανανιώνω
νεόνυφος = νιόνυφη
νεοπαντρεμένος = νιόπαντρος
νεόπαντρος = νιόπαντρος
νεόποπας = πρόσφατα χειροτονημένος παπάς
νέος = νέος
νεότη = νεότητα
νεότητα = νεότητα
νεούτζικος = πολύ νέος
page===1

νεοχρονία = πρωτοχρονιά
νεόχτιστος = νεόδμητος
νέπε = επιφώνημα κλητικό
νέπρε = επιφώνημα κλητικό
νέρ(ου) = που;
νέραγμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος
νεραιδή = νεράιδα
νεράντζα = μανταρίνι, μανταρινιά
νεραντζοκλάδιν = κλαδί μανταρινιά
νέραντζον = ποτό ή γλύκυσμα από νεράντζι
νεραντζόφυλλον = φύλλο νεραντζιάς
νεράντιν = μανταρίνι, μανταρινιά
νεράριν = νερουλό
νερασία = αηδία, σιχασιά, πράγμα σιχαμένο, άνθρωπος σιχαμένος
νεράσκομαι = σιχαίνομαι, αηδιάζω
νέρασμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος
νερέα = οσμή ή γεύση νερού
νεριάζω = βρέχομαι
νερκιλέ = ναργιλές
νερό(ν) = νερό
νεροβράζω = βράζω
νεροβράσα = ανεμοβλογιά, εξανθήματα της νόσου
νεροδιάβολος = διάβολος του νερού, μεταφ. άνθρωπος πονηρός
νεροελαία = ελιά κολυμβάς
νεροζώμιν = νερουλό
νεροκάρδαμον = σισύμβριο
νεροκένωμα = ουρώ
νεροκενώνω = ουρώ
νεροκούραστον = ανάμεικτο με νερό
νεροκράσιν = κρασί αραιωμένο με νερό
νεροκράτεμαν = δυσουρία
νεροκρατεύκομαι = πάσχω από δυσουρία
νερομάισσα = μάγισσα του νερού, νεράιδα
νερομάννα = μάγισσα του νερού, νεράιδα
νεροντζουλιάζω = κάνω κάτι νερουλό, εξάγω νερό, έδαφος που αναβλύζει ελάχιστο νερό
νεροντζουλιάριν = νερουλό
νεροξύνω = ουρώ
νεροξύσιμον = ούρηση
νεροπάνι = πανί του λουτρού
νεροπατίουμαι = πλημμυρίζω από νερό
νερόπον = λίγη ποσότητα νερού
νεροπότηρον = ποτήρι νερού
νεροπουρτζάζω = πλημμυρίζω από νερό
νεροπουρτζάριν = νερουλό
νεροστάλαγμαν = σταγόνα, σταλαγματιά
νεροτζούμουρον = ψωμί βρασμένο με νερό και βούτυρο ή λάδι
νεροφαΐουμαι = παρασύρομαι από νερό
νεροφούστορον = σούπα από φουρνισμένο αλεύρι και αβγοκομμένη, έδεσμα από μικρά κομμάτια άρτου και αβγά αρτυσμένα με βούτυρο
νερόχορτον = φυτό υδροχαρές που χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των πληγών
νεροχύτε = νεροχύτης
νερρέχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
νερρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
νερρίχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
νέρωμαν = νερουλιάζω
νερώνω = νερουλιάζω
νερωτόν = νερουλιασμένο
νέσβημαν = σβήσιμο
νεσβήνω = σβήνω
νεσίν = μικρά νησάκια σχηματισμένα στις όχθες του ποταμού
νεσπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ
νέσπιλον = μέσπιλον
νεστεία = νηστεία
νεστέριν = νυστέρι
νεστεύω = νηστεύω
νεστικός = νηστικός
νεστρέα = ποσότητα όση χωράει το νέστριν
νέστριν = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος
νεστρόπον = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος
νέτα = νεότητα
νέτε = νεότητα
νέτεμαν = υγραίνω
νετεύω = υγραίνω
νετεύω = καλλιεργώ, οργώνω
νευρόχορτον = πεντάνευρο
νεφαλός = ομφαλός
νεφέσιν = αναπνοή
νεφεσλάεμαν = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας
νεφεσλαεύω = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας
νέφος = νέφος
νεφρέος = καπνοδόχος
νεφρόν = νεφρό
νεφρόπον = νεφρό
νεφτέα = οσμή πετρελαίου
νέφτιν = πετρέλαιο
νεφώς = φως
νεώνω = ξανανιώνω
νεωσύνη = νεότητα, νιάτα
νήμα = νήμα, κλωστή
νηνίκα = κούκλα, πλαγγών
νηνίν = κούκλα, πλαγγών
νηνίτζα = κούκλα, πλαγγών
νηνόπον = κούκλα, πλαγγών
νήπιον = βρέφος, νήπιο
νηστακός = νηστήσιμο
νηστεία = νηστεία
νήστεμαν = νηστεύω
νηστεύω = νηστεύω
νηστικός = νηστικός
νηχός = ήχος
νιαυτός = εαυτός
νίκη = νίκη
νικώ = νικώ
νιμά = αλλά, όμως
νίνανα = μικρό έντομο το οποίο διαρκώς κινεί την κεφαλή
νίνι = στη παιδική γλώσσα, χορός
νιουνιούκιν = θαλάσσιο όστρακο, το οποίο διασκευάζεται σε μουσικό όργανο και εκπέμπει μελωδικό ήχο
νισάνιν = σημείο, ίχνος, σκοπός πυροβολισμού, σημάδι, παράσημο
νισανλής = αρραβωνιαστικός
νισαστόν = άμυλο
νισατίριν = αμμωνιακό αλάτι
νιστερέα = τομή με νυστέρι
νιστέριν = νυστέρι
νιστερόπον = νυστέρι
νιτές = ιτιά
νιφαλός = ομφαλός
νιφτήρα = νιπτήρας
νίφτω = νίβω, πλύνω
νίψιμο(ν) = νίψιμο
νόας = εκείνος που εύκολα νοεί
νοδός = οδός
page===2

Νοέμβρης = Νοέμβριος
νόημα = νόημα
νοητός = νοητός
νόθος = ο κακής ποιότητας, ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών
νόθος = ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών, δυσάρεστη οσμή
νοΐζω = νοώ, καταλαβαίνω
νοικάτορας = ενοικιαστής
νοικιάζω = νοικιάζω
νοίκιν = ενοίκιο
νοικοκύρης = νοικοκύρης
νοματίζω = ονοματίζω, κατονομάζω, ονοματοθετώ
νομάτοι = πρόσωπα, άτομα
νομή = αναζήτηση τροφής
νόμιμον = νόμιμο, δίκαιο, ορθό
νόμος = νόμος
νοπλάτιν = ωμοπλάτη
νοπράνης = οκνηρός, νωθρός
νορεύκομαι = ονειρεύομαι
νόσιμον = ξανανιώνω
νοσοκομείον = νοσοκομείο
νοσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοσσάκιν = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοσσακίτζα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νοστασέα = νοστιμάδα
νόσταση = νοστιμάδα
νοστιμάδα = νοστιμάδα
νοστίμεμαν = γίνομαι νόστιμος
νοστιμένω = γίνομαι νόστιμος
νοστιμεύκομαι = αισθάνομαι νοστιμάδα, μεταφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση
νοστιμία = νοστιμιά
νοστιμίζω = νοστιμίζω
νόστιμος = νόστιμος
νοστίμυμαν = γίνομαι νόστιμος
νοστιμωτός = γλυκός
νοταγμένος = νοτισμένος, βρεγμένος
νότεμαν = βρέχω, υγραίνω
νοτεύω = βρέχω, υγραίνω
νότη = νεότητα
νότητα = νεότητα
νότιγμαν = υγραίνομαι
νοτίουμαι = υγραίνομαι
νότος = υγρασία πρωινή
νούας = εκείνος που εύκολα νοεί
νουδάζω = ονειδίζω, σκώπτω, ψέγω
νουδία = ονειδισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη
νουδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω
νούνιγμα = σκέψη, συλλογισμός
νουνίζω = σκέφτομαι, συλλογίζομαι
νούνισμα = σκέψη, συλλογισμός
νουνιχτά = με σκέψη, με συλλογισμό
νους = νους
νουσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νουσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει
νουσχά = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο
νουσχόπον = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο
νούχου = με κάθε λεπτομέρεια
νοχούτιν = ρεβίθι
νοώ = εννοώ, καταλαβαίνω
ντίλεγος = τι λογής
ντο = τι, ποιος
ντόισα = κατά ποίον τρόπο, πως
ντόισος = τι λογής, τι είδους
ντόλογης = τι λογής, ποιο είδος
ντόποιον = ποιο
ντόσιλεγα = κατά ποιον τρόπο, πως
ντόσιλεγος = τι λογής
ντρανώ = κοιτάζω, παρατηρώ
ντώσιμον = χτύπημα, πλήγμα
ντώχκουμαι = χτυπιέμαι, πλήττομαι, προσβάλλομαι από νόσο, σαπίζω
νυλή = δάσος
νύστα = υπνηλία
νύσταγμαν = νυστάζω
νυστάζω = νυστάζω
νυστέας = νυσταλέος
νυφαδακός = εκείνο που αρμόζει στη νύφη, τα ενδύματα της νύφης, τα έθιμα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών
νυφαδαλούκια = τα καθήκοντα της νύφης στην οικογένεια των πεθερικών
νυφαδάνος = ο ερωτοτροπών προς νύφη
νυφαδεύω = κάνω νύφη
νυφαδίκια = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών, το έθιμο να μην μιλάει η νύφη στο σπίτι των πεθερικών για κάποιο χρονικό διάστημα
νυφάδιν = νύφη
νυφαδόπον = νυφούλα
νυφαδότε = η νυμφική ιδιότητα, οι τρόποι της νύφης
νυφακά = νυφικά
νυφείον = κατά το γάμο το δωμάτιο της νύφης
νυφέπαρμαν = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού
νύφη = νύφη
νυφιάζω = προικίζω
νυφιάτικος = νυμφικός
νυφίος = η ακολουθία των νυμφίων της Μεγάλης Εβδομάδας
νυφίτζα = νυφούλα, κούκλα, ικτίς, είδος φυτού με ωραία άνθη
νυφιτζόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο
νυφόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο
νυφόπαρμα = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού
νυφόπον = νυφούλα
νυφοσκεπάσματα = νυφικά
νυφοστόλος = γαμήλια πομπή
νυφότε = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών
νύχαγμαν = προξενώ αμυχή με το νύχι
νυχάζω = προξενώ αμυχή με το νύχι
νυχάριν = άρτος σκληρός σαν νύχι
νυχέα = αμυχή προξενούμενη με νύχι, ίχνος νυχιού
νυχίαγμαν = αμυχή προξενούμενη με νύχι
νύχιν = νύχι
νυχοκόφτω = αιγοπρόβατα που αφήνουν ίχνη νυχιών στο έδαφος, καταστρέφω δρόμους κατηφορικούς
νυχόπον = νυχάκι
νυχού = με κάθε λεπτομέρεια
νύχτα = νύχτα
νυχτάζω = ξενυχτίζω
νυχτερέυω = ξενυχτώ
νυχτερίδα = νυχτερίδα
νυχτέριν = νυχτερίδα
νυχτιά = νυχτώνει
νυχτιζοί = τα κακοποιά δαιμόνια της νύχτας
νυχτικό(ν) = νυχτικό
νυχτισινός = νυχτερινός
νυχτοκάματα = νυχτοκάματα
νυχτοκοπεύω = εργάζομαι όλη τη νύχτα
νυχτοκόχρακας = νυχτοκόρακας
νυχτοπατώ = νυχτοπερπατώ
page===3

νυχτοπερπάτεμαν = νυχτερινός περίπατος
νυχτοπούλλιν = νυχτοπούλι
νυχτουήμερα = ημέρα και νύχτα, νυχθημερόν
νυχτουήμερον = διάρκεια ημερονυχτίου
νυχτούμαι = καταλαμβάνομαι από νύχτα
νυχτώνει = νυχτώνει
νώμα = δώσε μου
νώμος = ώμος
νωστικός = γνωστικός

Ξ

page===0

ξαβουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος
ξαβουρεύω = εξομολογώ
ξαγγουρωτός = ο πολύ ανόητος
ξαγοράζω = εξαγοράζω
ξάδελφα = άνθη θάμνου
ξάδελφος = ξάδελφος
ξάι = λίγη ποσότητα, διόλου, καθόλου
ξαΐτζα = λίγη ποσότητα
ξακουσκούμαι = φημίζομαι
ξαλέθω = τελειώνω το άλεσμα
ξαλυκίζω = ξαρμυρίζω
ξάμμαν = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω
ξαμμονή = υπέρμετρη θέρμανση, μεταφ. γενετήσιος ορμή
ξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ
ξανά = ξανά
ξαναλεύκουμαι = νιώθω ξένος, συστέλλομαι, δειλιώ
ξαναμολογώ = ξανά ομολογώ
ξαναμωρεύκομαι = ξαναμωραίνομαι
ξαναποδίζω = επιστρέφω, γυρίζω πίσω
ξανάσκελα = όλος ύπτια
ξανθοκέρασον = είδος κερασιού με ξανθούς καρπούς
ξανθοκρανέα = κρανιά της οποίας ο καρπός μένει ανοιχτός ερυθρός
ξανθομάλλης = ξανθομάλλης
ξανθομαλλία = ξανθά μαλλιά
ξανθομέλιν = μελί ξανθό χρώμα
ξανθός = ξανθός
ξανθουλίτζα = ξανθούλα
ξάνω = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου
ξαόπον = λίγη ποσότητα
ξαπλώνω = ξαπλώνω
ξάρι = τόξο
ξαροθυμασμένος = εκείνος που δεν έχει πόθο για συγγενικά πρόσωπα στην ξενιτειά
ξαρτεύω = κωλύω, διασκεδάζω
ξάρτιν = σχοινί πλοίου
ξάσιμο(ν) = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου
ξάσμα = ξασμένο έριο
ξασμενέα = οσμή της ξινίλας
ξαστέρι = ο αστερισμός της πλειάδος, πληθ. τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας
ξαστέριν = όργανο με το οποίο ξαίνουν τα έρια
ξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι
ξαφνίζω = ξαφρίζω
ξαφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας
ξαφτέριν = γεράκι
ξαφτός = διάπυρος, καυστικός
ξάφτω = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω
ξαψάδα = πυράκτωση
ξαψέσιν = πράγμα όχι αναγκαίο αλλά ανήκει στην πολυτέλεια
ξάψη = πυράκτωση
ξάψιμον = πυράκτωση, μεταφ. γενετήσιος οργασμός, πολυπραγμοσύνη
ξεβαίνω = εξέρχομαι, εμφανίζομαι
ξεγβάλλω = εξάγω, εκβάλλω, αποσπώ
ξεγδύζω = γδύνω
ξεδασκεύω = παύω να κηρύττω, τελειώνω το κήρυγμα
ξεδουλίζω = τελειώνω την εργασία μου, παύω να εργάζομαι
ξέκαλα = πολύ καλά, πολύ ωραία
ξέκαλος = πολύ καλός
ξεκαμπανίσκουμαι = απομακρύνομαι πολύ
ξεκοιλιάζω = ξεκοιλιάζω
ξεκορμίζω = χωρίζω το κορμό ενδύματος
ξεκουκκουδώνω = εκφύω, γεννώ σπυριά
ξελάγιασμαν = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής
ξελεπίζω = ξελεπίζω
ξελουτρίσκουμαι = λούζομαι καλά
ξεμαθάνω = μαθαίνω τελείως
ξεμαλώνω = συμφιλιώνομαι
ξεμελευτέριν = μαχαίρι ειδικό για το τρύγημα κυψέλης
ξεμελεύω = τρυγώ κυψέλη
ξεναλαεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ
ξεναλεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ
ξενάλιν = πτηνό πρόσφατα κομισθέν, το οποίο μένει συνεσταλμένο και δειλό και κάποιο καιρό
ξενιτάρης = ξενιτεμένος
ξενιτέας = ξενιτεμένος
ξενιτεία = ξενιτιά
ξενίτεμαν = ξενιτεύω
ξενίτες = ξενιτεμένος
ξενιτεύω = ξενιτεύω
ξενίτζικος = ξενούλα
ξεννάσκομαι = ξενοιάζομαι
ξενόκολος = πολύ φιλόξενος
ξενομαχαλέτες = εκείνος που προέρχεται από άλλη ενορία
ξενομερίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο μέρος
ξενόνυφος = ξένη νύφη, προσδιορισμός επιθετικός της μισητής νύφης ως ξένης
ξένος = ξένος
ξενουρέα = πλήθος ξένων
ξενούτζικος = ξένη
ξενόφιλος = φιλόξενος
ξενοχωρέτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό
ξενοχώριν = ξένο χωριό
ξενοχωρίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό
ξεντρέπομαι = παύω να ντρέπομαι
ξεπέφτω = παρακμάζω, πτωχαίνω
ξεπλύνω = ξεπλένω
ξεπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε
ξεποίω = αποτελείωσα
ξερά = ξερά
ξέρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος
ξεραδάζω = ξηραίνομαι στην επιφάνεια
ξεραδάριν = ημίξηρος
ξεραδίαγμαν = ξηραίνομαι στην επιφάνεια
ξεραδώ = ξηραίνομαι στην επιφάνεια
ξεραίνω = ξεραίνω
ξερακιανός = ξεροψημένος, ισχνός, λιπόσαρκος
ξερακός = ισχνός, λεπτοφυής
ξέραμαν = αποξήρανση
ξέραμαν = εμετός
ξεραντέριν = μέρος όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν
ξεραντερόπον = όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν
ξεραντούδι = πράγμα αποξηραμένο
ξερασία = εμετός
ξερασία = ανομβρία, ξηρός καιρός, ξηρό έδαφος
ξέρασμαν = εμετός
ξεραχούμαι = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο
ξεραχώνω = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο
ξερέας = κατάξηρος, κατεσκληκώς
ξερέψιν = ξεροψημένος
ξερίεμαν = ξηραίνω
ξερίωμαν = ξηραίνω
ξεριώνω = ξηραίνω
ξερνοχολίουμαι = ξερνώ χολή
ξεροβέξιμον = ξηρός βήχας
page===1

ξεροβέχω = βήχα χωρίς φλέματα
ξερογαβάνα = άνθρωπος ισχνός, ξερακιανός
ξερογαζγάνα = γυναίκα πολύ ισχνή
ξερογλείφω = ξερογλείφω
ξερογλείψιμον = ξερογλείφω
ξερογουργουρίζω = ξεροκαταπίνω
ξεροδείσα = ξηρή ομίχλη
ξερόειλικος = ξηρός βλαστός φυτού
ξεροκέφαλος = ξεροκέφαλος
ξεροκοκκινίζω = ξεροκοκκινίζω
ξερολάβασον = ξερή λαγάνα
ξερολίβαδον = ξερό λιβάδι
ξεροπάιρον = πλαγιά ξερή χωρίς ίχνος χλωρίδας
ξεροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό
ξεροπεθερά = πεθερά μακάρι να ξεραθεί
ξεροπεθερός = πεθερός μακάρι να ξεραθεί
ξεροπέρβολον = τοίχος χωρίς λάσπη
ξεροπέτεινος = άνθρωπος κάτισχνος
ξεροπόδαρος = χωλός, εκείνος που είθε να ξεραθούν τα πόδια
ξερός = ξερός
ξερόστομος = λιτοδίαιτος, ολιγοφάγος
ξεροτζίκουν = ξερό κλαδί πεύκου ή ελάτου
ξεροτρώγω = τρώω ξερή τροφή
ξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων
ξεροφαγία = ξεροφαγία
ξεροφάει = ξερή τροφή
ξεροχαλχάνιγμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαλχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαλχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχαχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο
ξεροχέρης = εκείνος που έχει κουλά χέρια, εκείνος που είθε να του ξεραθούν τα χέρια, μεταφ. γλίσχρος, φιλάργυρος
ξεροχόρταρον = ξεραμένο χόρτο
ξεροχτενίζω = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω
ξεροχτένισμαν = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω
ξεροψένω = ξεροψήνω
ξεροψέσιμον = ξεροψήνω
ξερριζώνω = ξεριζώνω
ξέρω = ξέρω
ξερώ = ξερνώ
ξερώνω = ξηραίνω
ξερωτίδα = τσιμπούρι
ξερωτός = ημίξηρος
ξεσκεπάζω = ξεσκεπάζω
ξεσκέπασμα = ξεσκέπασμα
ξετάζω = εξετάζω
ξετραχηλίουμαι = αφήνω ανοιχτό τον τράχηλο
ξετραχήλωμα = το να αφήνω τον τράχηλο ανοιχτό
ξετρώγω = τελειώνω το γεύμα μου
ξευρούμενος = γνώριμος, γνωστός
ξεφανίζω = φανερώνω, δηλώνω
ξεφάντωμαν = ξεφαντώνω
ξεφαντώνω = ξεφαντώνω
ξεφαντωσία = διασκέδαση, ξεφάντωμα
ξεφάντωτος = ένδοξος
ξεφουρνάζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο
ξεφουρνίζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο
ξεφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας
ξεφτύζω = βρίσκομαι στο τέλος του έργου, τελειώνω
ξεχάνω = λησμονώ
ξεχειλίζω = ξεχειλίζω
ξέχειλος = ξέχειλος
ξεχειλώνω = ξεχειλώνω
ξεχτίζω = αποπερατώ οικοδομή
ξέχωρα = ξεχωριστά
ξεχώριγμαν = ξεχωρίζω
ξεχωρίζω = ξεχωρίζω
ξεχωρισία = χωρισμός
ξεχώρισμαν = ξεχωρίζω
ξεχωριστά = ξεχωριστά
ξεχωριστός = αποχωρισμένος
ξέχωρος = ξέχωρος
ξηλάζει = κλίνει ο ήλιος προς τη δύση
ξημέρωμα(ν) = ξημέρωμα
ξημερώνω = ξημερώνω
ξηρά = ξηρά
ξιγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω
ξίδι = ξίδι
ξιδιώ = γίνομαι σαν ξίδι, ξινίζω
ξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι
ξίκλωνο = δέντρο του οποίου εξέχουν από παντού οι κλώνοι
ξιλαγιάζω = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής
ξιλαΐζω = μετακινώ, μετατοπίζω
ξιμαγκίζω = κατατρίβω, φθείρω
ξιμολόγος = εξομολόγος
ξιμολογώ = εξομολογώ
ξινός = ξινός
ξιντερίζω = ξεκοιλιάζω
ξιντέρισμαν = ξεκοιλιάζω
ξίξειλος = ξέχειλος
ξιξειλώνω = ξεχειλώνω
ξιουραφίζω = ξυρίζω
ξιουράφιν = ξυράφι
ξιουρίζω = ξυρίζω
ξιπαχνίζω = βγάζω το πανί από το αντί του αργαλειού
ξιπελαγίζομαι = παρεκτρέπομαι ηθικώς
ξιπερισσεύω = ξεχωρίζομαι
ξιπερνώ = εξίσταμαι
ξιπλερώνω = εξαντλούμαι
ξιπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε
ξιπουγκιάρης = εκείνος που δεν έχει πουγκί, μεταφ. απένταρος
ξιστιβίζω = ξεθωριάζω
ξιφαλισμένος = εκείνου του οποίου του έπεσε ο ομφαλός
ξιφάριν = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού
ξιφαροδόντης = εκείνος που έχει δόντια που εξέχουν
ξιφαρόπον = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού
ξιφαρωτόν = εκείνο που έχει σχήμα ξιφοειδές και επίμηκες
ξιφίδιν = κυνόδοντας
ξιφίν = κυνόδοντας
ξιχειλίζω = ξεχειλίζω
ξίχειλος = ξέχειλος
ξιχειλώνω = ξεχειλώνω
ξιχεράτος = ανασκουμπωμένος
ξίχωρα = ξέχωρα
ξιχωρίζω = ξεχωρίζω
ξιχώρισμαν = ξεχωρίζω
ξιχωριστός = αποχωρισμένος
ξίχωρος = ξέχωρος
ξιώ = ξινίζω
ξοδεύω = ξοδεύω
page===2

ξολοθρεύω = εξολοθρεύω
ξομολογώ = εξομολογώ
ξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος
ξοργίζω = εξοργίζω
ξορθωτήρι = άνθρωπος που θέλει να παραστήσει ως σωστά και αυτά που δεν είναι
ξουλάφι = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου του γανωτή και του σιδηρουργού
ξουλουλάζω = παραπλανώ, παραπείθω
ξουξουλάεμαν = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί
ξουξουλαεύω = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί
ξούρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος
ξουράφιν = ξυράφι
ξουρίζω = ξυρίζω
ξουρός = ισχνός, σκελετώδης, αβαθής
ξυαλίζω = στίλβω, λάμπω
ξύγαλα = γιαούρτι
ξυγαλατένεν = εκείνο που προέρχεται από γιαούρτι
ξυγαλατοσάκκουλον = σακούλα μέσα στο οποίο διυλίζεται το γιαούρτι
ξυγαλατοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με γιαούρτι
ξυγαλωμένος = εκείνος που είναι αλειμμένος με γιαούρτι
ξύγω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι
ξύζω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι
ξυκοκάρπετον = είδος χοντρού κανναβένιου στρώματος
ξυλάβιν = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου γανωτή και σιδηρουργού, μεταφ. πόδι γυμνό και άκομψα, εργαλείο χρυσοχόου
ξυλάγγειν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο με τη συνεχή κίνηση αποχωρίζεται το βούτυρο από το γιαούρτι ή γάλα
ξυλαγγιάζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα
ξυλαγγίζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα
ξυλαγγομάνταρον = είδος μύκητα κωνοειδούς και κοίλου
ξυλαγγοπώμιν = χοντρό ύφασμα με το οποίο καλύπτουμε το άνοιγμα του ξυλαγγειού
ξυλάγγουρον = αγγούρι σκληρό
ξυλάζω = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι
ξυλάμπασας = είδος παιχνιδιού, αστράγαλος
ξυλάπιν = είδος αχλαδιού σκληρού
ξυλαρείον = αποθήκη ξύλων
ξυλαρούτα = είδος παιχνιδιού
ξυλάς = υλοτόμος, εκείνος που πουλά ξύλα
ξυλάχραδον = άγρια αχλαδιά που παράγει σκληρούς καρπούς
ξυλέα = ξυλιά, δαρμός με οποιοδήποτε μέσο
ξυλένος = ξύλινος
ξυλεύω = κόβω ή αθροίζω ξύλα
ξυλή = ξυλεία
ξυλίασμαν = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι
ξυλικά = ξύλινα οικιακά σκεύη
ξυλική = ξυλεία
ξυλικόν = όλα τα είδη ξύλου
ξυλίτζα = ξυλάκι
ξυλλαβιστέριν = μικρό ξυλάκι το οποίο χρησιμοποιούν μαθητές για να δείξουν τα γράμματα και να συλλαβίσουν
ξύλο(ν) = ξύλο
ξυλογαιδάρα = ξύλινο υποστήριγμα σκάφης
ξυλόγναφος = εκείνος που φοβάται να μιλήσει μπροστά σε άλλους
ξυλογούργουρος = αγράμματος, απαίδευτος
ξυλοκάρβωνον = ξυλάνθρακας
ξυλοκέρατον = κεράτιο, χαρούπι
ξυλοκεφαλάζω = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα
ξυλοκεφαλία = κακή και αδιόρθωτη διαγωγή
ξυλοκεφαλίασμαν = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα
ξυλοκέφαλος = εκείνος που δεν παίρνει από συμβουλές
ξυλοκολόγκυθον = κολοκύθα με σκληρό φλοιό
ξυλοκόσκινον = κόσκον πλεγμένο με λεπτά ξυλαράκια
ξυλομάκελλον = ξύλινη σκαπάνη
ξυλομάστορης = ξυλουργός, μαραγκός
ξυλόμηλον = μήλο σκληρό σαν ξύλο
ξυλομίντερον = είδος σκληρού υποστρώματος
ξυλόπον = ξυλάκι
ξυλοφάγος = δρυοκολάπτης, τσαλαπετεινός, εργαλείο με το οποίο ρινίζεται ξύλο
ξυλόχορτον = αγριόχορτο με σκληρά φύλλα
ξυλοχωράτες = αγροίκος χωρικός
ξυλοχωρέτες = αγροίκος χωρικός
ξυλώνω = καθιστώ κάτι ακίνητο σαν ξύλο, ξυλιάζω
ξυμύτης = εκείνος που έχει προεκτεταμένη και οξεία μύτη, μεταφ. ψηλομύτης
ξυμυτίνος = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος
ξυμυτομύτης = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος
ξυμυτός = μυτερός, σουβλερός
ξυμύτωμαν = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά
ξυμυτώνω = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά
ξυμυτωτός = λίγο μυτερός, εκείνος που φέρεται υπεροπτικά
ξύμψιλος = πολύ λεπτός
ξύνω = χύνω, εξανθώ, θάλλω, ξεθωριάζω, πίνω συνεχώς
ξύπνα = έξυπνος
ξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου
ξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ
ξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει
ξυπνός = έξυπνος
ξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω
ξυπολύουμαι = βγάζω τα υποδήματα
ξυπόλυτος = ξυπόλυτος
ξυραφέα = ίχνος τομής ξυραφιού
ξυραφίζω = ξυρίζω
ξυράφιν = ξυράφι
ξυράφισμαν = ξυρίζω
ξυραφόπον = ξυράφι
ξυρίζω = ξυρίζω
ξύρισμαν = ξύρισμα
ξυρρύχιν = οξύρρυγχος
ξύσιμο(ν) = χύσιμο, έκχυση
ξύσιμο(ν) = ξύσιμο
ξύσμαν = προσκολλημένο φαγητό στη βάση της χύτρας
ξυσπαίνομαι = ξιπάζομαι, καταλαμβάνομαι από τρόμο
ξύσπασμα = ξίπασμα, αιφνίδιος τρόμος, σπυριά των χειλιών που βγαίνουν με από τρόμο
ξυστάριν = εκείνο που ξεβάφει, ξεθωριάζει
ξύστε = μικρό φτυαράκι που χρησιμοποιείται ως πυράγρα, όργανο με οποίο ξύνουν θαλάσσιους βράχους για να συλλέξουν σκουλήκια για δόλωμα
ξυστέας = οινοπότης, μεθυσμένος
ξυστέριν = όλα τα όργανα που χρησιμοποιούνται για ξύσιμο
ξύστες = εκείνοι οι οποίοι με δόλιο τρόπο αποσπούν χρήματα ή πράγματα
ξύστρα = σιδερένια ξύστρα με την οποία καθαρίζουν τα υπολείμματα της ζύμης από τη σκάφη, σιδερένιο φτυαράκι της εστίας χρησιμοποιούμενο ως πυράγρα
ξυστρίζω = κεντώ με τσουκνίδα
ξύφαρο = κεραυνός
ξυφτέριν = γεράκι, μαχαίρα τρυγητού των κυψελών
ξύψηλος = πολύ ψηλός
ξύψιλος = πολύ λεπτός
ξύω = ξέω, αποξέω, ξύνω με νύχια, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα
ξωγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω
ξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους
ξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης
ξωθωρίζω = ξεθωριάζω
ξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου
ξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος
ξώρας = παράκαιρα, αργά
ξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού

Ο

page===0

ό,τις = όστις, οτιδήποτε
οβά = τόπος πεδινός
οβούδιν = βόδι
ογβαίνω = βγαίνω
ογδόντα = ογδόντα
ογιά = γιατί
ογιάντο = για ποιο λόγο, γιατί
όγιν = βέλος
ογκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω
ογκώνω = ζητώ, αναζητώ
ογλάκιν = κατσικάκι
ογλήγορα = γρήγορα
ογούρι = καλή τύχη
ογουρλίν = τυχερός, γουρλίδικος, ευτυχισμένος
ογουρσούζης = απαίσιος, γρουσούζης
ογραεύω = παθαίνω συμφορά
ογράσεμαν = καταγίνομαι, μάχομαι
ογρασεύω = καταγίνομαι, μάχομαι
ογρός = υγρός
οδάντο = για ποιο λόγο, γιατί
οδόντιν = δόντι
οδός = η θέση την οποία παίρνει κάποιος στη θέση του άλλου, φορά
οζ’μάριν = ζυμάρι
οζ’μαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη
όθεν = απ’ όπου, όπου
όθεν-καικά = όπου ακριβώς
όθεν-κέσου = όπου
όθεν-κιάνου = όπου προς τα άνω
οικοκυραδότε = νοικοκυροσύνη
οικοκυρείον = νοικοκυριό
οικοκύρης = οικοκύρης
οικοκυρία = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία
οικοκυρωσύνη = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία
οικονομή = βούληση, θέληση
οικονομία = οικονομία
οικονομικός = οικονομικός
οικονομώ = κάνω οικονομία, κρίνω και διευθετώ κατ’ ιδίαν βούληση
οικουμένη = οικουμένη
οινάριν = οίνος
οκά = οκά
όκιν = βέλος
οκνάρης = οκνηρός, ράθυμος
οκνάσιμον = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
οκνάσκομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
οκνέας = οκνηρός, τεμπέλης
οκνία = οκνηρία, τεμπελιά
οκνιάρης = οκνηρός, τεμπέλης
οκνιάρικα = τεμπέλικα
οκνιαρωτός = οκνηρός, τεμπέλης
όκνιασμα = ελαφρό ρίγος
όκνιγμαν = βαριέμαι
όκνος = οκνηρία, τεμπελιά
οκνός = εκείνος που κινείται αργά
οκνώ = βαριέμαι
ολά = φορά
ολάκερος = ολόκληρος
ολάνοιχτα = εντελώς ανοιχτά, ξέσκεπα
ολάνοιχτος = εντελώς ανοιχτός
ολήγορα = γρήγορα
ολημέρα = όλη μέρα
ολημερέσιν = μεσημβρινό
ολημερεύω = διέρχομαι την ημέρα, διημερεύω
ολημερίζω = περνώ όλη την ημέρα
ολημερισινός = μεσημβρινός
ολημερίτζα = καθ’ όλη την ημέρα
ολημερ’νάζω = δίνω στα ζώα την μεσημβρινή τροφή, βγάζω τα ζώα τον χειμώνα από την μάνδρα για να λιαστούν, σηκώνομαι από τον ύπνο πολύ αργά
ολημερ’νέσιν = μεσημβρινό
ολημερ’νόν = μεσημβρινό
ολίασπρος = ολόασπρος
ολιγίτζικος = λιγοστός, λιγουλάκι
ολιγοζώετος = εκείνος που ζει λίγο χρόνο
ολιγοζωία = βραχύτητα ζωής
ολιγοζώος = βραχύβιος
ολιγόλογος = ο μη φλύαρος
ολιγόπον = λίγη ώρα
ολίγος = λίγος
ολιγόστεμαν = λιγοστεύω, μειώνομαι
ολιγοστεύω = λιγοστεύω, μειώνομαι
ολιγοστός = λιγοστός, λίγος
ολιγούτζικος = λιγοστός, λίγος
ολιγοφαγία = η λιτότητα της τροφής
ολιγόφαγος = ολιγαρκής, εκείνος που τρώει λίγο
ολιγοχρόνετος = βραχύβιος
ολιγοχρόνος = βραχύβιος
ολιγόψυχος = μικρόψυλος, δειλός, ανυπόμονος, στενάχωρος
ολιγωτέρεμαν = λιγοστεύω, ελαττώνω
ολιγωτερεύω = λιγοστεύω, ελαττώνω
ολίμαυρος = ολόμαυρος
όλισμαν = καθίζηση εδάφους, το καθιζόμενο έδαφος
όλκος = έλκος
ολκώ = εξελκούμαι
ολοαίματος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος
ολόασπρος = ολόλευκος
ολόβολος = ισοπεδωμένος
ολόγερα = ολόγυρα
ολόγιος = ολόκληρος, μεταφ. χονδροειδής εξωτερικά και αγροίκος εσωτερικά, αναίσθητος, απαθής
ολογόπον = ολιγόλογος
ολόγυρα = ολόγυρα
ολογύριν = η πρώτη κυκλική σειρά λίθος πάνω στην οποία στηρίζεται ο θόλος του φούρνου
ολόιδιος = ολόιδιος
ολοΐλαρος = γερός, υγιέστατος
ολοινέτερον = όλων
ολοίσθια = οι τελευταίες στιγμές της ζωής
ολοκαίνουργος = ολοκαίνουργιος
ολοκίτρινος = κατακίτρινος
ολοκνήκατος = κατακόκκινος
ολοκόκκινος = κατακόκκινος
ολόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο άκοπο σιτάρι
ολόκοπος = άκοπος
ολόκορμος = ολόκορμος
ολοκούτουρνος = κατακίτρινος
ολοκρύσταλλος = πολύ διαυγής
ολομάναχος = ολομόναχος
ολομάτωτος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος
ολόμαυρος = κατάμαυρος
ολομέλανος = κατάμαυρος
ολομόναχος = ολομόναχος
ολόμονον = μόνος
ολόμονος = μόνος
ολονυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία
page===1

ολόνυχτα = καθ’όλην την νύχτα
ολοξίασπρος = κάτασπρος
ολόπλυτος = εκείνος που πλύθηκε καλά
ολοπόρφυρος = εντελώς κόκκινος, κατέρυθρος
ολοπράσινος = καταπράσινος
ολόρθα = όρθια
ολόρθος = όρθιος
ολορτοτζούπιν = είναι όρθιος σαν λεπτό ξυλάκι
όλος = όλος, ολόκληρος
ολοστράτας = στην ίδια οδό
ολοστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος
ολοτρίγυρα = τριγύρω
ολούκιν = υδροσωλήνας
ολουκλάεμαν = ρέω ορμητικά
ολουκλαεύω = ρέω ορμητικά
ολουνέτερον = όλων
ολοφόρτωτος = εκείνος που είναι φορτωμένος με βαρύ φορτίο
ολόχαλκος = όλος με χαλκό
ολόχαρος = χαριέστατος
ολόχρονα = όλη τη χρονιά
ολοχρονία = η διάρκεια ολόκληρου έτους, καθ’ όλη την χρονιά
ολόχρυσος = ολόχρυσος
ολύχτα = όλη την νύχτα
ολωνυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία
ολώνυχτα = καθ’όλη την νύχτα
ολωνυχτίς = καθ’όλη την νύχτα
ομάζω = μοιάζω με κάποιον, φαίνεται
ομάλα = ίσια, ευθεία
ομαλέα = τόπος ομαλός
ομαλίζω = ισοπεδώνω, κάνω κάτι λείο
ομάλιν = ομαλό, ευθύ, είδος χορού
ομαλόπον = ομαλό, ευθύ, είδος χορού
ομαλύνω = εισέρχομαι σε δρόμο ίσιο, ομαλό
όμασμαν = όρκος
όμεμαν = ελπίζω, προσδοκώ
ομεύων = ελπίζω, προσδοκώ
ομιλία = ομιλία
ομιλώ = μιλώ
όμισος = μισός
ομματάζω = ματιάζω
ομματέα = ματιά, βλέμμα
ομματίασμαν = μάτιασμα
ομμάτιν = μάτι, μάτιασμα, πηγή, μπουμπούκι
ομματογιάλα = γυαλιά ματιών
ομματόκλαδα = βλεφαρίδες
ομματόπονος = πόνος στο μάτι
ομματόπ’λλον = ματάκι
ομματοτέρεμαν = βλέμμα
ομματοτζάτζιν = βλεφαρίδες
ομματόφρυδα = μάτια και φρύδια μαζί
ομματοφωλίδα = οφθαλμική κόγχη
ομματοχώσαμαν = βλέμμα διεισδυτικό, ερευνητικό
όμνασμαν = όρκος
όμνησμαν = όρκος
ομνύγω = ορκίζομαι
ομνύζω = ορκίζομαι
ομνύω = ορκίζομαι
ομνώ = ορκίζομαι
όμο = αλλά, όμως
ομοίασμαν = ομοιότητα
ομολογία = λόγος, γνώμη
ομόλογον = ομόλογο
ομολογώ = συμφωνώ με τη γνώμη κάποιου, λέω τη γνώμη μου, μιλώ, αποκαλύπτω, μαρτυρώ
ομολογώ = ομολογώ
όμον = αλλά, όμως
ομόν = αλλά, όμως
ομόνοια = ομόνοια
ομόνω = ορκίζομαι
όμορφος = όμορφος
όμοσμα = όρκος
ομούτιν = ελπίδα, προσδοκία
όμποιος = οποιοσδήποτε
όμποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
ομπρέλα = ομπρέλα
ομπρό = εμπρός
ομπρός = εμπρός
ομπροστά = μπροστά
ομπροστάλ(ιν) = μπροστέλα
όμπως = όμπως
ομύδιν = μύδι
ομώνω = ορκίζομαι
ονειδάζω = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω
ονειδία = ονειδισμός, κοροϊδία, μομφή, ντροπή, καταισχύνη
ονειδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω
ονείδισμαν = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω
όνειδος = ντροπή, καταισχύνη, μεταφ. άνθρωπος κατησχυμένος, ντροπιασμένος
ονειρεύκουμαι = ονειρεύομαι, ονειροπολώ
όνειρον = όνειρο
όνειρον = όνομα
ονομασία = ονομαστική εορτή
ονομάτιγμαν = κατονομάζω
ονοματίζω = κατονομάζω
ονούς = νούς
οντάμα = μαζί
οντάμωμα = συνάντηση
ονταμώνω = συναντώ, συναντιέμαι
όνταν = όταν
όντας = όταν
όντες = όταν
όντις = όταν
όντος = όταν
ονύχιν = νύχι
οξάζω = αξίζω, υπερτερώ
οξέα = οξιά
οξιδέα = οσμή του ξιδιού
οξίδιν = ξίδι
οξιδόπον = ξιδάκι
οξιδρόν = δοχείο ξιδιού
οξίδωμαν = διαβρέχω με ξίδι
οξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι
οξικέσ(ου) = προς τα έξω
οξινίζω = ξινίζω
όξινος = ξινός
οξινοτράχανο = τραχανάς νηστήσιμος παρασκευασμένος από ξινό χυμό από αγουρίδες ή κράνια
οξοκλάδιν = κλάδος οξιάς
οξολιγού = ελάχιστα, λίγο
οξός = ιξόβεργα
όξος = ιξόβεργα
οξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα
οξυπόλυτος = ξυπόλυτος
page===2

οξωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο
οξωκά = έξω
οξωπηχιάω = παρεκτρέπομαι ηθικώς
οξωπίσω = οπίσω
οξωτή = μέρος γεμάτο με οξιές
όπα = ποιμενική καλύβη
οπέρυσι = πέρυσι
οπερ’σιζ’νός = περσινός
οπερ’σινός = περσινός
όπη = όποιος
οπισκαικά = πίσω ακριβώς
οπισκέσου = στα πίσω μέρη
οπισκιάνου = πίσω προς τα άνω
οπίσω = πίσω, προς τα πίσω
όποιος = όποιος, οποιοσδήποτε
οποσίκος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
οποσίτικος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
όποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος
οπόταν = όταν
οπότε = όταν
οπότε = πότε
όπου = όπου, οπουδήποτε
όπου-καικά = όπου ακριβώς
όπου-κέσου = όπου
όπου-κιάνου = όπου προς τα άνω
οπουρνά = πρωί
οπώρα = οπωρικά
οπωρικέα = κορομηλιά
οπωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς
οπωρικόν = οπωρικό, καρπός
όπως = όπως, καθώς
όραμαν = όραμα, όνειρο
οραματάζω = οραματίζομαι
ορβίθιν = ρεβίθι
οργανίζω = παρατείνω την εργασία μου, σχεδιάζω ραδιουργία, ερεθίζω
οργάνιν = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου
όργανον = μουσικό όργανο
οργέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
οργή = οργή
οργισμένος = οργισμένος
οργυιά = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
ορδανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
ορδύδ(ιν) = δρυς
ορέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
όρεξη = όρεξη
ορεξιακό = ορεκτικό
ορεξιάουμαι = μου έρχεται όρεξη, επιθυμία φαγητού
ορέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι
ορεχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως
ορθά = σωστά, αληθινά
ορθασία = αλήθεια
ορθέα = σοφίτα
ορθή = αλήθεια
ορθία = αλήθεια
ορθοπήδεχτον = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει
ορθός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρος
όρθωμα(ν) = ανύψωση, διευθέτηση, τακτοποίηση
ορθώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ
ορθωσία = αλήθεια
ορία = ενορία
ορία = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
οριέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
ορίζω = διοικώ, κυβερνώ, προστάζω
όρισμαν = διοίκηση, διακυβέρνηση, διαταγή, προσταγή
ορισματάρης = εκείνος που ορίζει, διατάζει
ορισμός = εξουσία, διαταγή
ορκέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους
ορκίζω = ορκίζω
όρκος = όρκος
όρκος = έλκος
ορκώνω = υποβάλλω κάποιον σε όρκο, ο δεσμευμένος από όρκο ανεκπλήρωτο
ορμάθ(ιν) = στοιχισμένης
ορμαθάζω = αρμαθιάζω
ορμαθέα = αρμαθιά
ορμάκριν = όχθη ρυακιού
ορμάνιν = δάσος
ορμανοκόλιν = υπόρεια δάσους
ορμανόρραχον = όρος δασοσκεπές
ορμέα = ρείθρο ρυακιού
ορμή = ορμή, φορά
ορμηνεία = συμβουλή, νουθεσία
ορμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ
ορμίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ
ορμίν = οδός, ρυάκι, ρεματιά
ορμόχειλος = όχθη ρυακιού
ορμώ = ορμώ, επιτίθεμαι
ορνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι
όρνιθα = κότα
ορνίθιν = κότα
ορνιθιπραδίτζι = είδος χόρτου εδωδίμου που μοιάζει με πόδι κότας
ορνιθοτυφλέα = η αδυναμία να βλέπεις τη νύχτα
ορνιθόφτειρα = ψείρα κότας, κοτόψειρα
ορνιθοφτειράζω = προσβάλλομαι από κοτόψειρες
όρνον = όρνιο, γύπας ή αετός
οροθυμώ = επιθυμώ
όροξη = όρεξη
όρος = όρος
οροσπή = εταίρα γυναίκα
οροσπιλίκιν = διαγωγή εταίρας, εταιρισμός, πρόστυχη συμπεριφορά
ορτάκης = συνέταιρος, συμμέτοχος
ορτακός = συνεταιρισμός δύο ή περισσότερων κατεχόμενους
ορτάριν = μάλλινη κάλτσα
ορταροβέλονον = βελόνα με την οποία πλέκουν την μάλλινη κάλτσα
ορταρόπον = μάλλινη κάλτσα
ορταροτζούπιν = μάλλινη κάλτσα
ορτοπήδεχτο = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει
ορτός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρα
ορτύκα = ορτύκι
ορτύκιν = ορτύκι
ορτυκομάννα = μεγάλο ορτύκι, ορτυγομήτρα
ορτυκοφάει = φυτό που παράγει καρπό το οποίο το τρώνε τα ορτύκια
ορτώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ
ορφάνεμαν = ορφανεύω
ορφανεύω = ορφανεύω
ορφανία = ορφάνια
ορφανίζω = ορφανίζω
ορφανός = ορφανός
ορφανούμαι = μένω ορφανός, απορφανίζομαι
ορχίδιν = όρχις
ορωγμώ = ερευνώ
page===3

ορωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς
όρωμαν = όραμα, όνειρο
ορωματάζω = οραματίζομαι
ορωνεία = ειρωνεία, εμπαιγμός
όσα = όποτε, όσες φορές
οσήμερον = σήμερα
οσία = οσία
οσίκος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
οσκολείον = σχολείο
όσος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
οσούτζικος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
οσπιτάζω = σπιτώνω
οσπιτανός = οικείος, σπιτικός, οικοδεσπότης, νοικοκύρης
οσπίτιν = οικία, σπίτι
οσπιτίτζα = σπιτάκι
οσπιτίτζιν = σπιτάκι
οσπιτοκέφαλον = το πιο πάνω μέρος του σπιτιού
οσπιτοκόλιν = το πιο κάτω μέρος του σπιτιού
οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά
οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά
οσπιτόπον = οικεία, σπίτι
οσπιτοφύτακας = φύλακας σπιτιού
οσπιτοχάλαστος = εκείνος που είναι η αιτία να χαλάσει η οικογένεια
οσπίτωμαν = σπίτωμα
οσπιτώνω = σπιτώνω, νοικοκυρεύω
όσταν = όταν
οστούδιν = κόκκαλο
οστουδόπον = κοκαλάκι
οστρέα = δέντρο δασικό
οστρίδιν = δέντρο δασικό
οστρίδιν = στρείδι
οστριδότζεφλον = το όστρακο του οστρέου
οτά = δωμάτιο
όταν = όταν
οτζάκιν = εστία, τζάκι
οτζακόλιθον = λίθος στην καπνοδόχο που χρησιμεύει ως ωροσκόπιο για την εύρεση της μεσημβρίας ανάλογα που πέφτει η σκιά του
ότιλεα = όπως, καθώς
ότιλεος = οτιδήποτε
ότιλοης = με όποιο τρόπο, καθώς, όπως
οτότε = τότε
οτουβραδίου = κατά το βράδυ
οτωποίος = ο τάδε
ού = επιφώνημα που δηλώνει έκπληξη, χαρά, θαυμασμό, πόνο
ού = δεν
ού,τι = όστις, οτιδήποτε
ού,του = όστις, οτιδήποτε
ούα = σουρβιά
ούα = ούγια
ουβριές = άγρια σπαράγγια
ούγεμαν = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι
ουγεύω = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι
ούγια = ούγια
ουγκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω
ουδέ = ούτε, μήτε
ούθεν = απ’ όπου, όπου
ούκρα = νήμα πολύ λείο, υγρό διαυγές μετά την καθίζηση
ουκρίζω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές
ουκρώνω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές
ούλι = ούλο
ούλος = όλος
ουλούσιν = πλατύουρο
ουλύχτα = όλη την νύχτα
ούμπαν = όπου, οπουδήποτε
ούμπαν-μερέαν = όπου, οπουδήποτε
ούμπου = όπου
ούνταν = όταν
ούντζαν = όποιος
ούντιλοος = οτιδήποτε
ούποιος = όποιος
ούπου = όπου
ουραδάζω = βάζω κατά σειρά σχηματίζοντας ουρά
ουραδάτ(ι)κος = εκείνος που έχει ουρά
ουραδάτες = εκείνος που έχει ουρά
ουραδέσιν = μακρουλό και επίμηκες όπως η ουρά
ουραδία = σειρά ζώο τα οποία πορεύονται το ένα πίσω από το άλλο
ουράδιν = ουρά
ουραδοκομμένος = εκείνος που έχει κομμένη την ουρά
ουραδού = εκείνη που χώνει παντού την ουρά της
ουράνα = ουράνια, ουρανός
ουρανίζω = καταριέμαι κάποιον επικαλουμένη τον ουρανό
ουράνικα = με επίκληση του ουρανού
ουρανίν = εκείνος που έχει το χρώμα του ουρανού
ουράνιος = ουράνιος
ουρανίσκα = ουρανίσκος
ουρανίστρα = ουρανίσκος
ουρανίτζικος = ουρανίσκος
ουρανοπούλλι = πουλί που πετάει κατ’ αντίθεση προς τα μη πετούμενα οικόσιτα
ουρανός = ουρανός
ουρανοφώσιν = ουράνιο φως
ουρκάν(ιν) = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου
ούρνεμαν = ουρλιαχτό λύκου
ουρνίζω = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει
ουρνούμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει
ουρνύουμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει
ους = ως
ουσάν = όταν
ουσία = αξία, νοστιμάδα
ούσνα = έως ότου
ούσον = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου
ούσπουτα = ώσπου
ούστα = ώστε
ουστάπασης = αρχιμεταλλουργός
ούτε = ούτε
ούτε, μήτε = εξαπλώνω, παρατείνω
ούτουλα = όπως, καθώς
ουτσέ = δεν
ουτσί = δεν
ουτσοπούλλιν = πετούμενο πουλί
ούτσου = όστις, όποιος, ούτως, έτσι
ούφ = επιφώνημα που δηλώνει δυσφορία, αγανάκτηση, πόνο
οφάλιν = ομφαλός, ο πλακούντας του εμβρύου εξερχόμενος μετά τον τοκετό
οφαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε
οφαλοκόψιμον = το κόψιμο του ομφάλιου λώρου του βρέφους που γεννήθηκε
οφαλός = ομφαλός
οφειλέτες = οφειλέτης
όφελος = ωφέλεια, κέρδος
οφερός = φωτεινός
οφετιζ’νός = φετινός
οφέτος = φέτος
οφίδιν = φίδι
page===4

οφιδογλωσσίτα = άγριο φυτό ποώδες
οφιδομάννα = μάνα φιδιού
οφιδόπον = φίδι
οφιδοπούλλιν = μικρό φίδι, φιδόπουλλο
οφιδοχτενίστρα = σαρανταποδαρούσα
οφιδοχτενίτζα = είδος ερπετού πολύποδο
οφιδόψαρον = είδος ψαριού οφιοειδούς
όφις = φίδι
οφίτες = φίδια
όφκαιρος = εύκαιρος
οφλαεύω = εκβάλλω το φθόγγο ωφ για να εκφράσω αδημονία, στενοχώρια κτλ.
οφλάνιν = ράφι όπου τοποθετούνται μαγειρικά σκεύη
οφρυδάζω = ανοίγω αυλάκι με το άροτρο ως ορόσημο
οφρυδέα = το ανοιγμένο αυλάκι μεταξύ δυο αγρών
οφρύδιν = φρύδι
οφρυδόπον = φρύδι
οφταρμοζίνιχον = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων
όχ(ιν) = βέλος
όχα = παρακελευσματικό για βόδια
οχλεύω = επιπλήττω
οχνάζομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
όχνασμα = ελαφρό ρίγος
οχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά του φούρνου
οχτάδη = το χαρτί οχτώ των χαρτοπαίγνιων
οχτάδιπλος = εκείνος που έχει οχτώ δίπλες ή οκτώ φορές διπλωμένος
οχτακόσοι = οχτακόσιοι
οχταπόδιν = χταπόδι
οχτάριν = οχτάρι
οχτάχρονος = οχτάχρονος
οχτές = χτες
οχτρός = εχθρός
οχτώ = οχτώ
Οχτώβρης = Οκτώβρης
οχτωβυζού = σκύλα
οχωρίος = χωριό
οψαράς = ψαράς
οψαρέα = οσμή ψαριού
οψάρεμαν = ψαρεύω
οψαρεύω = ψαρεύω
οψαρικόν = ψαρικά
οψάριν = ψάρι
οψαρίτζα = ψαράκι
οψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών
οψαρόπον = ψαράκι
οψαροτσίπουκον = το ξύλο από το οποίο οι αλιείς κρεμούν το άγκιστρο
οψέ = χθες, προς το βράδυ, το εσπέρας
οψεζ’νος = χθεσινός
οψεκαικά = χθες ακριβώς
οψεκέσου = χθες ή προχθές
οψεκιάνου = από χθες
όψη = όψη, πρόσωπο, απόχρωση, χροιά
οψίδιν = πορφυρό ύφασμα
οψικιανοί = αυτοί που αποτελούν την γαμήλια πομπή
οψίκιν = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης
όψιμος = καρπός που ωριμάζει αργά

Π

page===0

πα = πάλι
πάγαιμαν = αναχώρηση, επέλευση
παγαιμός = αναχώρηση, επέλευση
πάγγελος = καταγέλαστος, εμπαιγμός, κοροϊδία, απάτη, εμπόδιο
παγιατεύω = μπαγιατεύω
παγιάτικον = μπαγιάτικο
παγιάτιν = μπαγιάτικο
παγιατώνω = μπαγιατεύω
παγίδα = παγίδα
παγιδάζω = στήνω παγίδα, μεταφ. εξαπατώ, φενακίζω
παγκάριν = παγκάρι
πάγος = πάγος, παγωνιά
παγοτζικαρώ = μου παγώνουν οι πνεύμονες, τουρτουρίζω από το ψύχος
παγούριν = καβούρι, άνθρωπος αργοκίνητος
παγούριν = πάγος σταλακτίτης της στέγης
παγουρομάννα = είδος καβουριού ευμεγέθους
παγουρομμάτης = εκείνος του οποίου τα μάτια μοιάζουν με του καβουριού
παγουρόπον = καβούρι
παγουρόπον = πάγος
πάγουρος = καβούρι
πάγω = πηγαίνω, διαρκώ
παγωνία = παγωνιά
παγώνω = παγώνω
παγωσία = παγωνιά, παγετός
παζαρεύω = αζαρεύω
παζάριν = παζάρι, αγορά
παζλαμά = είδος πλακούντας
παζλαμάτζιν = είδος πλακούντας
παζοβουδία = άνθρωπος παντελώς ανίκανος
παζούδια = είδος λάχανου
παθάνω = παθαίνω
παθάσκομαι = κλαίω ακατάπαυστα και δεν πραΰνομαι
πάθασμαν = πάθημα, η κατά περιόδους προσβολή νόσου
πάθεμα = συμφορά
παθενή = φάτνη, παχνί
παθετής = εκείνος που δημιουργεί πάθη μεταξύ προσώπων, ταραξίας
πάθημαν = συμφορά
παθής = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά
παθιάρης = εκείνος που έχει χρόνιο νόσημα
παθικά = πάθη, συμφορές
παθινάζω = βάζω τροφή στο παχνί των ζώων, ταγίζω
παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πάθος = πάθημα, συμφορά, νόσος οργανική χρόνια, ασθένεια περιοδική, μεταφ. εμπάθεια, μνησικακία
παθός = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά
παθούκλι = εκείνο που πρόκειται να πάθει
παθούμαι = κλαίω συνεχώς χωρίς στα σταματώ
παθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω
παιγμάτιν = εμπαιγμός
παίγνα = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα
παιγνητώριν = παιχνίδι, μουσικό όργανο
παιγνιδάζω = απασχολώ κάποιον με παιχνίδια, εμπαίζω, περιγελώ, κάνω μορφασμούς
παιγνιδεύω = απασχολώ με παιχνίδια
παιγνιδία = εμπαιγμός, κοροϊδεύω, άνθρωπος γινόμενος αντικείμενο σκώμματος
παιγνιδίζω = απασχολώ με παιχνίδια
παιγνίδιν = παιχνίδι, παιδί, μεταφ. ραδιουργία, απάτη
παιγνιδοχάρτιν = παιγνιόχαρτο
παιδάς = έφηβος, παραγιός, υπηρέτης
παίδεμαν = αγωγή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία
παιδεμονή = αγωγή, ανατροφή
παιδεμός = παιδεμός, βάσανο, ταλαιπωρία
παιδένω = γεννώ
παιδεύω = παιδεύω, παιδαγωγώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ
παίδεψη = ανατροφή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία
παιδί(ν) = παιδί
παιδιακό = πάθηση των βρεφών, κατά την οποία μελανιάζουν από το πολύ κάψιμο
παιδιάστικους = ως γελωτοποιός, καταλαμβάνομαι από σπασμούς την ώρα του πυρετού, γίνομαι κακοδιάθετος
παιδίστικος = παιδαριώδης
παιδίτζα = παιδάκι
παιδίτζης = παιδάκι
παιδίτζιν = παιδί
παιδίτικος = παιδικός
παιδοκρατώ = κρατώ παιδί στην αγκαλιά μου, μεταφ. θηλάζω, ανατρέφω
παιδοκρατώσα = η αμοιβή για το θήλασμα και την ανατροφή κόρης που στέφθηκε νύφη
παιδολογέτρα = πολύτεκνη γυναίκα
παιδολογιάρα = γυναίκα που γεννά σε αντίθεση με την στείρα
παιδολογούσα = γυναίκα που θηλάζει στην αγκαλιά της
παιδολογώ = γεννώ παιδιά, λεχώνα
παιδολόι = η μήτρα της γυναίκας, το ύστερον του εμβρύου
παιδοποίσα = η γέννηση παιδιού
παιδοποιώ = γεννώ παιδί
παιδόπουλλο = μικρό παιδάκι
παιδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους
παιδότα = η παιδική ηλικία, οι τρόποι και η διαγωγή του παιδιού
παιδοφώλιν = η γυναικεία μήτρα
παιδοφώτιση = το βάφτισμα του παιδιού
παιδώνω = γεννώ, αποκτώ τέκνα, κάνω κάποιον να γεννήσει
παίζω = παίζω
παΐλεμαν = λιποθυμώ
παΐλεύκουμαι = λιποθυμώ
παιξία = παιδιά, παιχνίδι
παίξιμον = παιδιά, παιχνίδι, το παίξιμο του μουσικού οργάνου, εμπαιγμός, απάτη
παιξίον = παιδιά, παιχνίδι, απάτη
παΐριν = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη
παΐρόπον = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη
παΐροτόπιν = τόπος κατωφερής, πρανής και άδενδρος
παίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω
παϊρωτός = κατωφερής
παίχνη = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα
πακάλη = παντοπώλης, μπακάλης
πάκαλος = κότσυφας
πακής = γαμβρός
πακλαβά = μπακλαβάς
πακλάεμαν = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι
πακλαεύω = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι
πακμάζιν = πετμέζι
πακούριν = χαλκός, μπακίρι, χάλκινα σκεύη, μπακιρικά
πακούω = εισακούω
πακούω = υπακούω
πακράτζιν = χάλκινο σκεύος
πακρατζίτζα = χάλκινο σκεύος
πακρατζόπον = χάλκινο σκεύος
πακτζής = φύλακας, φρουρός
πάλα = σπαθί καμπυλωτό
παλάβρες = παλαβομάρες
παλαγμός = δυσωδία ανυπόφορη
παλαγούρτα = θαλάσσιο πτηνό αδηφάγο
παλάδιν = ψίχα, ψαχνό
παλάζω = βρωμώ πολύ
παλαιά = την παλαιά εποχή
page===1

παλαιγραία = γριά προχωρημένης ηλικίας
παλαιόθεν = από τα παλιά χρόνια
παλαιός = παλιός
παλαιού = τον παλιό καιρό
παλαιώνω = παλιώνω
παλαιωτός = λίγο παλιός
παλαλά = τρελός, χαζός, ανόητος
παλαλέσιν = πράξη ανόητη
παλαλίτζα = πράξη ανόητη
παλαλός = τρελός, χαζός, ανόητος
παλάλωμαν = τρελαίνομαι, τρελαίνω
παλαλώνω = τρελαίνομαι, τρελαίνω
παλαλωσύνα = τρέλα
παλαλωτά = τρελά, ανόητα
παλαλωτός = τρελούτσικος, ανόητος
παλάμα = παλάμη
παλαμάζω = πιάνω με την παλάμη, βάζω στην παλάμη
παλαμάριν = χοντρό σκοινί πλοίου
παλαμύδιν = παλαμίδα
παλάνιν = σέλα μουλαριού
παλάντριστος = εκείνη που έχει παντρευτεί έναν διεφθαρμένο, κακό
πάλαρα = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος
παλαρέα = τράπεζα φαγητού, δίσκος κολοβών, μνημόσυνο, όμιλος χορευτών που αποτελείται από μέλη οικογένειας με αρχηγό το πρεσβύτερο μέλος
παλάσιν = οτιδήποτε παλαιωμένο, χόρτο αθέριστο και αποξηραμένο
παλασώνω = σκληρύνομαι, γερνάω
παλασωτός = πεπαλαιωμένος
παλάτιν = παλάτι
παλατόπον = παλατάκι
παλέ = με αυτό ως α’ συνθετικό σχηματίζονται ουσιαστικά με το β’ συνθετικό που δηλώνουν κάτι παλαιωμένο
παλεγραία = εσχατόγρια
παλεζούπουνον = παλιό ζουπούνι
παλεκάγανον = παλιό δρεπάνι
παλεκάλαθον = παλιό καλάθι
παλεκάλυβον = παλιά καλύβα
παλεκάμισον = παλιό πουκάμισο, φθαρμένο
παλεκόριτζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας
παλεκόσκινον = παλιό κόσκινο
παλεκόσσαρον = γριά κότα
πάλεμαν = παλεύω
παλεμάχαιρον = παλιό μαχαίρι
παλένω = παλιώνω
παλεξύραφον = παλιό ξυράφι
παλεπόσταλον = παλιό υπόδημα
παλεπρόβατον = γηραιό πρόβατο
παλέρταρον = παλιά κάλτσα
παλεσάλβαρον = παλιό σαλβάρι
παλεσάντουκον = παλιό κιβώτιο
παλεσκάφικον = παλιά σκάφη
παλεσπάλερον = παλιά σπαλέρα
πάλεστρον = εργαλείο τεκτονικό
παλετικός = αρχαίος, παλιός
παλετσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο
παλεύω = παλεύω
παλεφότ(ιν) = παλιά ποδιά
παλέχτηνον = γηραιά αγελάδα
παλεψάθ(ιν) = παλιά ψάθα
παλιμίζω = ξαρμυρίζω
παλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών
πάλιν = πάλι
παλιούρα = παλαιωμένο και φθαρμένο
παλίτ(ιν) = δρυς
παλιτένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από ξύλο δρυός
παλιτόξυλον = ξύλο δρυς
παλιώνω = παλαιώνω, παλαιώνομαι, φθείρομαι
παλλαγείας = συνήθως χαιρετιστήρια έκφραση σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες σε πρόσωπα οικεία
παλλαγωίζω = επισκευάζω κάτι φθαρμένο
παλλάγωμα = επισκευή, μπάλωμα, καθάρισμα σιτηρών
παλλαγωμάτιν = εκείνο που έχει ανάγκη από μπάλωμα
παλλαγώνω = επισκευάζω, διορθώνω, μπαλώνω, καθαρίζω
παλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό
παλλαχόπον = παιδί ευτραφές, παχουλό
παλληκαρεύκουμαι = κάνω τον παλληκαρά
παλληκάρης = παλληκάρι, ανδρείος, γενναίος, δυνατός
παλληκαρία = παλληκαριά, ανδρεία, γενναιότητα
παλληκάριν = νέος, έφηβος, γενναίος, ατρόμητος
παλληκαρίτζα = παλληκαράκι
παλληκαρόπον = νέος, έφηβος
παλλήκαρος = παλληκάρι
παλληκαρότα = παλληκαριά, γενναιότητα
παλληκαρωσύνα = παλληκαριά, γενναιότητα
παλληλάεμαν = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα
παλληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα
παλλής = εναργής, δειλός
παλοβρουχνασμένος = εδώ και καρό μουχλιασμένος
παλοθεμελομένος = παλιά θεμελιωμένος, χτισμένος
παλοκάμ(ι)σον = παλιό, φθαρμένο πουκάμισο
παλόκαστρον = παλιό κάστρο
παλοκόρ’τζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας
παλόνω = παλόνω
παλοτικός = αρχαίος, παλαιός, εκείνος που ασχολείται ή σπουδάζει για πράγματα παλαιά
παλοτσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο
παλοφορεμένος = ντυμένος με παλιά και φθαρμένα ρούχα
παλόφυλλον = άγριο φυτό
παλτίκα = ψωμί άζυμο και λασπώδες
παλτικώνω = άρτος που γίνεται σαν λάσπη
παλτιχτέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς που χρησιμοποιείται από παιδιά
παλτόνιν = παλτό
παλτονόπον = παλτουδάκι
πάλτος = παλτό
παλτούζα = κουνιάδα
παλτουράνα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου
παλτούριν = μηρός
πάλ’ = πάλι
παμπακερός = βαμβακερός
παμπάκιν = βαμβάκι
παμπακόμηλο = είδος μήλου λευκού
παμπούκες = παπαρδέλα, ποπ-κορν
πανάγαθον = παν αγαθό
πανάγαθος = ο Θεός
παναγύριν = πανηγύρι
πανέμνοστος = νοστιμότατος
πανένον = πάνινο
πανεύω = πανί στο αργαλειό
πανζεχίριν = λίθος μαγικός ο οποίος πιστεύεται ότι θεραπεύει από κάθε νόσο
πανθενίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πανθίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πανθινίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πανίζω = πανιάζω
πανίν = πανί
πανισία = καιρός υγρός
page===2

πανίχτρα = είδος χυτηρίου χρυσοχόων
πανοβράκιν = πάνινο σώβρακο
πανόπ’λλον = μικρό κομμάτι πανιού
πανούκλα = πανούκλα
πανουκλοφάετος = εκείνος τον οποίο πρόκειται να τον φάει η πανούκλα
πανούραιος = ωραιότατος
πανσέληνος = πανσέληνος
πάντα = πάντα
πάντα = τα δέματα του λίκνου
πανταλόνιν = παντελόνι
πανταχαρεμένος = ο πάντοτε χαρούμενος
πανταχούσα = η εγκύκλιος ανώτατου κληρικού προς τους κατώτερους κληρικούς ή προς το λαό
πάντεινο = ανδρειότατος
Παντέλλενος = ανδρείος Έλληνας
παντέμορφα = ωραιότατα, κάλλιστα
παντέμοφρος = ωραιότατος
παντενά = παντοτινά
παντενός = παντοτινός
παντέρα = σημαία, λάβαρο εκκλησίας
παντέρημος = ολομόναχος, εντελώς απροστάτευτος
παντής = παντός είδους
παντοβάζαμο = άνθρωπος πανταχού παρών
παντοβότανον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους
παντοδύναμος = παντοδύναμος
παντοθάμαστος = περίφημος
παντοκράτωρ = παντοκράτωρ
παντολαλεμένος = ξακουσμένος, περιλάλητος
παντολόνιν = παντελόνι
παντοτινά = παντοτινά
παντοτινός = παντοτινός
παντού = παντού
παντοφάρμακον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους
πάντρεμαν = πάντρεμα
παντρεύω = παντρεύω
παντρία = παντρειά
πάντωμαν = η άσχημη κατάσταση του στόματος και ειδικά της γλώσσας λόγω ασθένειας
πανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι
πανωσπόντυλο = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα
παξέ = κήπος οπωροφόρων δέντρων
παξιμαδάζω = πρήζομαι, φουσκώνω
παξιμάδιν = παξιμάδι
παξιμαδοκλέφτας = κλέφτης παξιμαδιών
παξιμαδόπον = παξιμάδι
παξίσιν = φιλοδώρημα
παξουματόπον = παξιμάδι
παπά = φόρεμα (στη παιδική γλώσσα)
παπαδίτζα = φυτό
παπάκιν = κάλυμμα κεφαλής ιερέα
παπαλίτζα = ασθένεια των αδένων του λαιμού
παπάρα = παπάρα
παπαράχκομαι = τρώγω παπάρα δηλαδή μέχρι σκασμού
παπάς = παπάς
πάπας = πατέρας
παπάτεμαν = το να κάνεις ευχή
παπατεύω = κάνω ευχή
παπαφτία = είδος εδωδίμου μύκητα με σχήμα αφτιού
παπή = πάπια
παπιρόξυλον = ξύλινη πίπα
παπίτζα = πήλινο αγγείο, πήλινη χύτρα
παπιτζέα = ποσότητα όση χωράει η παπίτζα
πάπλωμαν = πάπλωμα
παπλωματίτζα = μικρό πάπλωμα
παπορέα = χτύπημα ατμόπλοιου, μεταφ. καταιγίδα, τρικυμία
παπόριν = ατμόπλοιο
παπορόπ’λλον = βαποράκι
πάπουλα = είδος παιχνιδιού
παπουτζάς = υποδηματοποιός
παπούτζιν = παπούτσι
πάππας = πατέρας
πάππος = παππούς
παππού = άγιος (στη παιδική γλώσσα)
παρά = παρά
παρά = το ένα τεσσαρακοστό του γροσιού
παραβάζω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται
παραβάλλω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται
παραβάλσιμον = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται
παραβαρασία = ενόχληση
παραβαράσιμος = βαρετός
παραβαράσιμος = βαρετός
παραβαρύνω = βαραίνω, γίνομαι οχληρός
παράβαχτα = παράκαιρα
παραβγαίνω = παραβγαίνω
παραβέξιμον = βήχω πολύ
παραβέχω = βήχω πολύ
παραβλακού = ηλίθια
παραβολή = παροιμία
παραβολικά = με παραβολές
παραβοσκίζω = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου
παραβοσκώ = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου
παράβουλα = απερίσκεπτα
παραβραδάσκουμαι = νυχτώνομαι
παραβράδασμαν = νυχτόπαρμα
παραβράζω = παραβράζω
παραβρέχω = βρέχω πολύ
παραβρουχνάζω = μουχλιάζω πολύ
παραβυζαλίζω = θηλάζω μέχρι κόρου
παραγαλάζω = ενοχλώ κάποιον με τις απαιτήσεις μου
παραγαλία = ενόχληση με τις συχνές απαιτήσεις
παράγαμπρος = κουμπάρος
παραγαπώ = αγαπώ πολύ
παραγβάλλω = ξεπροβοδίζω, προπέμπω
παραγγείλω = προστάζω, παραγγείλω
παραγγελία = παραγγελία
παράγγελμαν = παραγγελία, εντολή
παραγγελμάτιν = το κατά παραγγελία γενόμενο, μεταφ. κομψό, ωραίο
παραγελώ = γελώ πολύ
παραγελώ = γελώ πολύ
παραγεμίζω = υπερχειλίζω δοχείο
παραγερώ = γερνώ πρόωρα
παραγιαλίζω = λάμπω, στίλβω
παραγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία
παραγιάλισμαν = λάμπω, στίλβω
παραγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία
παραγιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία
παραγίνομαι = παρακμάζω, παραγίνομαι
παραγιός = προγονός, υπάλληλος, υπηρέτης
παραγιωσύνα = το να είναι κάποιος υπηρέτης
παραγκωνίζω = σπρώχνω με τον αγκώνα, μεταφ. αποδιώκω
παραγνωρίζω = αναγνωρίζω καλά
παραγομάτος = παραγεμισμένος, υπερπλήρης
page===3

παραγόμιν = πιλάφι παραγεμισμένο με τεμάχια ψητού κρέατος
παραγομώνω = παραγεμίζω
παραγουλάζω = ενοχλώ κάποιον τόσο πολύ σαν να τον πιάνω από τον λαιμό
παραγουλέας = πολύ λαίμαργος
παραγούλιν = προγούλι
παραγούνια = τα απόκεντρα μέρη της οικίας
παραγρανεμία = σφοδρή ανεμοθύελλα
παραγυρίζω = κάνω πολλούς γύρους, μεταφ. ενεδρεύω, κατασκοπεύω
παραδαβαίνω = παραβαίνω
παραδάζω = κατά λάθος διάζω στήμονα περισσότερο του δέοντος
παραδάρα = πλέον της ορισμένης ποσότητας τροφής, πέρα ή πριν της ορισμένης ώρας φαγητού
παραδάριν = τροφή παρεχόμενη πλέον της κανονικής ποσότητας
παραδεβάζω = μελετώ πολύ ώρα
παραδέβασμαν = προσπέρασμα
παραδέβασμαν = υπερβολική μελέτη
παραδεβασμάτιν = εκείνο του οποίου παρήλθε ο χρόνος
παράδεισος = παράδεισος
παραδέλφιν = ετεροθαλής αδελφός
παραδελφός = ετεροθαλής αδελφός
παραδέχκομαι = παραδέχομαι
παραδίγω = παραδίνω
παράδικα = πολύ άδικα
παραδιψώ = διψώ πολύ
παραδόντιν = μικρό δόντι που βγαίνει πριν το κύριο
παραδότης = προδότης
παραδούλος = υπηρέτης βοηθός υπηρέτη
παραείμαι = είμαι σε υπέρτατο βαθμό
παραέχω = έχω με το παραπάνω
παραζαλεύω = κατατρομάζω
παραζάμανα = παράκαιρα
παραζούβαλον = άνθρωπος κάτισχνος
παραζώ = ζω στον πλούτο
παραθαμάσκουμαι = εκπλήττομαι, εξίσταμαι
παραθεός = ο μετά τον θεό επίγειος προστάτης
παραθηκετέριν = εκείνος που παραθέτει και εκθέτει σε άλλους ότι ακούει από άλλους, ραδιουργός
παραθήκω = τοποθετώ πράγματα δίπλα σε άλλα, εισάγω τους νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο
παραθυμούμαι = αναπολώ
παραθύρα = παράθυρο
παραθυρίκα = παραθυράκι
παραθύριν = παράθυρο
παραθυρίτζα = παραθυράκι
παραθυρίτζιν = παραθυράκι
παραθυρόπορτας = πόρτες και παράθυρα
παρακαθεύω = κάνω νυχτέρι
παρακάθιν = συνάθροιση συγγενών και φίλων την νύχτα όπου λέγονται παραμύθια και παίζονται παιχνίδια
παρακάθουμαι = κάθομαι δίπλα σε άλλον, παρακάθομαι
παράκαιρα = παράκαιρα
παράκαιρος = παράκαιρος
παρακαίω = καίω πολύ
παρακαλάτζεμαν = η πολύ ομιλία
παρακαλατζεύω = ομιλώ πολύ
παρακάλεμαν = παράκληση, ικεσία
παρακαλεσία = παράκληση, ικεσία
παρακαλεσίμι = παράκληση, ικεσία
παρακαλετά = παρακαλετά
παρακαλετσούμαι = παρακαλώ
παρακαλία = παράκληση, ικεσία
παρακάλιν = παράκληση, ικεσία
παρακαλώ = παρακαλώ
παρακαματίζω = παρακουράζω κάποιον με εργασία
παρακαμένα = με πολύ καημό, πολύ θλιβερά
παρακαμή = εστία, τζάκι
παρακάμιν = μισοκαμένο ξύλο εστίας
παρακαμίνιν = το πέριξ της εστίας, το δάπεδο της εστίας, εστία, καπνοδόχος
παρακάμνω = παρακάνω
παρακαμόλιθα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα
παρακαμολίθαρα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα
παρακατουρώ = ουρώ πολύ
παρακείται = ανήκει, χρειάζεται
παρακιαντά = άνθρωπος ακατάστατος
παρακιασάκια = παράκαιρα
παρακιάτιν = αφθονία αγαθών, ευτυχία υλική
παρακιατλίν = εκείνο που αποδίδει άφθονα
παρακλάδιν = κλαδάκι
παράκληση = παρακλητική ακολουθία προς την Παναγία
παράκλητος = ο θεός στην εκκλησιαστική γλώσσα
παρακλοθώ = ακολουθώ όπισθεν, παρακολουθώ
παρακοή = ανυπακοή
παρακοΐα = ανυπακοή
παρακοίλιδον = το δεύτερο στομάχι μηρυκαστικού ζώου
παρακοιμίζω = εισάγω νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο, παρασκευάζω την νυφική κλίνη
παρακοίμισμαν = παρασκευή νυφικής κλίνης, εισαγωγή νεόνυμφων στο νυμφικό θάλαμο
παρακοιμούμαι = παρακοιμάμαι
παρακόλλιν = παρατσούκλι
παρακόρη = κόρη από πρώτη σύζυγο σχετικώς προς την δεύτερη
παρακόριτζο = κόρη σε σχέση προς μητριά
παρακός = παρακατιανός
παρακούντιν = μικρός άρτος
παράκουος = ανυπάκουος, απειθής
παρακουρσεύω = λεηλατώ και καταστρέφω τα πάντα
παρακουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ
παρακούω = παρακούω
παρακόψιμον = ερεθισμός του δέρματος από υπερβολικό τρίψιμο
παράκριν = η άκρη εσχάτη τόπου ιδίως αγρού
παρακρούω = υπαινίσσομαι
παρακύρης = πατριός
παραλάεμαν = κατασπαράζω
παραλαεύω = κατασπαράζω
παραλάλημαν = το να παραμιλά κανείς
παραλαλώ = παραμιλώ
παραλάμπω = λάμπω από ομορφιά, μεταφ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση
παραλανεύκουμαι = πλουταίνω
παραλέγω = παραλέω
παραλερός = πολύ λερωμένος
παραλερώνω = λερώνω, λερώνομαι πολύ
παραλής = πλούσιος, εύπορος
παράλογα = άδικα
παραλυγίσκουμαι = λυγίζομαι πολύ
παραμάννα = παραμάνα
παραμέθυγμαν = υπερβολική μέθη
παραμεθύω = μεθώ υπερβολικά
παραμερίζω = παραμερίζω
παράμικρον = πράγμα μηδαμινό
παραμόνα = η παραμονή του γάμου και κατ’ αυτήν ετοιμαζόμενα φαγητά, η επίσκεψη στη λεχώνα φέροντας μαζί έδεσμα
παραμονή = παραμονή
παραμύθιν = παραμύθι
παραμωδώ = μουδιάζω πολύ
παρανάζω = κάνω αυλάκι στον κήπο
παρανεγκάζω = κουράζομαι πολύ
παρανεγκασία = υπερβολική κόπωση
page===4

παρανέγκασμαν = υπερβολική κόπωση
παρανεύκουμαι = νομίζω πως κάτι είμαι, φέρομαι επιδεικτικώς, είμαι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στενοχώριες
παράνιν = αυλάκι του κήπου όπου γίνεται φύτευση
παρανοκέφαλον = η αρχή της αύλακος, όπου παροχετεύεται νερό για άρδεμα
παράνομα = παράνομα
παρανομία = παρανομία
παρανομίζω = παρανομώ
παρανόμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι
παράνομος = παράνομος
παράνομος = στο αλώνι ο διάδρομος μεταξύ της σωρού σίτου και των άχυρων κατά το λίχνισμα
παρανουνίζω = σκέφτομαι πολύ
παραντρανώ = παρατηρώ κρυφά
παρανυστάζω = νυστάζω πολύ
παρανυφάδα = παράνυφος
παρανύφε = παράνυφος
παράνυφος = παράνυφος
παρανυχάουμαι = βγάζω παρωνυχίδα
παρανύχασμαν = παρωνυχίδα
παρανυχέα = παρωνυχίδα
παρανυχίδα = παρωνυχίδα
παρανύχιν = παρωνυχίδα
παραξύω = ξύνω επιπόλαια
παραπαίδιν = προγονός, υπηρέτης, εκείνος που είναι κάτι παραπάνω από παιδί
παραπαίρω = ευτυχώ
παραπανισμένος = περισσότερος
παραπανιστός = περισσότερος
παραπάνου = παραπάνω, περισσότερο
παραπανού = το περισσευούμενο τεμάχιο πανιού το οποίο συνδέουν με το στημόνι δια ν’ αρχίσουν νέο ύφασμα
παραπάρκομαι = ξεμυαλίζομαι
παραπατέρα = θετός πατέρας
παραπάτημαν = παραπάτημα
παραπάτιν = πατημασιά
παραπατώ = παραπατώ
παραπεθερά = η πεθερά της πεθεράς
παραπεινώ = πεινώ πολύ
παραπέταγμαν = παραπέτασμα
παραπετώ = παραπετώ
παραπιάνω = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες
παραπίασμαν = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες
παραπικράζω = προξενώ σε κάποιον πολύ πίκρα
παραπλανώ = παραπλανώ
παράπλασμαν = άνθρωπος παραμορφωμένος, τέρας
παραπολεμώ = αγωνίζομαι, προσπαθώ πολύ
παράπολλα = πάρα πολύ
παραπονέας = παραπονιάρης
παραπόνεμαν = παράπονο
παραπονεμένα = παραπονεμένα
παραπονία = παράπονο
παράπονο(ν) = παράπονο
παραπονούδι = μικρό εξόγκωμα δέρματος
παραπονώ = παραπονώ
παραπόρτιν = δεύτερη πόρτα μικρότερη της κυρίας
παραποταμία = παραποτάμιος χώρα
παραπόταμος = παραπόταμος
παραπούλλι = μικρό παιδάκι, δισέγγονος
παραπουλώνω = παχαίνω πολύ
παραρριγώ = κρυώνω πολύ
παραρριζώνω = ριζώνω καλά, αποκτώ τέκνα
παρασκευάτ’κα = παρασκευιάτικα
Παρασκευή = Παρασκευή
παρασουμάδ(ιν) = είδος δενδρυλλίου
παρασούσσουμος = δύσμορφος
παρασπάνω = τρώω πολύ μέχρι σκασμού
παραστάριν = παραστάτης πόρτας
παραστάτης = παράνυμφος, συμπαραστάτης, ο περιποιούμενος τους καλεσμένους σε γάμο
παραστατωσύνα = τα καθήκοντα του παραστάτη
παραστέκω = παραστέκω, αγρυπνώ τον νεκρό, περιποιούμαι, πολιορκώ
παραστένω = παρουσιάζω κάποιον ή κάτι, παρίσταμαι σε λείψανο
παραστοχάσκουμαι = προσέχω πολύ
παραστράγκαλα = ανόητες πράξεις, παραλογισμοί
παράστρατα = παρέκκλιση από την κανονική οδό
παραστρατεύω = παραστρατώ
παραστρατίζω = παραστρατίζω
παραστράτιν = ατραπός, μονοπάτι, παράμερος τόπος
παραστράφτω = αστράφτω πολύ
παράταιρα = παράταιρα
παράταξη = εορταστική ή νεκρική πομπή
παρατζακωμένος = παρακουρασμένος
παρατζούζω = αισθάνομαι έντονο ερεθισμό
παρατζούξιμον = η αίσθηση του έντονου τσούξιμου
παρατηρέτζης = παρατηρώ το κάθε τι
παρατηρώ = εξετάζω λεπτομερώς
παρατιμώ = περιποιούμαι με το παραπάνω
παρατούρα = παράθυρο
παρατρέχω = τρέχω πολύ
παρατρόμαγμαν = τρομάζω πολύ
παρατρομάζω = τρομάζω πολύ
παρατρώγω = παρατρώγω
παρατσοπάνω = συγκαλύπτω για να μη φανερωθεί
παρατσοπαστά = συγκεκαλυμμένως
παραφάγεμαν = παραφάγωμα
παραφαγίζω = παραταΐζω
παραφαίνομαι = προσπίπτω στην όραση κάποιου ή φαίνομαι ότι προσπίπτω
παραφάνταλος = φαντασμένος, φαντασιοπληξία
παραφαντάουμαι = επαίρομαι, αλαζονεύομαι, ονειροπολώ
παραφέρω = παρομοιάζω πρόσωπο με άλλο
παραφκίσκομαι = ακούω, ακροώμαι
παράφκισμα = ακούω, ακροώμαι
παραφλογίζω = ανάβω φλόγα στο στόμιο του φούρνου μετά την εμβολή άρτων για ενίσχυση της θερμοκρασίας
παραφλόγιν = η φλόγα στο στόμιο του φούρνου που ανάβεται για ενίσχυση της θερμοκρασίας
παραφορμίζω = χειροτερεύω (πληγή)
παραφορτώνω = παραφορτώνω
παραφούρνιν = ο υπερβολικώς πυρωμένος φούρνος
παραφράχτε = ο χώρος εκτός του φράχτη
παραφτάνω = παραωριμάζω
παράφτε = σιδερένιο τρίποδο της εστίας
παραφυτεύω = μεταφυτεύω
παραχαμελύνω = χαμηλώνω πολύ
παραχάταλον = μικρό παιδάκι
παραχολάζω = ορίζομαι υπερβολικά
παραχόπιτα = πίτα ψημένη στην εστία
παραχορεύω = χορεύω πολύ
παραχορτάζω = χορταίνω πολύ
παραχοτίζω = χοροπηδώ
παραχότιν = ατμόπλοιο
παράχτισμαν = παράπηγμα
παράχτρατα = μακριά από την κανονική οδό
παραχτρατίζω = παραστρατώ
παράχτρατον = εκείνο που βρίσκεται έξω από την συνοικία
παραχώνω = παραχώνω
page===5

παραχώρηση = βούληση, ευδοκία, χώρος ελεύθερος
παραψένω = παραψένω
παραψέσιμον = παραψένω
παρδάλ(ιν) = εκείνο που πρόκειται να χαθεί, να καταστραφεί, αδέσποτο
παρδαλάς = εκείνος που αερίζεται, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμερός, το φάντασμα μπαμπούλας, πολύτροπος, πονηρός
παρδαλάσκομαι = φέρομαι σαν γάτα
παρδαλός = παρδαλός, ποικιλόχρωμος
παρδαλωτός = ποικιλόχρωμος
πάρδος = γάτος
παρδουλάουμαι = φέρομαι σαν γάτα
παρδούλιν = μικρός γάτος
παρέγβα = ξεπροβόδισμα, προπομπή, μετάβαση σε παρεκκλήσι για προσκύνημα
παρεγβαίνω = παραβγαίνω
παρείναιμον = λήψη
παρεκκλήσιν = παρεκκλήσι
παρέλεπμαν = εκείνος που βλέπει άλλα άντ’ άλλων, περιφρόνηση
παρελέπω = προσποιούμαι ότι δεν βλέπω, περιφρονώ, βλέπω άλλα άντ’ άλλων, βλέπω πολύ καλά
παρελέψιμον = περιφρόνηση προσώπου
παρέμου = τουλάχιστον
παρέμποδον = κώλυμα, εμπόδιο
παρεντρανίζω = παρατηρώ κρυφά
παρέξω = παραέξω, πιο έξω, μακριά, εκτός, πλην
παρέρχομαι = φαίνομαι, φαίνομαι σαν κάτι άλλο
παρεταίριν = εκείνο που δεν έχει ταίρι, το παράταιρο
παρέτερα = μέρη όχι ημέτερα, αλλά ξένα
παρηγοράζω = παραμυθούμαι, παρηγορώ
παρηγορεύω = παραμυθώ, παρηγορώ, θωπεύω
παρηγορία = παραμυθία
παρηγορώ = παραμυθούμαι, παρηγορώ
παρήκουος = ανυπάκουος, απειθής
παρηνοσία = υπομονή
παρθένα = δηλητηριώδες χόρτο
παρθενάουμαι = δηλητηριάζομαι από το χόρτο παρθένιν
παρθενεύω = ανήκω
παρθενή = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παρθενί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παρθενία = παρθενία, αγνότητα
παρθένιν = δηλητηριώδες χόρτο
πάρθενον = παρθένος
πάρθενος = παρθενικός, αμίαντος
πάρια = εδώδιμα που στέλνονται ως δώρο στον γαμπρό μετά το γάμο από οικείους της νύφης
παρίσμα = αμυγδαλές
παρκιάλ(ιν) = διαβήτης, κύκλος
πάρκιν = ασκός
παρκώνω = γίνομαι σαν ασκός φουσκωμένος
παρλάεμαν = λάμψη
παρλαεύω = στίλβω, λάμπω
Πάρμα-Θωμάς = είδος μεγάλου και λευκού θαλάσσιου πτηνού
παρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω
παροικία = περιουσία
παροικώ = αποκτώ περιουσία, πλουταίνω, εγκαθίσταμαι σε μόνιμο μέρος
παρομάζω = παρομοιάζω
παρόν = παρουσία, φανερό
παρόπιστος = φιλάργυρος
παρόπον = νόμισμα μικρής αξίας
παροτέα = η οσμή της πυρίτιδος
παρότιν = πυρίτιδα, μπαρούτι
παροτόπον = λίγη ποσότητα πυρίτιδας
παρούμαι = αποκτώ χρήματα
παρουνεύκουμαι = νομίζω πως είμαι κάτι, φέρομαι επιδεικτικώς, είναι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στεναχώριες
παρούσεμαν = συμφιλίωση
παρουσεύω = συμφιλιώνομαι
παρουσία = καταγραφή ονόματος για μνημόνευση, αμοιβή παρεχομένη σε ιερέα για μνημόνευση ονόματος, ωραία εμφάνιση, καλό παράστημα
παρουσιάσκομαι = παρουσιάζομαι
παρουστούρεμαν = συμφιλίωση
παρουστουρεύω = συμφιλιώνω
παρπαλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό
παρπάρης = αγροίκος, βάρβαρος
παρπαρίζω = αφοδεύω θορυβωδώς
παρπάρτς = κουρέας
παρρησία = θάρρος, τόλμη, καταγραφή ονόματος για μνημόνευση
πάρσιμον = παραλαβή, λήψη, άλωση
παρτά = παραπέτασμα παραθύρου
παρτάλης = ρακένδυτος, κουρελής
παρτάλιν = κουρέλια, ράκη, μικροπράγματα άνευ αξία, μεταφ. λόγοι κενοί, κομπορρημοσύνες
παρτζουκλώνω = φασκιώνω
παρτίν = το δέντρο αίγειρος
παρτσά = τεμάχιο, κομμάτι
παρτσαλάεμαν = διαμέλισμα, κατασπάραγμα
παρτσαλαεύω = διαμελίζω, κατασπαράζω
παρτσαλής = ο συγκείμενος τεμαχίων, ο μη μονομερής και ακέραιος
παρχανά = κατάλυμα ομάδος αγωγιατών, καραβανιού
παρχάρεμαν = παραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο
παρχαρέτες = ο παραθεριστής σε θερινό βοσκότοπο
παρχαρέτικος = εκείνος που προέρχεται από το παρχάριν
παρχάριν = θερινός βοσκότοπος σε ορεινό μέρος
παρχαρίον = παραθερισμός σε παρχάριν
παρχαρλίκιν = παραθερισμός σε παρχάριν
παρχαροκάλυβον = οικίσκος ποιμενικού συνοικισμού σε παρχάριν
παρχαροκέφαλον = το ανώτατο μέρος παρχαριού
παρχαρομάννα = γυναίκα που διαμένει σε παρχάριν, φροντίζει τα ζώα και ασχολείται με γαλακτοκομία, νεράιδα παρχαριού
παρχαρομύτιν = το ψηλότερο μέρος παρχαριού
παρχαρόνερον = νερό του παρχαριού
παρχαρόπον = παρχάριν μικρής έκτασης
παρχαροπούλλιν = πουλί παρχαριού, μεταφ. παιδί που μένει στο παρχάριν
παρχαροτόπιν = τόπος κατάλληλος για θερινή νομή
παρχαρόχορτον = χόρτο παρχαριού
παρώνυμα = παρωνύμιο, παρατσούκλι
παρωνυμάζω = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι
παρωνυμίαγμαν = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι
παρωνύμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι
πάρωρα = παράκαιρα
παρώτι = παρώπιον ζώου
παρ’γιάλισμαν = λάμπω, στίλβω
παρ’γούλα = όρνιθα που έχει πυκνό φουντωτό πτίλωμα στο ράμφος
παρ’γούλιν = βρογχοκήλη
πάσα = πας, πάσα, παν
πασάκας = τιμητικώς ο πρεσβύτερος αδελφός
πασαρεύω = κατορθώνω, καταφέρω
πασαρίνα = μοχλός
πασάς = πασάς
πάσιμον = πηγαιμός, αναχώρηση
πάσιν = σκουριά μετάλλου
πασίον = πηγαιμός, αναχώρηση
πασιπόρτιν = διαβατήριο
Πάσκα = Πάσχα
Πασκαλία = Πάσχα
πασκαλούτζα = το πρώτο άνθος της άνοιξης
πασκανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος
πασκείντο = μήπως
page===6

πασκιανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος, δώρα του μνηστήρα στην αρραβωνιαστικιά στις μεγάλος εορτές
πασκίζω = προσπαθώ, πασχίζω
πασκίν = εργαλείο λεπτουργών με το οποίο γίνονται στρογγυλώσεις
πασκιτανένον = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν
πασκιτάνιν = γιαούρτι αποβουτυρωμένο, στραγγισμένο και αλατισμένο
πασκιτανομάλεζον = αλευρόσουπα αρτυσμένη με πασκιτάν
πασκιτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με πασκιτάν
πασκιτανοφάει = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν
πασκιτάνωμαν = άρτυμα φαγητού με πασκιτάν
πασκιτανώνω = αρτύω φαγητό με πασκιτάν
πασκίτζα = πεταλουδίτσα
πασλάεμαν = αρχή
πασλαεύω = αρχίζω
πασλαεύω = ανατρέφω
πασλαμά = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα
πασλανεύκομαι = σκουριάζω
πασλίν = σκουριασμένο
πασλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο
πασμά = βαμβακερό ύφασμα πολύχρωμο
πασσαλείφω = πασαλείβω
πασσάλιν = πάσσαλος
πασσαλοκαύτες = παρωνύμιο του μήνα Φεβρουαρίου
πασσαλόπον = πάσσαλος
πασσαλώνω = πασσαλώνω, στερεώνω καλά, αμβλύνομαι, γηράσκω
πασταρέα = παστωμένο ψάρι
παστίλα = γλύκισμα από μουσταλευριά
παστιλομάλεζον = η μουσταλευριά της παστίλα
παστούνι = ράβδος, βακτηρία
παστούρεμαν = βάζω σε πιεστήριο
παστουρεύω = βάζω σε πιεστήριο
παστουρμά = παστουρμάς
παστουρούτζιν = λάχανο ξηραμένο για τον χειμώνα
πάστρα = καθαριότητα
πάστρεμαν = καθαρίζω
παστρεύω = καθαρίζω
παστρικά = καθαρά
παστρικός = καθαρός
παστρικωσύνα = καθαριότητα
παστρικωτός = καθαρός
παστροσύνα = καθαριότητα
πάστρωση = καθαριότητα
πάστωμαν = πάστωμα
παστώνω = παστώνω
πάτα = πάτσι, ισοπαλία
πάτα = πέλμα, πατημασιά
πατάκιν = βάλτος, τέλμα
πατάλεμαν = απασχολώ κάποιον
παταλεύω = απασχολώ κάποιον
Πατάλης = Οκτώβριος
πατάλικον = μπατάλικο
πατανά = ασβεστοκονίαμα, μπαντανάς
παταράτον = φέτα ψωμιού, τηγανίτα
πατάριν = φέτα ψωμιού
πατατούκα = ανδρικό πανωφόρι
πατάχ(ιν) = βάλτος, τέλμα
πατέα = πατημασιά
πατέα = δοχείο νυκτός, καθίκι
πατέλα = τετράγωνο καλάθι
πατελέα = ποσότητα όση χωράει η πατέλα
πατελόπον = τετράγωνο καλάθι
πάτεμα = πάτημα, πατημασιά, μεταφ. ληστρική επιδρομή, ευωχία στην οικία του γαμπρού και της νύφης πριν τη στέψη, προσφορά δώρων στη νύφη μετά τη στέψη
πάτεμαν = βούλιαγμα, βύθιση
πατεμασέα = πατημασιά
πάτερ = πάτερ
πατέρας = πατέρας
πατερίδιν = σανίδι πάνω στο οποίο πατάει ο κεραμέας όταν εργάζεται στο τροχό
πατερικόν = συναξάρι αγίων
πατερίτζα = πατερίτσα
πατερόν = πάτωμα, δάπεδο
πατετά = συμπιεσμένα, πατώντας
πατετέριν = πέταλο ζώου
πατετός = συμπιεσμένος
πατεύω = βουλιάζω, καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι
πατζάκιν = κνήμη, μπατζάκι
πατζακλίν = το πτίλωμα των ποδιών στα πτηνά
πατζακόδεμαν = καλτσοδέτα
πατζάκος = φάντης στα παιγνιόχαρτα
πατζακωτήριν = πιεστήριο χρυσοχόων με το οποίο αποτυπώνουν γραμμές στα μέταλλα
πατζανάκης = μπατζανάκης
πατζάρης = πλατσομύτης, σιμός
πατζαρομύτης = πλατσομύτης, σιμός
πατζιάρει = βλάπτει, πειράζει
πατζιαρίσι = βλάβη
πατζομύτης = πλατσομύτης, σιμός
πάτζος = πλατσομύτης, σιμός
πατζουκίαγμαν = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές
πατζουκιάζω = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές
πάτζωμαν = στράβωμα
πατζώνω = στραβώνω
πατήκιν = μέρος όπου πατάς για να ανέβεις, σκαλοπάτι, τσόκαρο
πατηκώνω = συμπιέζω
πατηχτέρα = είδος παιχνιδιού
πατίτζ(ιν) = αναρριχητική φασολιά
πατιχαβάν(ου) = δωρεάν
πατιχάνιν = μικρό ντουλάπι ανοιχτό
πατλίτζιν = αναρριχητική φασολιά
πατλιτζόφυλλα = τα φύλλα του πατλιτζιού
πατμανέα = μονάδα βάρους έξι οκάδων
πατμάνιν = μονάδα βάρους έξι οκάδων
πατνοζέα = ποσότητα όση χωράει το πατνόζιν
πατνόζιν = μαγειρικό σκεύος
πατόζα = αλωνιστική μηχανή
πάτος = πάτος
πατούλα = εκείνη που έχει λευκό δέρμα, παχουλή, αφράτη
πατουλάζω = κάνω τολύπες τα λαναρισμένα έρια, χιονίζει, καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού
πατούλιν = το αποσπώμενο από το λανάρι έριο, έριο λαναρισμένο και σχηματοποιημένο σε πόκους, νιφάδες χιονιού
πατουλίουμαι = καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού
πατούνα = φτέρνα
πατούρεμαν = βυθίζω, μεταφ. φέρω κάποιον σε κατάσταση χρεοκοπίας
πατουφανίτζα = χώρος της μάντρας όπου μένει το νεογέννητο μοσχάρι
πατούχικον = βαθύ
πατρατίνος = άνθρωπος χοντρός που έχει ασταθές βάδισμα
πατριάρχης = πατριάρχης
πατρίδα = πατρίδα
πατρικά = πατρική οικογένεια ή οι εκ πατρός συγγενείς, πατρική περιουσία
πατριώτης = πατριώτης
πατρογονικά = η οικογενειακή καταγωγή, αυτά που ανήκουν στους γονείς
πατρόνιν = φυσίγγιο πυροβόλου όπλου
πατρός = πατρός
πατρούας = πατριός
page===7

πατρουδάζω = προστατεύω σαν πατέρας
πατρούλος = πατριός
πατρώνας = πατριός
πατσά = πατσάς
πατσαβούρα = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα
πατσαβουρόπον = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα
πατσαμουράζω = γεμίζω το στόμα μου και δύσκολα μασώ
πατσή = αδελφή, θυγατέρα, κόρη
πατσίκα = αδελφή, θυγατέρα, κόρη
πατώ = πατώ, γέρνω, ρίπτω κάτω, μεταφ. κυριεύω, λεηλατώ, παραβαίνω
πάτωμα(ν) = πάτωμα
πατώνω = βάζω πάτωμα από σανίδια
παφνίζω = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι
πάφνισμα(ν) = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι
παχαρικά = μπαχαρικά
παχειοτσιαδίες = μέρη πολύ σκιερά
παχειού = γυναίκα παχιά, χοντρή
παχειούρι = χονδροειδές, άκομψο
παχειόφυλλο = φυτό ιαματικό με παχιά φύλλα
παχένω = παχαίνω
παχλιβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής
παχνί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
παχνωτό = χρώμα μολυβδόχρουν
παχόκολος = εκείνος που έχει παχύς γλουτούς
πάχος = πάχος
παχόσκυλλο = σκύλος χοντρός
παχοτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα
παχουκούταβος = μικρό σκυλάκι ευτραφές
παχούλεμαν = ζηλεύω, ζηλοτυπώ
παχουλεύκομαι = ζηλεύω, ζηλοτυπώ
παχούλης = ζηλότυπος, ζηλιάρης
παχοφάγειν = είδος φαγητού από χονδραλεσμένο σίτο ή αραβόσιτο
παχοχάρτιν = παχύ χαρτί
παχρά = η αμοιβή που δίνει ο γεωργό στον γαιοκτήμονα του οποίου καλλιεργεί την γη
παχσίσιν = φιλοδώρημα
παχτζά = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων
παχτζάδιν = κήπος δέντρων οπωροφόρων
παχτζαδίτζα = κήπος δέντρων οπωροφόρων
παχτζόπον = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων
πάχυμα(ν) = πάχυνση
παχυματώ = πρήζομαι λίγο
παχύντερον = παχύ έντερο
παχύνω = παχύνω, συμπυκνώνομαι
παχύς = παχύς
παχύστομος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη
παχυτζέπλ(ι)κον = εκείνο που έχει παχύ φλοιό
παχυτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα
παχύχειλος = εκείνος που έχει παχιά χείλη
παχυχωμία = τόπος με χώμα παχύ και εύφορο
πάχωμαν = χόρτο λειμώνος πυκνό και ψηλό
παχωτός = παχουλός
πεανεμός = αναχώρηση, επέλευση, πηγαιμός
πεβγαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι
πεγαδάς = εκείνος που επιβλέπει της βρύσες
πεγαδέσιν = εκείνο που προέρχεται από την πηγή
πεγαδήτρα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές
πεγάδιν = πηγάδι
πεγαδομάννα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές
πεγαδομμάτιν = πηγή ύδατος
πεγαδονεροκράτευτον = βρύση που κρατάει το νερό
πεγαδόνερον = νερό βρύσης
πεγαναχτώ = ξεκουράζομαι
πεγένεμαν = βρίσκω της αρεσκείας μου, μου αρέσει κάτι
πεζάζης = έμπορος πανικών
πεζάζικον = κατάστημα πανικών
πεζεβέγκης = άνθρωπος άτιμος, πρόστυχος
πέζεμαν = ξεπεζεύω
πέζεμαν = αηδιάζω, βαρύνομαι
πεζεύω = ξεπεζεύω
πεζεύω = αηδιάζω, βαρύνομαι
πεζίριν = δελφινέλαιο
πεζιρκιάνος = πλανόδιος έμπορος
πεζός = πεζός
πεζουλάουμαι = καταπίνω
πεζούλιν = κρημνός
πέης = η βασίλισσα των μελισσών
πεθερά = πεθερά
πεθερικά = πεθερικά
πεθερός = πεθερός
πεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ
πείνα = πείνα
πεινώ = πεινώ
πείραγμα(ν) = πείραγμα, ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία
πειράζω = πειράζω, ενοχλώ, βασανίζω
πειρανία = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία
πειρανίζω = ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ
πειράνιξη = βάσανο, ταλαιπωρία
πειρανισία = βάσανο, ταλαιπωρία
πειράνισμαν = πείραγμα
πειρανισμένα = με στερήσεις οικονομικές και με ταλαιπωρίες
πειραντή = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία
πειρία = βάσανο, ταλαιπωρία
πείσμα(ν) = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, στοίχημα
πεισματικός = εργατικός, φίλεργος
πεισματώνω = πεισματώνω, φιλονικώ
πεισμή = πείσμα
πεισμονή = πείσμα
πεισμώνω = πεισματώνω, φιλονικώ
πεκιά = κρεβάτι ξύλινο
πεκιάρης = άγαμος άνδρας, μπεκιάρης
πεκλέεμαν = αναμονή
πεκλεεύω = περιμένω
πεκμέζιν = πετμέζι
πέκνες = ηλιακά εγκαύματα του προσώπου, εφηλίδες
πεκνιάρης = εκείνος που έχει στο πρόσωπό του πέκνες
πεκοιμίζω = αποκοιμίζω
πεκούλιν = περιουσία που ανήκει μόνο σε έναν
πεκτζής = φύλακας, φρουρός
πελά = ενόχληση, σκοτούρα
πέλαγος = πέλαγος
πελαγούμαι = προχωρώ ολοένα σε βαθύτερα ύδατα της θάλασσας
πελάδι = λίγη ποσότητα πηλού
πελάεμαν = το σκάψιμο με δικέλλα
πελαεύω = σκάβω με δικέλλα
πελαλής = μπελαλίδικος
πελεκάδιν = πελεκούδι
πελεκάνος = πελεκάνος
πελεκετός = πελεκημένος
πελεκή =
πελέκημαν = πελέκημα
page===8

πελεκιάδιν = κορμός δέντρου πελεκημένο
πελεκίζω = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ
πέλεκυς = πέλεκυς
πελεκώ = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ
πελεξούδι = γυναίκα κακή, πρόστυχη, μέγαιρα
πελεχούδι = άνθρωπος που αναμειγνύεται παντού
πέλιν = δικέλλα, μικρό σιδερένιο φτυάρι
πελιτένος = εκείνο που είναι φτιαγμένο από ξύλο δρυός
πελίτιν = δέντρο δρυς
πελιτόξυλον = ξύλο δρυός
πελιτόπον = δέντρο δρυς
πελλαγείας = χαιρετισμός έκφρασης σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες που απευθύνεται σε οικεία και φιλικά πρόσωπα
πελμά = διάφραγμα εσωτερικό οικοδομής που διαχωρίζει δυο δωμάτια
πελόξυλον = η ξύλινη λαβή του πελιού
πελόπον = δικέλλα
πελός = πηλός
πελτέκης = βραδύγλωσσος, τραυλός
πελτεκώνω = γίνομαι σαν ιξώδης πολτός
πελώνω = λερώνω με λάσπη
πελώριν = πανύψηλος, πελώριος
πεμπελίδιν = μεσπιλέα
πέμπτος = πέμπτος
πενεδήβε = απήλθε, αποχώρησε
πενειτεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι
πενήντα = πενήντα
πενηνταήμερον = χρονικό διάστημα πενήντα ημερών από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής, Πεντηκοστή
πενηντάριν = μέτρο υγρών πενήντα δραμιών
πενητάζω = λιμοκτονώ
πενήτας = φτωχός
πενήτεμαν = λιμοκτονία
πενητεύω = λιμοκτονώ
πενιχρός = πενιχρός, φτωχός
πενληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα, απομνημονεύω
πενλής = εναργής, δειλός
πεντάγνωμος = αλλοπρόσαλλος
πεντάδιν = σωρός, στοίβα
πεντάδιπλα = πενταπλασίως
πεντάδιπλος = πεντάδιπλος
πεντάημερος = πενταήμερος
πεντακόσοι = πεντακόσιοι
πεντάλφα = πεντάλφα
πεντάμορφος = πεντάμορφος
πεντάνευρον = βότανο του οποίου τα φύλλα έχουν πέντε νεύρα
πεντανόφυλλο = αγριόχορτο ιαματικό για τις πληγές
πεντάπλεχτα = πλεγμένο σφιχτά, πυκνά
πεντάπλεχτος = εκείνο που είναι πυκνά πλεγμένος
πεντάρα = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων
πεντάρι(ν) = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων
πεντάρφανος = πεντάρφανος
πεντάφυλλον = χόρτο που έχει πέντε φύλλα
πεντάχροιαστος = εκείνος που έχει πέντε χρώματα
πεντάχρονος = πεντάχρονος
πεντέχτη = πέμπτη προς την έκτη μέρα του μηνός
πεντζερέ = παράθυρο
πεντζερόπον = παράθυρο
πεντικός = ποντικός
πέντιν = μυλαύλακο
πεντογένης = εκείνος που για γένια έχει πέντε τρίχες
πεντόλιρον = χρυσό τούρκικο νόμισμα αξίας πέντε λιρών
πεντόφραφος = πεντάρφανος
πέπενο = ώριμος καρπός
πεπέτζιν = λεπτό δέρμα
πεπετζόπον = λεπτό δέρμα
πεπετζούρα = καρπός υπερώριμος με λεπτό φλοιό και μαλακό
πεπονέα = οσμή πεπονιού, κήπος πεπονιών
πεπόνιν = πεπόνι
περ(ι)γιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία
περά = ιδιαίτερο μέρος θερινής νομής
περαγκέσου = στα απέναντι μέρη
περαγκιάνου = αντίκρυ με κατεύθυνση προς τα άνω
πέραγμα = απέναντι με διεύθυνση προς τα κάτω
περάζω = διαβαίνω, περνώ
περάζω = πειράζω
περαθέμπερος = ανόητος, μωρός
πέραθεν-πέραν = από πέρα ως πέρα
πέραν = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος
πέραν-καικά = απέναντι ακριβώς, το αντικρινό μέρος
πέραν-κέσου = απέναντι
πέραν-κιάνου = απέναντι προς τα άνω, το αντικρινό μέρος με κατεύθυνση προς τα άνω
πέραν-μερέαν = στην απέναντι μεριά
πέραν-μέρου = στην απέναντι μεριά
πέραν-περού = πέρα ως πέρα
περάνω = διαβαίνω, περνώ
πέραση = ισχύ, υπόληψη
πέρασμα = πέρασμα
περασμένος = αυτός που έχει διαβεί, περάσει
περαστικά = περαστικά
περατανός = εκείνος που προέρχεται από το απέναντι μέρος
περβάζιν = κορνίζα, γείσο οικοδομής, θριγκός
περβαζλάεμαν = περιβάλλω σε πλαίσιο
περβαζλαεύω = περιβάλλω σε πλαίσιο
περβαζλής = ο περιβεβλημένος με πλαίσιο, πλαισιωμένος
πέρδικα = πέρδικα, αβγό περιπλεγμένο με πολύχρωμα μαλλιά το οποίο προσφέρεται ως δώρο πασχαλινό
περδίκιν = πέρδικα
περδικόπον = πέρδικα
περδικοτόπιν = τόπος όπου συχνάζουν οι πέρδικες
περδικοφώλιν = φωλιά πέρδικας
περεκεντέ = άνθρωπος ακατάστατος
περεκέτιν = αφθονία αγαθών προερχόμενη από τη γεωργία, του επαγγέλματος, της τέχνης κτλ.
περεκετλίν = αυτό που αποδίδει άφθονα
περενίτζα = κάλυμμα κεφαλής πλατύγυρο
περή = δαιμόνιο, εξωτικό, μάγισσα, μεταφ. γυναίκα πονηρή και ραδιούργα
περηφάνα = υπερηφάνεια
περιαπλούμαι = εξαπλώνομαι
περιαύλιον = προαύλιο
περιβάραζω = γίνομαι πολύ οχληρός, είμαι βαρετός
περιβαρασία = εκείνη που προξενεί ενόχληση σε άλλους
περιβαράσιμος = βαρετός
περιβολάζω = χτίζω τοίχο
περιβολάκιν = μικρός κήπος
περιβόλιν = περιβόλι, κήπος
περίβολος = η συσκευή της τσακμακόπετρας
περιγελαξία = άνθρωπος άξιος εμπαιγμού
περιγέλασμα = περιγέλασμα, περιφρόνηση
περιγελαστέας = περιγελαστής
περιγελώ = περιγελώ
περιγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία
περιγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία
περιγλείφουμαι = γλύφω τα χείλη από ευχαρίστηση εξ γλυκού
περίγυρον = περίγυρος
page===9

περίκακα = πολύ κακά, κάκιστα
περίκακος = πολύ κακός
περικαλλίων = κάλλιστος, το καλύτερο όλων
περίκαλος = πολύ καλός
περικλωνάρα = κλώνοι που περιβάλλουν το κορμό δέντρου
περικοκλάδα = περικοκλάδα
περικρατώ = περιλαμβάνω κατ’ έκταση
περίλαος = μεγάλος πλήθος λαού
περίληψη = βιβλίο θρησκευτικό του σχολείου, τα χαρακτηριστικά του προσώπου
περίλοιπος = υπόλοιπα
περίλυπος = λυπημένος
περίλυψη = λύπη
περιμένω = περιμένω
περιουσία = περιουσία
περίπαιγμαν = περιπαίζω
περιπαίζω = περιπαίζω
περιπαιχτέας = περιπαιχτικός
περιπετώ = πετώ
περιπεύω = ευπρεπίζομαι, συγυρίζομαι, στολίζομαι
περιπιάνω = περιλαμβάνω, περικυκλώνω χώρο
περιπλέα = πολλά, παραπανήσια
περισάνης = δυστυχής, ταλαιπωρημένος
περισανλίκιν = δυστυχία, ταλαιπωρία
περισσεύω = περισσεύω
περισσός = περισσός
περίσταση = περίσταση
περιστεγνώνω = στεγνώνω
περιστερά = περιστερά
περιστέριν = περιστέρι
περιστερόπον = περιστέρι
περιτσίουμαι = σχίζομαι γύρω
περίφτισμα = δερματικό εξάνθημα
περιχαρά = περίγελος
περιχάρα = χαιρεκακία
περιχαρεμένος = περιχαρής
περίχαρος = περίχαρος
περιχώνω = συγκαλύπτω, σκεπάζω, θάβω, ενταφιάζω
περίχωρα = περίχωρα
περιχωσία = συνωστισμός πλήθους
περκελής = κυκλικός
περκέλιν = διαβήτης, κύκλος
πέρλυμα = ξήλωμα
περλύω = ξηλώνω
περνάζω = διαβαίνω, περνώ
περνατής = διαβάτης
περνή = διάβαση συνήθως ποταμού
περνίζω = διαπεραιώνω, εννοώ, καταλαμβάνω
περνιχτής = εκείνος που διαπεραιώνει
περνώ = διαβαίνω, περνώ
περονέα = ποσότητα φαγητού όση χωράει το πιρούνι
περονίζω = πριονίζω
περόνιν = πριόνι
περόνιν = πιρούνι
περού = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος
περπαντουλάζω = κουρελιάζω
περπαντουλέας = κουρελής
περπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο
περπάτεμα = περπάτημα
περπατευτά = περπατώντας
περπατή = βάδισμα, περίπατος
περπατησία = βάδισμα
περπάτιν = ρυπαρό και ακάθαρτο πράγμα
περπατώ = περπατώ
περπεντούλιν = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός
περπεντουλόπον = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός
πέρπερα = χρυσά νομίσματα
περπερείον = κουρείο
περπέρης = κουρέας
περπερίζω = ξυρίζω
περπέρικον = κουρείο
περπερλίκιν = το επάγγελμα του κουρέα
πέρπερος = παραχαϊδεμένος
περρίμματα = τα ριπτόμενα στους νεόνυμφους ρύζι, σίτο, φουντούκια κτλ.
περτάχιν = ουσία στιλβώσεως
περταχλάεμαν = στιλβώνω, λουστράρω
περταχλαεύω = στιλβώνω, λουστράρω
περτέ = παραπέτασμα παραθύρου
περτιλεύουμαι = μπερδεύομαι, περδικλώνομαι
πέρυσι = πέρυσι
περυσινός = περσινός
περχοτή = κομμάτια άρτου περιχυμένα με καυτό ζωμό κρέατος ή βουτύρου κτλ.
περώ = διαβαίνω, περνώ
περ’σιζ’νός = περυσινός
περ’σσόκρεας = το περισσευούμενο κρέας που πετιέται κατά το καθάρισμά του
πέση = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο
πέσιμον = πτώση, κατάκλιση προς ύπνο
πεσίον = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο
πέσκα = πέφτω
πεσκαθήναι = πέφτω
πεσκαθίον = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως
πέσκαμα = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως
πεσκιάζω = βλέπω αμυδρά
πεσκίριν = προσόψιο, πετσέτα
πεσκιρόπον = πετσέτα
πέσκος = θερμάστρα, σόμπα
πεσλέεμαν = ανατρέφω
πεσλεεύω = ανατρέφω
πεσλεμέ = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα
πεσλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο
πεσσός = μικρό κοίλωμα τοίχου για τοποθέτηση διαφόρων πραγμάτων
πεστέας = αδύνατος, καχεκτικός
πεστέρινον = αδύνατο, καχεκτικό
πέταγμαν = πετώ
πετάζω = πετώ
πεταλήτρα = χαρταετός, χρυσαλλίδα, πεταλίδα
πετάλιγμαν = κάνω κάτι να πετάξει, επιπλέω
πέταλο(ν) = πέταλο
πεταλούδα = πεταλούδα
πετάλωμαν = πεταλώνω
πεταλώνω = πεταλώνω
πετάνω = πετώ
πετασάρ’κον = ζώο που έχει λευκό σημάδι στο μέτωπο
πεταύρα = λεπτό σχινοσάνιδο από κορμό ελάτου που χρησιμοποιείται για στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη είναι σχήματος αετοειδούς
πεταφνάζω = αλλάζω χροιά όψεως, προσώπου
πετεινάζω = οχεύω (πετεινός)
πετεινάριν = πετεινός
πετειναρίτζα = ζαχαρωτό σε σχήμα πετεινού
πετειναρόπον = πετεινός
πετειναροπούλλιν = κοκοράκι
πετεινεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι
page===10

πετεινίαγμα = το σπέρμα του πετεινού εντός του αβγού
πετεινίτζος = πετεινός
πετεινολάλιν = το λάλημα του πετεινού
πετεινολαλώ = πετεινός λαλεί
πετεινός = πετεινός
πετζάρεμαν = κατορθώνω, καταφέρνω
πετζαρεύω = κατορθώνω, καταφέρνω
πετζαρούχλης = επιδέξιος, επιτήδειος
πετζάς = δερματέμπορος
πετζένον = εκείνο που είναι φτιαγμένο από δέρμα
πετζί(ν) = δέρμα
πετζιώνει = χωνεύεται (πυρά)
πετζοκόσκινο = κόσκινο που είναι πλεγμένο με λεπτές λωρίδες δέρματος
πετζοκόφτω = σφάζω
πετζόμηλον = είδος μήλου με φλούδα χοντρή σαν πετσί
πετζοπούλλι = νυχτερίδα
πετζός = σφιχτός σαν πετσί, πυκνός
πετζούτζα = νυχτερίδα
πετζοφάγος = εκείνος που φθείρει γρήγορα τα υποδήματά του
πετζώνω = αδυνατίζω σωματικώς, φθίνω, γίνομαι πετσί και κόκκαλο
πετόνιν = υπόγειος οχετός οικίας
πέτος = θαλάσσιο πτηνό
πέτρα = πέτρα
πετράκιν = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχο
πετράπιν = αχλάδι σκληρό
πετράριν = πετρώδης
πετράς = λατόμος
πετραχήλιν = πετραχήλι
πετρέα = χτύπημα με πέτρα
πετρένος = πετρένιος
πετρίτζα = πετρούλα, είδος μικρού πτηνού
πετρίτης = άνθρωπος γερός σαν βράχος
πετροβίτζα = λίθος που τοποθετείτε στα πέταυρα της στέγης για στερέωση
πετροβολούμαι = πετροβολούμαι
πετροβολώ = πετροβολώ
πετροκάρβωνον = λιθάνθρακας
πετροκάρδης = σκληρόκαρδος, απηνής
πετροκκούτζι = πράγμα σκληρό σαν πέτρα
πετροκόντυλον = το κονδύλι της μαθητικής πλάκας
πετρόμηλον = σκληρό μήλο
πετροπούλλιν = πετραδάκι
πετρούδι = γη πετρώδης
πετροχόρενο = καβουρντιστήρι
πετρόχορτον = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχους
πετρώνας = τόπος πετρώδης
πετρωτός = εκείνος που περιέχει πολύτιμο λίθο, ψηφιδωτός, στικτός
πετώ = πετώ
πεύκιν = τάπης
Πέφτ(η) = Πέμπτη
πέφτω = πέφτω
πεχλεβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής
πεχνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος
πεχορίκιν = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας
πεχρέγκιν = πήλινος υδροσωλήνας
πεχταλώνω = μετατοπίζω, μετακινώ
πεχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς
πεχτίν = ρυπαρό πράγμα
πη = όποιος
πηγάδιν = βρύση, νερό βρύσης
πηγαδόπον = μικρή βρύση
πήγανον = φυτό απήγανος
πηγή = πηγή
πηδώ = πηδώ
πηλός = πηλός, λάσπη
πήχη = πήχης
πηχιάζω = μετρώ με πήχη
πηχτά = πυκνά
πηχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς
πηχτίζω = πήζω
πήχτωμαν = πηχτώνω, πυκνώνω
πηχτώνω = πηχτώνω, πυκνώνω
πιάγκο = κλήρος
πιανέτσω = μπορώ να πιάσω
πιάνω = πιάνω, συλλαμβάνω, αγγίζω, συρράπτω, προσκολλούμαι, ανάβω
πιασέα = ποσότητα πράγματος όση πιάνεις εφάπαξ
πιάσιμον = πιάσιμο, σύλληψη, αφή, κάψιμο, προσκόλληση φαγητού στο πυθμένα του δοχείου που ψήνεται
πιασιμονή = πιάσιμο, σύλληψη
πιασίος = ελώδης πυρετός
πίασμα = ελώδης πυρετός
πιάστα = πιάστρα
πιαστούρι = μέλι που πιάνει, ζαλίζει λόγω της μεθυστικής του ιδιότητας
πιάστρα = πιάστρα
πιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου
πίβαλος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος
πιβόλ(ιν) = το προς εμβολιασμό κλωνί
πιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω
πιδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι
πιδεβάζω = διαπερνώ
πιδεβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός
πιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος
πιδέξος = επιδέξιος
πίδοξος = επίδοξος
πιέλον = κουβάς
πιζάρωτα = λοξά, στραβά
πιζελέσιμος = επίζηλος, επίφθονος
πιζέλιν = μπιζέλι
πίζηλα = επικίνδυνα
πίζηλος = εκείνος που υπόκειται σε φθόνο, σε βασκανία, νεόγαμος, ζηλότυπος
πιθαμάζω = μετρώ έκταση με πιθαμή
πιθαμή = πιθαμή
πιθαμίασμαν = μετρώ έκταση με πιθαμή
πιθαρέα = ποσότητα όση χωράει ένα πιθάρι
πιθάριν = πιθάρι
πιθήκα = πίθηκος
πιθηκιάζω = τυλίγω νήμα σε αδράχτι, όπου σταδιακώς σχηματίζεται ο όγκος τους ως αποθήκευση
πιθήκω = τοποθετώ
πίκα = στενοχωρία
πικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
πικέφαλο = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
πίκνα = μαύρο στίγμα προσώπου
πικονώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα
πικρά = με πικρή γεύση
πίκρα = πίκρα, μεταφ. θλίψη, στενοχώρια
πικράδα = πικράδα
πικράζω = πικραίνω, στενοχωρώ
πίκραιμαν = πίκρα, μεταφ. λύπη, θλίψη
πικραίνω = πικραίνω, λυπώ
πικραναλλαγμένος = εκείνος που περιβάλλεται από πένθιμη ενδυμασία
πικρασία = πικρή γεύση, μεταφ. θλίψη
πίκρασμαν = πικραίνω, στενοχωρώ
page===11

πικρατώ = επαρκώ
πικρελαία = είδος δαμασκηνιάς
πικρίζω = πικρίζω
πίκρισμαν = πικρίζω
πικρίτα = άγριο μαρούλι πικρό στη γεύση
πικροζώμιν = καφές χωρίς ζάχαρη
πικροθάλασσα = θάλασσα πικρή, που προκαλεί θλίψη
πικροκαταρούμαι = λέω πικρές κατάρες
πικροκαταρούσα = εκείνη που λέει πικρές κατάρες
πικροκελαηδούσα = πτηνό που κελαηδεί λυπητερά
πικροκελαηδώ = κελαηδώ πένθιμα, λυπητερά
πικροκοκκύμελον = είδος δαμάσκηνου πικρού
πικρός = πικρός
πικρούμαι = αποκτώ πικρή γεύση
πικροφάγεια = τα φαγητά της μακαρίας που φέρνουν οι φίλοι στους οικείους του αποθανόντος
πικρωτός = ο κάπως πικρός στη γεύση
πιλάβιν = πιλάφι
πιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού
πιλάλημα = μάτιασμα
πιλαλώ = βασκαίνω, ματιάζω
πιλίκος = φάκελος επιστολής
πιλίνεμαν = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι
πιλινεύκουμαι = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι
πιλίνο = χόρτο με πικρή γεύση
πιλιστόπον = κοτόπουλο
πιλίτσιν = κοτόπουλο
πιλόριν = ράφι αποθήκευσης δημητριακών, φακός
πιλπίλης = εύγλωττος
πιλώνω = σφίγγομαι για αφόδευση, φτάνω στο τέλος των πόνων του τοκετού
πιμπίλα = κέντημα στην παρυφή ενδύματος
πιμπιλίζω = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω
πιμπίλιν = είδος κοσμήματος ως κόσμημα στην παρυφή ενδύματος, το καρίκωμα της ραπτικής
πιμπίλισμαν = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω
πιμπιλώνω = κεντώ την παρυφή ενδύματος
πινά = οικοδομή, κτίριο, οικόπεδο
πίνακα = σχολικός πίνακας
πινακέα = ποσότητα όση χωράει το πινάκιν
πινακίδιν = ξύλινη πλάκα πάνω στην οποία μάθαιναν στο σχολείο την αλφαβήτα, σανίδα πάνω στην οποία οι οικοδόμοι μαλάσσουν την άσβεστο για σοβάτισμα τοίχου
πινάκιν = ξύλινο πιάτο φαγητού
πινακόπουλλον = μικρό ξύλινο πιάτο φαγητού
πινακού = μεγάλο ξύλινο πινάκιον
πινακωτή = μεγάλο ξύλινο πινάκιον
πιναλαεύω = επισκευάζω, βάζω σόλες στα υποδήματα
πινέσιν = κοτέτσι
πινεύω = καβαλικεύω
πινιτζής = καβαλάρης
πιντηδεύω = ζητιανεύω, επαιτώ
πιντής = ρυπαρός, συνεσταλμένος, δειλός, ζητιάνοι
πιντοσύνα = ακαθαρσία, βρώμα
πίνω = πίνω
πινωτίσκομαι = κρυφακούω
πίξηρος = ξηρός
πιοτή = ποτό
πιοτόν = ποτό
πιπέρα = πιπεριά
πιπεράς = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο
πιπερερή = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο
πιπερίζω = πιπερώνω
πιπέριν = πιπέρι
πιπερίτζα = χόρτο που έχει γεύση πιπεριάς
πιπερλίν = φαγητό που έχει πιπέρι
πιπεροζώμιν = το αφέψημα της κόκκινης πιπεριάς
πιπεροθήκα = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο
πιπερόπον = μικρό πιπέρι
πιπερόρριζα = πιπερόριζα
πιπεροτρίφτε = όλμος όπου τρίβουν το πιπέρι, μύλος πιπεριού
πιπερώνω = πιπερώνω
πιπή = θεία και ηλικιωμένη γυναίκα (στη παιδική γλώσσα)
πιπί = το πτηνό διάνος (στη παιδική γλώσσα)
πιπιλίζω = βυζαίνω, θηλάζω, απορροφώ, τρώω λαίμαργα
πιπιλίζω = κοιτάζω κάποιον περίεργα
πιπίλιν = κουκούτσι καρπού, ο όρχις, το παιδικό μόριο, κρουνός ύδατος, καλλωπιστικός κροσσός σινδόνου, μανδηλίου κτλ.
πιπιλοκοίλιν = εκείνο που έχει γεμάτη την κοιλιά από σπόρους
πιπιλομάλεζον = χυλός από καλαμποκάλευρο και κολοκυθόσπορο
πιπιλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια σαν κουκούτσι
πιπιλώνω = γίνομαι μικρός σαν κουκούτσι
πιρικεύω = συναθροίζω
πιριόνιν = πιρούνι
πιρνά = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο
πιρνεζ’νος = πρωινός, αυριανός
πιρνός = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο
πιρονίζω = κόβω με πριόνι
πιρόνιν = πριόνι
πιρπιρίμιν = φυτό αντράκλα
πίρριφμαν = η εισαγωγή των άρτων στο φούρνο
πιρρίφτες = όργανο σαν φτυάρι με το οποίο εισάγουν τους άρτους στο φούρνο
πιρρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο
πιρροκιάζω = βάζω το σκουλλί του ερίου στο πιρρόκιν
πιρρόκιν = το επάνω μέρος, η κεφαλή της ρόκας
πιρροχάζω = ροχαλίζω
πιρυχαίνω = πετυχαίνω
πίρχον = πριν
πισάρης = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής
πισέας = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής
πισία = τηγανίτες ψημένα με βούτυρο και αρτυόμενα με ζάχαρη ή μέλι
πίσιν = ακάθαρτο, λερωμένο
πισκιλάριν = φουντωτός
πισκίλιν = η φούντα του φεσιού
πισμάνι = μεταμέλεια
πισογούλης = εκείνος που έχει ακάθαρτο λαιμό, μεταφ. λαίμαργος
πίσσα = πίσσα, κόλαση
πισσάνος = μελαψός
πισσάρια = τα πρώτα σκούρα αποχωρήματα του βρέφους
πισσάς = εκείνος που πουλά πίσσα
πισσέα = οσμή της πίσσας
πισσελλάζω = εκκρίνω υγρό στο χρώμα της πίσσας
πισσέλλιν = υγρό στο χρώμα της πίσσας στο σωλήνα θερμάστρας, ρητίνη πεύκου
πισσένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από πίσσα
πισσοκούταλον = κουτάλι το οποίο χρησιμοποιείται στη διαλελυμένη πίσσα
πισσού = μαύρη σαν πίσσα, ακάθαρτη, λερωμένη
πισσόχορτον = αγριόχορτο το οποίο εκκρίνει μαύρη κολλώδη ουσία
πίσσωμαν = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα
πισσώνω = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα
πίστ(η) = πίστη
πιστά = απόρρητα, μυστικά
πισταύρ(ιν) = διασταυρωμένο με άλλο
πίσταυρος = σε σχήμα σταυρού
πίστεμαν = το να έχει κάποιος εμπιστοσύνη, το να έχει πίστη θρησκευτική
πιστεμπέλιν = ποδιά
πιστεύω = πιστεύω
page===12

πιστικιάρικο = νοτισμένο, υγρό
πιστίκιν = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
πιστικιώ = νοτίζομαι, υγραίνομαι
πιστικλής = πείσμων, ισχυρογνώμων
πιστίμιν = πείσμα, θυμός
πιστιμλής = πεισματάρης, θυμώδης
πίστομα = μπρούμυτα
πίστος = κόλλα από άμυλο
πιστοφέα = πιστολιά
πιστόφιν = πιστόλι
πιστοφορώ = απατώ
πιστώνω = βάφω με πίστον τα νήματα για να γίνουν πιο στερεά
πίσω = πίσω
πισωκέλι = παράμερο μέρος οικίας
πίτα = πίτα, είδος λαγάνας
πιταγωγή = προσταγή
πιταγωγός = ο επιτάσσων
πιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω
πιτάλευρον = αλεύρι για πίτες
πιτάφιος = επιτάφιος
πιταχτέρ(ιν) = παιδί που κάνει θελήματα
πίτερον = πίτουρο
πιτζακώνω = κάνω χαλάστρα
πίτζι = στην παιδική γλώσσα, λούσιμο
πίτη = τρυπητήρι
πιτήανα = τηγανίτες τηγανισμένα με βούτυρο ή λάδι και αρτυσμένα με μέλι ή ζάχαρη
πιτόπον = πίτα
πιτόπ’λλον = πίτα
πίτρα = πιτυρίδα
πιτραχήλιν = πετραχήλι
πιτροπική = η ιδιότητα του επιτρόπου
πίτροπος = επίτροπος
πίτσιν = εξώγαμο παιδί
πιτυράζω = έχω πιτυρίδα
πιτυράσιμον = έχω πιτυρίδα
πίτυρη = πιτυρίδα
πιτυρίδα = πιτυρίδα
πιτυριδιώ = πιτυριάζω
πιτώνω = πιέζω
πίφ = επιφώνημα που εκφράζει αηδία
πιφάνεση = εμφάνιση προσώπου
πίφανον = εμφάνιση προσώπου
πιφτάνω = καταφτάνω
πίφτειρος = ψειριάρης
πίχερος = ο επιδέξιος σε έργο
πιχλοΐζω = καλύπτομαι από χλόη
πίχλομος = λίγο χλωμός
πίχλωρος = λίγο χλωμός
πιχορίκ(ιν) = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας
πλαγιάζω = πλαγιάζω, κατακλίνομαι προς ύπνο, κατάκειμαι ασθενής
πλαγίζω = λιποθυμώ
πλάγιν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο
πλαγινά = αμυγδαλές
πλαγκά = με μικρή πλάγια κλίση
πλαγκαικά = παραπέρα
πλαγκέσου = στο παραπέρα μέρος
πλαγκιάνου = παραπέρα με κατεύθυνση προς τα άνω
πλαθάκιν = άρτος πλατύς από ζύμη νερουλή, εκείνο που έχει σχήμα πλάκας, πλακοειδές
πλαθακοπρόσωπος = πλατυπρόσωπος
πλάθω = είμαι σε αφθονία
πλάκα = πλάκα, αβάκιο μαθητή, πέλμα, το πέλμα της κάλτσας, η ανοιχτή παλάμη
πλακαμός = το πλακόστρωτο έδαφος
πλακανούτζα = πλακοειδής πέτρα
πλακατέα = τολύπη λιναριού
πλακατίζω = τυλίγω το λινάρι στην ηλακάτη
πλακί(ν) = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος
πλακίζω = ισοπεδώνω κάτι και το κάνω σαν πλάκα
πλακόπον = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος
πλακούτζα = μικρή πλάκα, άρτος λεπτός είδος λαγάνας
πλακουτζάριν = επίπεδο, πλακοειδές
πλακούτζιν = άρτος λεπτός σαν λαγάνα
πλακουτζός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας
πλακουτζώνω = κάνω κάτι σαν πλάκα, στρώνω με πλάκες
πλακουτζωτός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας
πλάκωμαν = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ
πλακώνω = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ
πλακωτά = οτιδήποτε πλακοειδές
πλακωτός = πεπιεσμένος
πλαμμερέαν = παραπέρα
πλαμμερκαικά = παραπέρα ακριβώς
πλαμμερκέσου = στα παραπέρα μέρη
πλαμμερκιάνου = παραπέρα προς τα άνω
πλαμμερόθεν = παραπέρα
πλαμμέρου = παραπέρα
πλάν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο
πλάνα = πλάνη
πλανέτρα = πόρπη ζώνης
πλανεύω = απατώ
πλάνος = πλάνο
πλάνος = εκείνος που πλανά, εξαπατά, απατεώνας
πλαντάζω = πλημμυρώ
πλάνω = δημιουργώ, πλάθω, λαμβάνω σύσταση, μορφή, εμφανίζομαι
πλανώ = απατώ, αποπλανώ
πλάση = πλάση, δημιούργημα
πλάσιμον = δημιουργία
πλάσμαν = δημιούργημα, πλάσμα
πλασταρέα = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν ζύμη
πλαστήριν = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν άρτους
πλάστης = Θεός
πλάστρα = τραπέζι ειδικό για άνοιγμα φύλλου ζύμης
πλατάνα = μέδουσα
πλατέα = σε πλάτος
πλάτεμαν = διαπλάτυνση
πλατένω = πλαταίνω
πλάτη = πλάτη, ράχη, ωμοπλάτη
πλάτος = πλάτος
πλατούτζα = είδος αθερινής πλατείας
πλατυλούδ’κον = ύφασμα που έχει πλατειές χρωματιστές ραβδώσεις
πλάτυμαν = διαπλάτυνση
πλατύνω = πλαταίνω
πλατυπρόσωπος = πλατυπρόσωπος
πλατύς = πλατύς
πλατύφυλλος = πλατύφυλλος
πλατωτός = πλατύς
πλεθεντικός = πληθυντικός
πλέθος = αύξηση κατά την παρασκευή
πλεθοστομώ = φλυαρώ
πλέθυγμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι
πλέθυμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι
πλεθυνία = αφθονία
page===13

πλεθυντικός = τρόφιμο που αυξάνεται κατά την παρασκευή του
πλεθύνω = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι
πλέθωση = αύξηση κατά την παρασκευή
πλείον = περισσότερο, πολλά, πλέον
πλεκάδα = πλόκαμος γυναικείας κόμης
πλεκάδιν = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών
πλεκαδόπον = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών
πλέκω = πλέκω
πλεμάτι = δίκτυο, σχοινί
πλέντι = το περισσευούμενο, το πλεονάζον
πλένω = πλένω
πλέξη = πλέξιμο
πλέξιμο(ν) = πλέξιμο
πλεξίον = πλέξιμο
πλεξούδα = πλεξούδα
πλέοι = πλείονες, περισσότεροι
πλέον = περισσότερο, πολλά, πλέον
πλεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι
πλέρα = τέλος
πλεροφόρεμαν = ικανοποίηση
πλεροφορώ = πληροφορώ
πλέρωμα(ν) = πληρωμή οφειλόμενου χρέους
πλερωμονή = πληρωμή οφειλόμενου χρέους
πλερωμός = σωματική κόπωση, αφανισμός
πλερώνω = πληρώνω, τελειώνω
πλερωτής = πληρωτής
πλέτερος = περισσότερος
πλευρό(ν) = πλευρό
πλευρομάχαιρον = παιδί που δεν χωρίζεται από το πλευρό της μητέρας του
πλευρόπονος = πόνος του πλευρού
πλέω = πλέω, καθελκύω πλοίο, πλημμυρώ, κατακλύζομαι
πληγή = πληγή, τραύμα
πλήγωμα = έκζεμα, λειχήν
πληθένω = περισσεύω
πληθοκαλατζεύω = φλυαρώ
πλήθος = πλήθος
πληθύνω = περισσεύω
πλήξη = πλήξη
πληροφορώ = ικανοποιώ, παραπείθω
πλήσκω = στενοχωρούμαι
πλιγούρ(ιν) = πλιγούρι
πλιγουρίουμαι = στενοχωρούμαι πολύ, πεθαίνω από ασφυξία
πλίκος = φάκελος επιστολής
πλογόμιν = κοτέτσι
πλοκάδ(ιν) = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών
πλουγουρένος = εκείνος που είναι παρασκευασμένος από πλιγούρι
πλουγουρεύω = παρασκευάζω πλιγούρι
πλουγούριν = πλιγούρι
πλουγουρόπον = λίγη ποσότητα πλιγουριού
πλουγουροσίρβιν = σούπα από πλιγούρι
πλουμί(ν) = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο
πλούμιγμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων
πλουμίζω = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων
πλουμίκας = ποικιλόχρωμος, παρδαλός
πλούμισμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων
πλουμιστοκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που έχει ξανθό χρώμα με κόκκινα στίγματα
πλουμιστομμάτης = εκείνος που έχει μάτια ποικιλόχρωμα
πλουμιστός = ο κεντημένος με πλουμιά, ποικιλόχρωμος, κατάστικτος
πλουμόπ’λλον = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο
πλούμος = πούπουλα
πλουσένω = πλουταίνω
πλούσια = πλούσια
πλουσία = πλούτος
πλουσιοκόριτζον = πλουσιοκόριτσο
πλούσιος = πλούσιος
πλουτένω = πλουταίνω
πλουτία = πλούτος
πλουτίζω = πλουτίζω
πλούτος = πλούτος, περιουσία
πλούτος = πτηνό κούκος
πλουτύνω = πλουταίνω
πλύμα = απόπλυμα μαγειρικών σκευών που δίνεται στις αγελάδες ως τροφή
πλύμιγμαν = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ
πλυμίζω = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ
πλυμίν = διάφορα χόρτα και λαχανικά βρασμένα με πολύ νερό και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες
πλυμοζώμιν = το νερό του πλυμιού
πλυμοζωμόπον = λίγη ποσότητα νερού από πλυμίν
πλυμόπον = λίγη ποσότητα πλυμιού
πλυμοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για πλυμίν
πλύνω = πλένω
πλύση = πλήση, μπουγάδα
πλυσιμάτιν = χρόνος κατάλληλος για πλύσιμο
πλύσιμο(ν) = πλύσιμο
πλυσίον = πλύσιμο
πλυσταρείον = πλυσταριό
πλυστικά = η αμοιβή της πλύστρας
πλύστρα = γυναίκα που πλένει ρούχα επ’ αμοιβής
πλυτής = εκείνος που πλένει σκεύη για κασσιτέρωμα
πνέμαν = νους, ψυχή
πνεματικός = πνευματικός
πνίγω = πνίγω
πνοή = πνοή
ποαλεύκουμαι = στενοχωριέμαι
πογαζόπον = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς
πογάλιν = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς
πογιά = βαφή
πογιαμά = βαφή
πογιατζής = βαφέας
πογιατίζω = βάφω, χρωματίζω
πογιάτισμαν = βάφω, χρωματίζω
πόγιν = ανάστημα, μπόι
πογολάριν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη
πογόλιν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη
πόγος = μπόγος
πογού = ατμός, αναθυμίαση, εξάτμιση
πογουλάεμαν = θέτω στον ατμό
πογουλαεύω = θέτω στον ατμό
πόδα = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως
ποδάζω = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα
ποδαράς = εκείνος που έχει μεγάλα πόδια
ποδαρέα = πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως, ήχος βημάτων
ποδαρέμπαλλον = πανί με το οποίο τυλίγουν τα πόδια του βρέφους
ποδαρικόν = ποδαρικό
ποδάριν = πόδι
ποδαρομύτιν = τα δάχτυλα του ποδιού
ποδαρόπλυγμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου
ποδαρόπλυμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου
ποδαροπλύνω = πλύνω τα πόδια κάποιου
ποδαροπλύσιμον = το να πλένει κάποιος τα πόδια καποιανού
ποδαροπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια
page===14

ποδαρόπον = ποδαράκι
ποδαρώνας = αποχωρητήριο
πόδας = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως
πόδασμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα
ποδαστέριν = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει
ποδαστήρα = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει
ποδαστού = αγελάδα της οποίας δένουν τα πόδια κατά το άρμεγμα
ποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού
ποδέα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος
ποδεδίζω = χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ
ποδέσιν = αγκύλη στη βάση του αδραχτιού όπου προσδένεται το νήμα
ποδίαγμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα
πόδιν = πόδι
ποδίτζα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος
ποδοπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια
ποδόπον = ίχνος ποδιού στη γη
ποδόστημα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη
ποδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους
ποδοχτυπώ = χτυπώ με το πόδι
ποδωνάριν = μπατζάκι, δέρμα ζώου από το γόνατο μέχρι του σφυρού
πόζεμαν = φθείρω, χαλώ
πόζης = φαιόχρωμος
ποζλάεμαν = αποκτώ χρώμα φαιό
ποζλαεύω = αποκτώ χρώμα φαιό
ποζωτός = φαιόχρωμος
πόθεν = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο
ποθετή = σύζυγος αγαπητή
ποθήκω = κοιμίζω μωρό
ποθίκα = αλεπού
ποιητής = ο δημιουργός του κόσμου, ο θεός
ποιλής = εκείνος που είναι ψηλού αναστήματος
ποίμαν = πλάσμα παραμορφωμένο, άνθρωπος κακός
ποίος = ποιος
ποιος = όποιος, όστις
ποίσιμον = πράξη, εκτέλεση έργου
ποίω = κάνω
ποκάμισον = πουκάμισο
ποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα
πόκιν = είδος χόρτου θαμνώδους
ποκίτα = είδος χόρτου θαμνώδους
πόλα = πολλά, πολύ
πολέμεμαν = κόπος, προσπάθεια
πολεμίσματα = μόχθοι, προσπάθειες
πολεμιστής = πολεμιστής
πόλεμος = πόλεμος, μάχη
πολεμώ = πολεμώ, κοπιάζω
πόλης = γενναιόδωρος
πολιβάγκα = είδος προχύτου
πολικένω = αφήνω κάτι μπόλικο
πόλικος = άφθονος, πολύς
πολιτανός = κάτοικος πόλης
πολιτεία = πολιτεία
πολιτεύω = γίνομαι της μόδας (είδη ενδυμασίας), προσπαθώ να φανώ αρεστός αν και δεν εγκρίνω τις πράξεις ή σκέψεις του
πολίτης = κάτοικος της Πόλης, πολίτης
πολιτικά = πολιτικά
Πολίτικος = ο προερχόμενος από την Πόλη
πολιτικός = ευπροσήγορος, θηλ. πολιτική, ευγένεια, τρόπος συμεριφοράς, ουδ. πληθ. ενδύματα ευρωπαϊκής μόδας
πολιτισμός = ευγενής συμπεριφορά
πολλά = πολλά
πολλάεμαν = πληθύνομαι
πολλαεύω = πληθύνομαι
πολλάς-υΐας = χαιρετιστήρια έκφραση επιστολής ή προφορικής ομιλίας διαβιβαζομένη σε οικοία και φιλικά πρόσωπα
πολλιχνία = πολυανθρωπία, πολυκοσμία
πολλοί = πολλοί
πολύ- = πρώτο συνθετικό που επιτείνει την έννοια του δεύτερου π.χ. πολυδακρύζω, πολύξερος κτλ.
πολυαγαπημένος = πολυαγαπημένος
πολυαντρού = κοινή εταίρα
πολύδακρύζω = δακρύζω πολύ
πολυδούλ’κον = πολύχρωμο ύφασμα
πολυέλεος = πολυέλαιος
πολυεξοδία = σπατάλη
πολυέξοδος = σπάταλος
πολυζώετος = εκείνος που ζει πολλά έτη
πολυκαλατζεύω = φλυαρώ
πολυκάντηλον = λύχνος πολύφωτος
πολύκαρπος = εκείνος που φέρνει πολλούς καρπούς
πολύκλαδος = εκείνος που έχει πολλά κλαδιά
πολυκοσμία = πολυκοσμία
πολυλογία = πολυλογία
πολυλογίζω = πολυλογώ, φλυαρώ
πολύλογος = πολύλογος
πολύξερος = πολύξερος
πολύπαθος = εκείνος που παθαίνει πολλά
πολυπαιδούσα = εκείνη που γεννάει πολλά τέκνα
πολύπλαστο = φούρνος που φουρνίζει πολλά
πολυπόδιν = εκείνος που έχει πολλά πόδια, μεταφ. πολύ εύστροφος και ευκίνητος, είδος πολύποδου σκώληκα
πολύπονος = εκείνος που συχνά αρρωσταίνει
πολυτάραγος = πολυποίκιλος
πολυτεκνώ = γεννώ πολλά τέκνα
πολυτεχνίτης = εκείνος που γνωρίζει πολλές τέχνες
πολύτιμος = πολύτιμος
πολυφαγία = πολυφαγία
πολυφάγος = πολυφάγος
πολύφυλλον = η κοιλιά των μηρυκαστικών όπου συντελείται η πέψη
πολυχειλία = πλήθος ανθρώπων που τρώνε όλοι μαζί
πολυχερία = συνεργασία πολλών χεριών
πολυχρονεμένος = εκείνος που ζει πολλά χρόνια
πολυχρονίζω = κάνω κάποιον πολύχρονο
πολυχρόνισμαν = κάνω κάποιον πολύχρονο
πολύχρονος = πολύχρονος, μακρόβιος
πομένω = απομένω, υπολείπομαι
πομπάκιν = βαμβάκι
πομπευτής = απατεώνας, υποκριτής
πομπεύω = θεατρίζω, καταισχύνω
πομπή = αθλιότητα, άνθρωπος άξιος λοιδορίας, επονείδιστος
πομπονάουμαι = τρέμω από το ψύχος
πόνα = κοτέτσι
πονάζω = βάζω τις κότες στο κοτέτσι
πονάσκομαι = έχω πόνους τοκετού
πόνεμα = πόνος, συμπόνια, οίκτος
πονεμένα = με πόνο, μεταφ. λυπημένα, πικραμένα
πονέσιν = κοτέτσι
πονέστρα = γυναίκα που αισθάνεται τους πόνους του τοκετού
πονέτζιν = κοτέτσι
πονετικός = συμπονετικός
πονηρία = πονηριά, πανουργία
πονηρός = πονηρός, πανούργος
πόνιν = κοτέτσι
πονισκούμαι = πονώ
πονοβόλι = άνθρωπος που προσβάλλεται από πολλές νόσους
page===15

πονόδοντος = πονόδοντος
πονόκαρδος = εκείνος που έχει πόνο στη καρδιά
πονοκέφαλος = πονοκέφαλος
πονοκεφαλώ = κουράζομαι διανοητικώς σκεπτόμενος, πονάει το κεφάλι μου
πονομματίος = η νόσος οφθαλμία
πονόμματος = η νόσος οφθαλμία
πόνος = πόνος σωματικός, άλγος, λύπη
πονοστομία = πόνος στο στόμα
πονόψυχος = πονόψυχος
ποντίγουμαι = καταποντίζομαι
ποντικάριν = ποντικός
ποντικάχαντον = φυτό με αγκάθια που προστατεύει τα τρόφιμα από τους ποντικούς
ποντικέα = η οσμή του ποντικού
ποντικιαγμένον = ποντικοφαγωμένος
ποντικιάριν = ποντικοφαγωμένος
ποντικίτζος = ποντικός
ποντικοβότανον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο
ποντικοκίτζιτζα = είδος φυτού το οποίο νομίζεται ότι διώχνει τους ποντικούς
ποντικοκούλαντζον = κόπρος ποντικού
ποντικοκούλλυρον = κόπρος ποντικού
ποντικόλαδον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο
ποντικόμουχλα = κόπρος ποντικού
ποντικοπιάστε = ποντικοπαγίδα
ποντικοπιάστρα = ποντικοπαγίδα
ποντικοπλάκιν = ποντικοπαγίδα όπου ο ποντικός πλακώνεται από λίθινη πλάκα
ποντικόπον = ποντικός
ποντικοπούλλιν = νεογνό ποντικού
ποντικοπούρτζι = κόπρος ποντικού
ποντικόπ’λλον = ποντικός
ποντικός = ποντικός
ποντικούδιν = ποντικός
ποντικοφάει = ο φαγωμένος από ποντικό
ποντικοφαεμένον = ο φαγωμένος από ποντικό
ποντικοφάρμακον = δηλητήριο για ποντικούς
ποντικοφράχτης = πτηνό όμοιο με δρυοκολάπτη
ποντικοφωλίδιν = φωλιά ποντικών
ποντικοφώλιν = φωλιά ποντικών
πόντιλα = χονδρά σανίδια με τα οποία στρώνουμε το δάπεδο της μάνδρας, δοκάρια στέγης
ποντιλώνω = στρώνω με πόντιλα
ποντουρούκι = εδώλιο κωπηλάτη
πονώ = πονώ
ποπαδακόν = μισθός ιερέα, πληθ. καθήκοντα ιερέα, άμφια
ποπάδεμαν = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα
ποπαδεύω = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα
ποπαδία = παπαδιά
ποπαδική = ιεροσύνη
ποπαδίτζος = νεαρός ιερέας, θηλ. έντομο πολύχρωμο
ποπαλίτρα = γυρίνος, είδος σκουληκιού σε λιμνάζοντα νερά
ποπάς = παπάς, ιερέας
ποπόλα = ψείρα (στη παιδική γλώσσα)
ποπολίτζιν = φάντασμα φόβητρο των παιδιών, πυγολαμπίδα
ποπόνι = πεπόνι
πόπονον = ώριμος καρπός
ποποπώ = ψειριάζω
ποπός = φάντασμα φόβητρο των παιδιών
πόρα = θύελλα, καταιγίδα
πορανή = φαγητό από λάχανα ή σέσκουλα
ποράνιν = βροχή μικρής διάρκεια
πορανλαεύω = (πορανλαεύ’) βρέχει με διαλείμματα
πορδαλάζω = παροργίζω, αγανακτώ
πορδαλάς = εκείνος που πέρδεται συνέχεια, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμένος, φάντασμα μπαμπούλας, επίθ. πολύτροπος, πονηρός
πορδαλιστής = η διάθεση να πέρδεται
πορδέα = η δυσοσμία της πορδής
πορδέας = ο περδόμενος
πορδή = πορδή
πορδιδερόν = κωμικώς δοχείο πορδής
πορδίζω = πέρδομαι
πορδοκυλώ = κατρακυλώ
πορδοσάκκουλο = κωμικώς το σώβρακο
πορδοχαρά = εμπαικτικός χαρά για ασήμαντο πράγμα
πορεμένος = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πορετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία
πορεύομαι = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πόρευση = διαβίωση, ζωή, αποχωρητήριο
πορεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πορίν = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική
πόρνος = πόρνος ή μοιχός
ποροζάνιν = σάλπιγγα στρατιωτική
ποροζαντζής = σαλπιγκτής
πορού = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική
πορπατώ = περπατώ
πορρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο
πορσούφης = ο ασβός
πόρτα = πόρτα, θύρα
πορτάρης = πορτιέρης, θυρωρός
πόρτζιν = είδος ρώσικης σούπας
πορτίν = μικρή πόρτα
πορτοκαλέα = η οσμή πορτοκαλιού
πορτοκάλιν = πορτοκαλιά και ο καρπός
πορτοπούλλα = μικρή πόρτα
πορτόπουλλον = πόρτα, θύρα
πορτόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος που περιφέρεται στις πόρτες για αναζήτηση τροφής
πόρτωμαν = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος
πορτώνω = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος
πορφυρίζω = ρέω άφθονα
πορώ = μπορώ
ποσάνεμαν = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα)
ποσανεύκομαι = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα)
Ποσάς = Γύφτος
πόσικος = πόσος
ποσοπούλλιν = γυφτόπουλο
πόσος = πόσος
ποσούτζικος = πόσος
ποσπογάζης = ακριτόμυθος, φλύαρος
ποσπογαζλαεύω = είμαι ακριτόμυθος, φλυαρώ
ποσπογαζλίκιν = ακριτομυθία, φλυαρία
πόστα = ταχυδρομείο
ποστάλα = είδος γυναικείου υποδήματος, παλιά υποδήματα
ποστένος = ο φτιαγμένος από δέρμα
πόστιν = δέρμα ζώου ολόκληρο
ποστοκάλαθον = καλάθι με δερμάτινη βάση
ποστρόφια = ευωχία στο σπίτι του πατρός της νύφης εφτά μέρες μετά τη στέψη
ποστώνω = περιβάλλω με δέρμα, φέρω χνούδι (για ύφασμα)
ποταμάζω = ρέω σαν ποτάμι, παθ. κατακλύζομαι από ύδατα ποταμού
ποταμάκριν = η όχθη ποταμιού
ποταμέα = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά
ποταμέσιν = ποταμίσιο
ποταμία = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά
ποταμίζω = κατακλύζω, πλημμυρώ, παθ. παρασύρομαι από ποτάμι
ποτάμιν = ποταμός
page===16

ποταμολάλλατζον = λείος λίθος ποταμού
ποταμόνερον = νερό ποταμού
ποταμόξυλον = είδος θαμνώδης ιτιάς υδροχαρούς
ποταμόπετρα = λεία πέτρα ποταμού
ποταμόπον = ποταμάκι
ποταμοπούλλιν = πουλί που διατρέφεται στις όχθες ποταμού
ποταμός = ποταμός
ποταμόσκυλλος = κάστορας
ποταμόχειλον = όχθη ποταμού
ποταμόχορτον = χόρτο που φυτρώνει δίπλα σε ποτάμι
ποτάριν = ένδυμα με σούφρες στη ραφή
ποταφνιών = ωχριώ από φόβο, ψύχος κτλ
πότε = πότε
πότεκαικα = πότε ακριβώς
πότεκεσου = πότε περίπου
πότεκιανου = από πότε, προ πολλού
ποτές = ουδέποτε
ποτή = ποτό
ποτήριν = ποτήρι
πότιγμαν = πότισμα
ποτιγμάτιν = πόσιμο
ποτίζω = ποτίζω
ποτίν = ποτό
πότισμαν = πότισμα
ποτιστέριν = ποτιστήρι
ποτισώνα = ποτίστρα, το πότισμα των ζώων
ποτόν = ποτό
ποτόστομα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη
ποτότιν = φυτό που χρησιμεύει στη στύψη για την μαύρη βαφή
ποτούριν = είδος αντρικού παντελονιού
ποτούτζι = μικρό ξύλινο δοχείο ύδατος
πού = όπου, οπουδήποτε
που = που
που-μερέαν = σε ποιο μέρος
που-μέρου = σε ποιο μέρος
πουγάλεμαν = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
πουγαλεμένα = με στενοχώρια
πουγαλεύω = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
πουγαλία = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια
πουγαλίος = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια
πουγαλμονή = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια
πουγαλτουρεύω = στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά
πούγιος = ποιος
πουγιουρεύω = διοικώ, κυβερνώ
πουγκάλεμα = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
πουγκίν = πουγκί, βαλάντιο
πουγκίτα = είδος άγριου χόρτου
πούγω = κάνω
πουδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι
πουδέν = πουθενά, μήπως, ίσως
πουζεύω = σουφρώνω
πούζιν = πάγος
πούθε = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο
πουθέν = πουθενά, μήπως, ίσως
πουΐκιν = μουστάκι
πουϊκλής = μουστακαλής
πουϊκώνω = φέρω μουστάκι
πούκαικα = που κοντά
πουκάλιν = μπουκάλι
πούκεσου = κατά που
πούκιανου = που προς τα άνω
πούλα = η μεγαλύτερη αδελφή
πουλαμά = γάλα προβάτου παχύ κατά το φθινόπωρο που πήζει σε παρατεταμένο βρασμό και ψύξη
πουλάριν = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι
πουλαρόπον = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι
πουλασεύω = ανακατώνομαι, μπερδεύομαι, αρχίζω, πλησιάζω κάποιον με εχθρική διάθεση
πουλενά = κοτέτσι
πουλένιν = δοχείο όπου ρέει ο χυμός των πατημένων σταφυλιών
πουλετί = κλήρος
πουλεύω = κλωσώ, επωάζω, κάνω πουλιά
πούλημα = πούλημα
πουλημάτικον = αυτό που είναι προς πώληση
πουλημάτιν = αυτό που είναι προς πώληση
πουλής = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα
πούληση = πώληση
πούλιν = λέπι ψαριού, πούλια για κόσμηση υφασμάτων, γραμματόσημο, κηλίδα
πουλλάδα = νεαρά όρνιθα
πουλλάδιν = νεοσσός όρνιθας
πουλλαδίτζα = νεοσσός όρνιθας
πουλλί(ν) = πτηνό, πουλί, χαρταετός, γαστροκνήμιο
πουλλίκα = πουλάκι
πουλλίτζα = μικρή όρνιθα, αγριόχορτο εδώδιμο
πουλλογόμιν = κοτέτσι
πουλλόπ’λλον = πουλάκι
πούλλος = παρηγοριά μικρού παιδιού
πουλλοφάει = τροφή πουλιών, καρπός μισοφαγωμένος από πουλιά
πουλλόχορτον = αγριόχορτο εδώδιμο
πουλουλάπιν = αχλάδι κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι
πουλουλέα = ποσότητα όση χωράει το πουλούλιν
πουλούλιν = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω
πουλουλοκοίλιν = αυτός που έχει κοιλιά εξογκωμένη σαν το πιθάρι
πουλουλόμηλον = μήλο κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι
πουλουλόπον = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω
πουλούν = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα
πουλούτσιν = είδος μικρού κόσκινου
πουλταγκίτζα = γυναίκα ελεύθερων ηθών
πουλώ = πουλώ
πουλώνω = βγάζω πουλάκια
πούμερκαικα = που κοντά ακριβώς
πούμερκεσου = κατά που
πούμερκιανου = που προς τα άνω
πουμπάρ(ιν) = το παχύ έντερο ζώου που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλλαντικών
πουμπούν = νερό (στη παιδική γλώσσα)
πουμπούρης = ηλίθιος, χαζός
πουμπούριν = κάνθαρος, σφήκα, πληθ. πουμπούρα τα διάφορα είδη των βομβυκίων
πουμπουροπρόσωπος = εμπαικτικά αυτός που έχει πρόσωπο όμοιος με κάνθαρο
πούμπουρος = κάνθαρος, σφήκα, κηφήνας
πουνέαλος = πιρούνι
πούνια = η οπή στο μέσο της βάρκας
πούπουλο = πούπουλο
πουράνα = επουράνια
πουργού = τρυπάνι
πουργουλάεμαν = μεταφ. ανακατεύομαι
πουργουλαεύω = μετα. Ανακατεύομαι
πουρετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία
πουρεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια
πούριν = μαλακή πέτρα με σύσταση από χώμα, το ξυλώδες μέρος του στελέχους του αραβοσίτου
πουρλάεμαν = πτηνό που πετάει φτερουγίζοντας
πουρλαεύω = πετώ φτερουγίζοντας (πτηνό)
πουρλαμά = νυμφική καλύπτρα κοσμημένη με χρυσά κέρματα
page===17

πούρλος = βάση σπασμένου πήλινου αγγείου
πουρμά = χόρτα συστρεφόμενα πάνω σε σχοινί κρέμονται προς αποξήρανση, αλεύρι που μένει από το άλεσμα του πλιγουριού
πουρμαχώ = θερμαίνομαι μέχρι βαθμού αναφλέξεως
πουρνά = το πρωί, αύριο
πουρνάλιν = έβενος
πουρνάριν = το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων, κατά την πρωία
πουρνεζ’νός = πρωινός, αυριανός
πουρνέσιν = πρωινός
πουρνεσινός = πρωινός, αυριανός
πουρνίτζικον = πρωία
πουρνοβράδυν = πρωί και βράδυ
πουρνός = πρωία, αύριο
πουρούζιν = νεαρό μουλάρι
πουρούλιν = κρόκος αβγού
πουρουντίζομαι = περιφέρομαι
πουρουσώνω = σκυθρωπιάζω, καθιστώ κατηφές
πουρούχον = γυναικεία καλύπτρα
πουρπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο
πουρπουλαντζάζω = κοπρίζω (για ζώο)
πουρπουλαντζίζω = κοπρίζω (για ζώο)
πουρπουλάντζιν = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ.
πουρπουλαντζόπον = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ.
πουρπούρα = άνθρωπος σπάταλος
πουρπουρίζω = λαμποκοπώ, στίλβω
πουρπουρίζω = σκορπίζω
πουρπούρισμαν = λαμποκοπώ, στίλβω
πουρπουτζέλι = παιδάριο
πουρπούτης = ρακένδυτος, κουρελιάρης
πουρτέκια = χοντρά χείλη
πουρτεκόχειλος = αυτός που έχει χοντρά χείλη
πουρτζιλέα = κουτσουλιά
πούρτζιν = μπουμπούκι
πουρτζουλεύω = στραγγαλίζω
πουρτζουλίζω = πιτσυλίζω
πουρτζουλώ = λερώνω με κουτσουλιά
πουρτία = αποσκευές ταξιδιώτη, πανικά εμπορίου
πούρτιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος πολύ κοντό και ακατάλληλο για γνέσιμο, ράκος, κουρέλι
πουρτουλάουμαι = καταντώ ρακένδυτος, κινώ σπασμωδικά τα χέρια μου
πουρτουλέας = ρακένδυτος, κουρελής
πουρτούλης = ρακένδυτος, ζώο που έχει άφθονο τρίχωμα, μαλλιαρός
πουρτούλιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος ακατάλληλο για νήμα, ράκος
πουρτουλόης = ρακένδυτος, κουρελής
πουρτουλώ = βγάζω πολλά γένια και μαλλιά
πουρτσάβαλη = προσκέφαλο, μαξιλάρι
πούσελα = ναυτική πυξίδα
πούσιν = καταχνιά, ομίχλη
πουσινίζω = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα
πουσίνισμαν = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα
πουσίντα = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος
πουσιντάλευρον = αλεύρι από φρυγανισμένο αλεύρι
πουσιντάριν = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος
πουσιντομάλεζον = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένης κριθής
πουσκουλάριν = φουντωτό
πουσκούλιν = η φούντα του φεσιού
πουσμάνεμαν = μετάνοια, μεταμέλεια
πουσμανεύω = μετανιώνω, μεταμελούμαι
πουσμάνης = ο μεταμελούμενος
πουσμάνιν = μεταμέλεια
πουσμαντζαλούκιν = μεταμέλεια
πουσουρεύω = εξαφανίζω
πουσπούρα = ρίγος, τρέμουλα, φόβος
πουσπουράζω = καταλαμβάνομαι από ρίγος
πουσπουράνος = είδος μεγάλου ποντικού
πουσπουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουσπούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουσπουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα
πουστουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουστούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
πουστουριχτά = ψιθυριστά
πουστουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα
πούσωμαν = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη
πουσώνω = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη
πουσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει
πουσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ
πουτάεμαν = κλάδεμα
πουταεύω = κλαδεύω
πουταλάς = κουτός, μωρός
πουταλωσύνα = κουταμάρα, μωρία
πουτάνα = πόρνη
πουτανίτζα = πόρνη
πουτανλίκι = η ιδιότητα της πόρνης
πουτανωτός = όχι πολύ τίμιος
πουτζάζω = λακτίζω, κλοτσώ
πουτζή = κόρη, νεανίδα
πουτζίδιν = κόρη, νεανίδα
πουτζιδόπον = κόρη, νεανίδα
πουτζίκα = κορούλα
πουτούνα = ξύλινο δοχείο βουτύρου, τυριού κτλ.
πουτουρεύω = φονεύω, αποκοιμίζω
πούφ = εκφράζει αηδία και αποστροφή
πούφιος = άδειος, κούφιος
πούχνα = πάχνη, αραιά ομίχλη
πούχνι = ίχνος
πουχνίζει = για έφηβο που αρχίζουν να φυτρώνουν οι πρώτες τρίχες στο γένι
πούω = κάνω
πόφιος = άδειος, κούφιος
πόχιν = απόχη
ποχλάδι = απολειφάδι
ποχόλι = αραβόσιτος ο οποίος ακόμα βρίσκεται σε γαλακτώδη σύσταση
ποχορίκι = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας
ποχτσά = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού
ποχτσαλάεμαν = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο
ποχτσαλεύω = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο
ποχτσόπον = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού
ποχώνω = χώνω από κάτω, θάβω
πόψε = απόψε
ποψιζ’νός = αποψινός
πραγιάζω = πραΰνω, ησυχάζω
πραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός
πράγκα = αλυσίδα κατάδικου
πράδιν = πόδι
πραένω = γίνομαι ανίκανος
πραεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός
πράζω = ανατρέφομαι
πράμα(ν) = πράμα
πραματεία = εμπόριο
πραματευτής = πραγματευτής, εμπόριο
πραματόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος
πράνα = προ ολίγου
πράξη = πράξη, πείρα, ικανότητα
page===18

πράξιμον = πράξη, έργο
πράσενον = φαγητό από πράσα
πρασευτέρ(ιν) = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων στη γη, χόρτων κτλ.
πρασινάδα = πρασινάδα
πρασινάουμαι = ερωτοτροπώ προς γυναίκα
πρασινειδής = πρασινωπός
πρασινίζω = πρασινίζω
πρασίνισμαν(ν) = πρασίνισμα
πρασινολιβαδία = χλοερό λιβάδι
πράσινος = πράσινος
πράσον = πράσο
πρασόρριζα = ρίζα πράσου
πρασόσπορον = σπόρος πράσου
πρασοτήγανον = τηγάνι των πράσων, πράσα τηγανισμένα με αβγά
πρασοφάει = φαγητό από πράσα
πρασοφούστουρον = φαγητό από πράσα
πρασόφυτον = φύλλο πράσου
πράττω = πρέπει, αρμόζω, προσήκω
πραΰνω = γίνομαι ανίκανος
πραΰνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω
πρέ = μωρός
πρέζω = φουσκώνω, πρήζομαι
πρενίζω = πριονίζω
πρένιν = πριόνι
πρενόπον = πριόνι
πρέντζιν = απόκρημνος τόπος
πρεπούδες = είδος αχλαδιών
πρεπούμενον = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει
πρέπουσα = η αρμόζουσα τιμωρία
πρεπούτζα = η πρέπουσα απάντηση σε άνθρωπο αθυρόστομο
πρέπω = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει
πρέσιμον = πρήξιμο, οίδημα
πρεσίος = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα
πρεσκίζω = φουσκώνω
πρέσκισμαν = φούσκωμα
πρέσκομαι = πρήζομαι, φουσκώνομαι
πρέσμαν = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα
πρεσμενοκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά
πρεστάγγης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς
πρεσταγκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς
πρέψη = ευπρέπεια, κοσμιότητα
πρήζω = φουσκώνω, πρήζομαι, παθαίνω οίδημα
πρίγκοιλας = γάστρων, κοιλαράς
πριζ’νάριν = ο χρόνος προ μεσημβρίας, το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων
πριν = πριν, προηγουμένως
πριντζένον = φαγητό από ρύζι
πριντζένος = ορειχάλκινος
πριντζεύω = (πριντζεύ’) χιονίζει με νιφάδες σαν ρύζι
πρίντζιν = ρύζι
πριντζομαγέρεμαν = σούπα από ρύζι
πριντζοπίλαβον = πιλάφι από ρύζι
πριντζοπιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού
πριντζόπον = λίγη ποσότητα ρυζιού
πριντζοσούρβιν = σούπα από ρύζι
πρισίμιν = νήμα από μετάξι
πρίσμα = μεταφ. διαμάχη, διχόνοια
πρισμός = διαμάχη, διχόνοια
πριχού = πριν
προαίρεση = βούληση, γνώμη, διάθεση
προαιρεύω = αποφασίζω
προβατάζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατάς = ιδιοκτήτης προβάτων
προβάτασμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατέα = η οσμή των καταυλισμένων προβάτων
προβατέσιος = πρόβιος
προβατίζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβάτισμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατίτζιν = πρόβατο
προβατίτζιν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα)
προβατοβοσκίτζα = φυτό δηλητηριώδες που χρησιμεύει σαν επίθεμα σε έλκη
προβατόκρον = κρέας προβάτου
προβατολάγγεμαν = είδος παιδικού παιχνιδιού
προβατολάγγιν = είδος παιδικού παιχνιδιού
προβατομμάτης = αυτός που έχει μάτια σαν του πρόβατου
πρόβατον = πρόβατο
προβατόπ’λλον = προβατάκι
προβατόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος
προβοδεία = πρόοδος, προκοπή
προβοτίζω = μολύνω, ρυπαίνω
πρόγεμαν = γεύμα
προγεύω = παρέχω το πρωινό φαγητό
προγόνιν = προγονός
προγονός = προγονός
προδότες = προδότης
προεστός = προϊστάμενος, πρόκριτος
προζυμέα = η οσμή της προζύμης
προζυμερή = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη
προζυμερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη
προζύμιν = προζύμι
προζυμοζώμιν = το ζουμί του προζυμιού
προζυμοκούτιν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη
προζυμομάλεζον = το νερουλό μέρος της προζύμης το οποίο εκκρίνεται μετά από μέρες στο δοχείο
προζυμόπον = λίγη ποσότητα προζυμιού
προζυμώνω = κάνω προζύμι
πρόθεση = μέρος του ιερού βήματος όπου προτίθενται τα τίμια δώρα της λειτουργίας
προίκα = προίκα
προικίζω = προικίζω
προικιμάτιν = προικοσύμφωνο
προίκισμαν = προίκισμα
προΐπιτον = απαγορευμένο
προκάνω = προλαμβάνω
προκοίλιν = το υπογάστριο
προκοπή = προκοπή, πρόοδος
προκόφτω = προκόβω, προοδεύω
προκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου
προμοιράζω = προδιαθέτω
πρόν(ιν) = πριόνι
προξένεμαν = προξενεύω
προξενητάβα = γυναίκα που κάνει προξενιά
προξενητής = προξενητής
προξενία = προξενία
προξενώ = προξενώ
προόπον = προβατάκι
πρόπερσι = πρόπερσι
προπερσιζ’νός = προπέρσινος
πρόπολη = πρόπολη
προπόλωμαν = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι
προπολώνω = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι
προπύλαια = προπύλαια
προς = προς
page===19

προσάλευρον = αλεύρι ριπτόμενο στο φτυάρι του φουρνίσματος για να μην κολλάει η ζύμη
προσγενεά = συγγενολόι
πρόσγεννα = ετοιμόγεννη
προσεύκουμαι = κάνω την προσευχή μου
προσευχή = προσευχή
προσκάλεμαν = προσκαλώ
προσκαλώ = καλώ
προσκάρδα = τα στήθη γυναικός
προσκείται = γειτνιάζει, συνορεύει, αρμόζει, πρέπει
προσκέφαλη = το ανώτατο μέρος κτήματος
προσκεφάλιν = μαξιλάρι, προσκεφάλι
προσκλαύκουμαι = κλαίγομαι, παραπονιέμαι
προσκομιδή = προσκομιδή
προσκύνημα = προσκύνημα
προσκυνητάριν = προσκυνητάρι
προσκυνητής = προσκυνητής
προσκυνώ = προσκυνώ, ασπάζομαι, υποτάσσομαι
προσμοίραγμαν = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι
προσμοιράζω = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι
προσονειδάζω = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω
προσονειδίαγμαν = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω
προσονείδιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι
προσταγή = προσταγή, διαταγή
πρόσταγμαν = προστάζω
προστάζω = παραγγέλλω, προστάζω
προστασία = προστασία
προστία = πυροστιά
πρόστυχος = ευτελής, ανήθικος, πρόστυχος
προστυχότε = αναισχυντία, προστυχιά
προστυχωσύνα = αναισχυντία, προστυχιά
προστυχωτός = πρόστυχος
προσυφάζω = περνώ, τυλίγω νήμα στη σαΐτα του αργαλειού, κουβαριάζω νήμα σταυροειδώς
προσύφιν = νήμα έτοιμο προς ύφανση, κουβάρι νήματος που τυλίγεται σταυροειδώς
προσφορά = ο άρτος της λειτουργίας
προσφορόπον = ο άρτος της λειτουργίας
προσφορόσυκον = σύκο πλατύ σε σχήμα προσφοράς
προσωνύμιν = προσωνύμιο, παρατσούκλι
προσωπίδιν = κλειδαριά
προσωπομάντηλον = μαντήλι με το οποίο σκεπάζουν το πρόσωπο του κοιμώμενου βρέφους για το προφυλάξουν από τις ενοχλήσεις των μυγών
πρόσωπον = πρόσωπο
προσώρας = προσωρινώς
προσώρεμα = μεταφ. συμμάζεμα, συστολή ενώπιον πρεσβύτερου
προσωρευτέριν = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων κατά γης, χόρτων κτλ.
προσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει
προσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ, διαπυούμαι (πληγή)
προτεστανία = προτεσταντισμός
προτεστάνος = προτεστάντης
προτού = προτού, πριν
προυγούλ(ιν) = πλιγούρι
προύντζα = τα μπρούντζινα στολίδια των μοσχαριών
προυντζένος = ορειχάλκινος, μπρούντζινος
προύντζος = μπρούντζος, ορείχαλκος
πρόφαση = πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία
προφάσιγμαν = πρόφαση
προφασίουμαι = προφασίζομαι
προφητεύω = προφητεύω, προλέγω, προμαντεύω
προφήτης = προφήτης, προμαντεύει
προφτάνω = προφτάνω, καταφτάνω, εγγίζω
προψές = προχθές το βράδυ
πρύγος = πύργος
πρώιμα = νωρίς, πρώιμα
πρώιμος = πρώιμος, ωριμάζων νωρίς
πρωινέσιος = πρωινός
πρώτα = πρώτα
πρωταγουστία = η πρώτη Αυγούστου
πρωτάνοιξη = ο μήνας Μάρτιος
πρωτάρα = πρωτάρα
πρωτεία = προτεραιότητα, πρωτοκαθεδρία, προβάδισμα
πρωτιζ’νός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος
πρωτικάρα = πρωτάρα
πρωτικαρέα = πρωτάρα
πρωτικάριν = πρωτότοκος
πρωτινός = αρχαίος, παλαιός
πρωτισινός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος
πρωτοβάλλεμαν = ο πρώτος αρραβώνας και η ανταλλαγή δαχτυλιδιών
πρωτόγαλα = πρωτόγαλα
πρωτογαλέα = η οσμή του πρωτογάλατος
πρωτογαλέσιν = πρωτόγαλα
πρωτόγερος = γέρος προϊστάμενος, πρόκριτος, προύχοντας κοινότητας
πρωτοδόναρον = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών
πρωτοκερνάτορας = κεραστής πρώτης τάξεως
πρωτοκλέφτες = κλέφταρος
πρωτοκουρσάρος = αρχηγός πειρατών
πρωτολάλεμαν = κάνω την πρώτη πρόσκληση
πρωτολάλετος = αυτός που λαμβάνει πρώτος πρόσκληση
πρωτολαλώ = κάνω την πρώτη πρόσκληση
πρωτομάερας = αρχιμάγειρας, πρώτης τάξεως μάγειρας
πρωτομαθέτρα = μαθήτρια πρωτόπειρος, μαθήτρια πρώτης τάξεως
πρωτομάστορας = πρωτομάστορας
πρωτομέλιν = το πρώτο μέλι που μαζεύεται
πρωτονήστειος = η πρώτη μέρα της Μ. Τεσσαρακοστής
πρωτοπαίδιν = το πρωτότοκο παιδί
πρωτόπλαστος = πρωτόπλαστος
πρωτόποπας = πρωθιερέας
πρωτοπούλλιν = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών
πρώτος = πρώτος
πρωτοσιδερίασμαν = το πρώτο δέσιμο με αλυσίδες
πρωτοστέφανον = ο πρώτος αρραβωνιαστικός, ο πρώτος και μόνος γάμος
πρωτοτραντάφυλλον = το πρώτο άνθος τριαντάφυλλου
πρωτοτσίτσεκον = το πρώτο άνθος άνθους
πρωτοφώναγμαν = η πρώτη επίκληση αγίου
πρωτοχρονίστικος = πεπαλαιωμένος
πυκνά = πυκνά
πυκνάδα = τα πολλά στίγματα του προσώπου
πυκναίνω = πυκνώνω
πυκναναστενάζω = αναστενάζω συχνά
πυκνοβρέχει = βρέχει συχνά
πυκνόκλαδος = αυτό που έχει πυκνά κλαδιά
πυκνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο
πυκνοκούρτεμαν = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα
πυκνοκουρτώ = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα
πυκνολίβωμαν = συννεφιάζει συχνά
πυκνολιβώνει = συννεφιάζει συχνά
πυκνοπλύνω = πλένω συχνά πυκνά
πυκνοπλύσιμον = πλένω συχνά πυκνά
πυκνός = πυκνός
πυκνοτέρεμαν = συχνό βλέμμα
πυκνοτερώ = κοιτάζω συχνά, κοιτάζω προσεκτικά
πυκνοτζιλτεύω = ουρώ συχνά
πυκνοτσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω συχνά τα μάτια
page===20

πυκνοφυλλωμένος = αυτό που έχει πυκνά φύλλα
πυκνοφύτευτος = αυτό που είναι πυκνά φυτεμένο
πύκνωμαν = πυκνώνω
πυκνώνω = πυκνώνω
πυκνωτός = πυκνός
πυξάριν = ο θάμνος πυξός
πύρα = η πυρά του Αγίου Ιωάννου την οποία υπερπηδούν, πυρά, φλόγωση
πυράζω = πυρώνω
πύργος = πύργος, πολεμίστρα
πυργωτός = πυργωτός
πύριν = πυρ, μεταφ. θυμός, οργή
πυριχώνω = χώνω κάτι στη πυρακτωμένη τέφρα για να ψηθεί, πυρώνομαι πολύ κοντά στη πυρά και ανάβω εύκολα (ξύλο)
πυροκλώθω = στρέφω προς τα πυρά
πυρομαχέα = η οσμή υφάσματος το οποίο κινδυνεύει με ανάφλεξη
πυρομάχεμαν = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως
πυρομάχιν = πράγμα θερμαινόμενο πολύ και κινδυνεύει να καεί, ο πολύ ζωηρός άνθρωπος
πυρομάχος = αυτός που πλησιάζει πολύ στη πυρά
πυρομαχώ = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως
πυροστή = πυροστιά
πυρφόρος = σιδηρά πυράγρα
πύρωμαν = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά
πυρώνω = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά, πυρώνω
πυρωτή = πράγμα ξεροψημένο ή φρυγμένο
πυτίδιν = πυτιά
πωάζω = κλωσώ
πώγω = πηγαίνω, διαρκώ
πωλάριν = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι
πωλαρόπον = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι
πώμα = πώμα, καπάκι, κάλυμμα
πωματάζω = καλύπτω με καπάκι
πωρικέα = κορομηλιά
πωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς
πωρικό = οπωρικό, καρπός
πωρτόκαλα = πρωτόγαλα
πως = όπως, καθώς, ότι, διότι
πώς = πως

Ρ

page===0

ράβδα = ράβδος, βακτηρία
ραβδάζω = ραβδίζω
ραβδάτες = εκείνος που κρατάει ράβδο, τούρκος χωροφύλακας
ραβδέα = χτύπημα με ράβδο
ραβδί(ν) = ράβδος, βακτηρία
ραβδοκοπανάζω = κοπανίζω με ράβδο
ραβδόπον = ραβδάκι
ραβδόπ’λλον = ραβδάκι
ραγίζω = ραγίζω
ράγισμαν = ράγισμα
ράγκιν = χρώμα
ράγμα = ρήγμα, σχισμή
ράγουλον = ως ναυτικός όρος, είδος τροχαλίας
ραγούν = ρακή
ράδι = ουρά
ραδίκιν = ραδίκι
ραζής = ο συναινών
ράζω = εποπτεύω, φυλάττω, προσέχω, παραμονεύω
ραθυμία = επιθυμία
ραθυμώ = επιθυμώ
ραΐσιν = κομμάτι, λωρίδα υφάσματος
ρακάμιν = αριθμητική παράσταση
ρακάνα = η έκταση της σπονδυλικής στήλης, ράχη, γήλοφος
ρακάνιν = γήλοφος
ρακανόπον = γήλοφος
ρακέα = οσμή ρακής
ρακί(ν) = ρακή
ρακομεθυσμένος = μεθυσμένος από ρακή
ρακομεθυστέας = ο μεθυσμένος από ρακή
ρακόπον = λίγη ποσότητα ρακής
ρακοπότηρον = ποτήρι ρακής
ρακοποτισμένος = ο ποτισμένος με ρακή, μέθυσος
ρακόποτος = εκείνος που είναι συνηθισμένος να πίνει ραξή
ρακοστούπι = στουπί βρεγμένο με ρακή και ποτισμένο με λάδι καμένο που χρησιμοποιείται ως έμλαστρο για κρυολόγημα
ραμαζάνιν = ραμαζάνι
ραμαζανλής = μουσουλμάνος που νηστεύει, μεταφ. άκεφος, δύστροπος, σκυθρωπός
ραμάλης = εκείνος που διακρίνει, βλέπει γρήγορα
ράμμα(ν) = νήμα, κλωστή
ραμματάριν = φασόλι που έχει νήματα τραχειά
ραμματίτζα = φυτό πεντάνευρο
ραμματιώ = ξεφτώ, γίνομαι όλο ράμματα
ραμματούδικο = εκείνος που έχει ίνες νηματώδεις
ραμματόφυλλον = φυτό πεντάνευρο
ραμματώνω = δένω σπάγγο κατά μήκος ανεγειρομένου τοίχου για να καθορίσω την ευθεία, φυτό που εκφύει βλαστούς νηματώδεις
ραμμόπον = λίγη ποσότητα νήματος
ραντά = το ξυλουργικό όργανο ροκάνη
ρανταλαεύω = τρίβω
ραντίζω = ραντίζω
ράντισμα(ν) = ράντισμα
ραντιστέριν = κλώνος βασιλικού με το οποίο ραντίζουν οι ιερείς το αγιασμό, το σκεύος του αγιασμού
ραντώνω = συννεφιάζω, θολώνομαι, θαμπώνω
ράσα = θορυβωδώς, παταγωδώς
ρασκέας = δυτικός άνεμος
ράσο(ν) = ράσο
ραφή = ραφή
ραφιδέα = ίχνος που αφήνει ο σπάγγος σε πράγματα δεμένος σφιχτά
ραφίδιν = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος
ραφιδόπον = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος
ραφική = ραπτική, ραφή
ράφιν = ράφι
ραφόπον = ραφή
ραφτάτικα = αμοιβή ράπτη, ραφτικά
ραφτερόν = δοχείο στο οποίο τοποθετούνται τα σύνεργα της ραπτικής
ράφτης = ράφτης
ραφτικά = ραφτικά
ράφτω = συρράπτω, κεντώ, ξομπλιάζω
ράχα = ράχη
ραχάτα = ησυχία, φρόνιμα, άνετα
ραχάτης = ήσυχος
ραχάτιν = ησυχία
ραχατλάεμαν = ησυχάζω
ραχατλαεύω = ησυχάζω
ραχεφκάλιν = κορυφή όρους
ραχί(ν) = όρος, δάσος
ραχίτα = μικρό αγριόχορτο των βουνών
ράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης
ραχνούδασμαν = ιστός αράχνης
ραχοκάλαθον = καλάθι που κουβαλιέται στην ράχη
ραχοκέφαλον = κορυφή όρους
ραχοκόλιν = υπώρεια όρους
ραχοκόρφιν = βουνοκορφί
ραχομύτιν = μύτη όρους, βουνοκορφή
ραχοπιδαβαίνω = υπερβαίνω όρος, μεταφ. ο ξενιτεμένος
ραχοπιδεβασία = υπέρβαση όρους, ακρώρεια, κορυφή όρους
ραχοπιδεβάστρα = εκείνη που υπερβαίνει όρος και προχωρεί πέρα, ξενιτεμένη
ραχόπον = μικρό βουνό
ραχοπούλλιν = πουλί βουνού, εκείνος που μένει στα βουνά
ραχοτσίτσεκον = άνθος βουνού
ραχοφόρτιν = φορτίο όσο μπορεί να κουβαλίσει κάποιος στην ράχη του
ραχοχόρταρον = χόρτο βουνού
ραχοχώριν = χωριό ορεινό
ράψη = ράψιμο, ραφή
ραψία = ράψιμο, ραφή
ραψιάδα = ίχνη ραφής
ράψιμο(ν) = ράψιμο, ραφή
ραψίον = ράψιμο
ρδάζω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών
ρδάκος = δράκος
ρδάνιν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
ρδιμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
ρδόμος = δρόμος
ρδουβάν(ιν) = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου
ρδουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
ρεβόλβερο = περίστροφο
ρεβολέα = πυροβολισμός με ρεβόλβερ
ρέγκιν = χρώμα
ρεζιλαεύκουμαι = ρεζιλεύομαι, ντροπιάζομαι
ρεζίλης = κατεντροπιασμένος
ρεΐζης = αρχηγός, πρόεδρος, διευθυντής
ρέικα = καδρόνι
ρειχάνιν = βασιλικός, όλα τα φυτά που ευωδιάζουν
ρελιζίκην = ρελιζίκη
ρέμα = ρέμα ποταμού
ρέμπουμαι = περιφέρομαι εδώ και κει
ρεμψώνω = αδυνατίζω
ρενίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω
ρεντζιπέρης = γεωργός
ρεντζίτα = πράγμα επιμηκές και λεπτό
ρεπανίδα = ραπανάκι
ρεπανίζω = κατατρώγω
page===1

ρέπελος = άτακτος, δυσήνιος
ρετζέας = αστείος
ρετζεύω = αστειεύομαι
ρέτζος = εκείνος που αδυνατεί να κάνει πρόοδο
ρετζώνω = προσκολούμαι στη θέση μου και δεν μετακινούμαι, χάνω για λίγο την υγεία μου
ρετσέλιν = είδος κομπόστας από βερίκοκα
ρετσέτα = συνταγή ιατρική για παροχή φαρμάκων
ρεύκομαι = ρεύομαι
ρεύξιμον = ρέξιμο
ρευξίον = ρέξιμο
ρεφανίτα = είδος σινάπεως
ρέφανον = ραπάνι
ρεφανόπον = ραπάνι
ρέφανος = ανόητος, μωρός
ρεφανόσπορον = σπόρος ραπανιού
ρεφενέ = το ατομικό μερίδιο σε μια συλλογική δαπάνη για φαγητό, διασκέδαση κλπ
ρέφος = βρέφος
ρεφούλλ(ιν) = βρέφος
ρεχάνιν = ρίγανη
ρεχίνιν = ενέχυρο, υποθήκη
ρέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι
ρέω = ρέω, υπερχειλίζω, καταρρέω, χωνεύω
ρημάδι = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο
ρημάζω = ερημώνω, καταστρέφω
ρθέβω = τρέφω
ρθέφω = τρέφω
ρθουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
ρθουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
ρθύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
ρθύμμαν = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό νερουλό
ρθύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού νερουλού
ριγασία = ρίγος, ψύχος
ριγώ = κρυώνω
ρίζα = ρίζα
ριζάριν = είδος λαχανικού όμοιο στο χρώμα με το ερυθρόδανο, πατζάρι
ριζέα = φυτό μαζί με τη ρίζα του
ριζικάρης = καλορίζικος, καλότυχος
ριζικός = τύχη, ριζικό
ρίζωμαν = ριζώνω
ριζώνω = ριζώνω, ριζοβωλώ, μεταφ. αποκτώ τέκνα
ριζώτιν = ριζάφτι, ο κρόταφος
ριμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
ρινέα = λιμάρισμα
ρίνιγμαν = ρινίζω
ρινίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω
ρινίν = ρίνη, λίμα
ριός = ωραίος
ριπίδι = νεαρός κλώνος
ριτζάκιν = όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστροειδές
ρίφτω = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
ριψιμάτιν = το έμβυο που έχει αποβλληθεί από το ζώο
ρίψιμο = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
ρόγα = μισθός
ρογίζω = πληγή που πυορροεί
ροδάκινον = ροδάκινο
ροδάνιν = νήμα για ύφανση
ροδανός = ροδαλός
ροδάφινον = δαφνοκερασιά
ρόδι = ρόδι, ροδιά
ροδόδεντρον = θάμνος κουμαριά
ροδοκόκκινος = ροδοκόκκινος
ροδομηλέα = μηλιά με κατακόκκινα μήλα, γυναίκα κατακόκκινη
ροδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα
ροδοσταμίζω = ραίνω με ροδόσταγμα
ροθυμία = επιθυμία
ροθυμώ = επιθυμώ
ροΐζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ
ρόκα = ηλακάτη, η κεφαλή του αραβοσίτου, τα ξύλα του υφαντικού ιστού πατήθρες
ροκάν(ιν) = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων
ροκάνη = ροκάνη
ροκανίζω = ισοπεδώνω σανίδι με ροκάνη
ροκοκέφαλον = το άνω μέρος της ρόκας όπου τυλίσσεται το μαλλί, η κεφαλή της ηλακάτης
ροκοπάτιν = η βάση της ρόδας πάνω στο οποίο στηρίζεται το όρθιο ξύλο
ροκοπέτζα = η μεμβράνη με την οποία περιβάλλουν την κεφαλή της ηλακάτης
ροκοπόδιν = το όρθιο ξύλο της ηλακάτης
ροκοτζούπιν = ηλακάτη
ροκόφυλλον = το περίβλημα της κεφαλής του αραβοσίτου
ροκοχάρτιν = το χαρτίς της ηλακάτης, επί του οποίου προσδέλενται το μαλλί
ροκώνω = μένω ακίνητος σαν τη ρόκα, γίνομαι κατηφής, σκυθρωπός
ρομάννα = γυναίκα που επιμελείται τα ζώα και ασχολείται με την γαλακτοκομία σε θερινό βοσκοτόπι
ρομαννίζω = πηγαίνω στο παρχάρι σε θερινό βοσκοτόπι
ρομέα = οσμή ρομιού
ρόμιν = είδος οινοπνευματώδους ποτού
ρομόπον = λίγη ποσότητα ρομιού
ρόσιν = είδος μεταλλούχου χρώματος που δηλώνει την ύπαρξη χαλκού
ροσπή = εταίρα γυναίκα
ροσπού = εταίρα γυναίκα
ροτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές
ροτζακόπον = μικρό κοχύλι
ρότζιν = μικρά όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για στολισμό ζώων
ροτζίνα = η ρητίνη του πεύκου
ρούβλι(ν) = ρούβλι
ρούδα = γυναίκα τρελή
ρούδιν = ροδιά, ρόδι
ρουδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα
ρούζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ
ρουκάνα = ροκάνη, όργανο συσσωρεύσεως αχύρων
ρουκανίζω = ισοπεδώνω με ροκάνη, βάζω με τη ρουχάνη τα άχυρα στον αχυρώνα
ρουκάνιν = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων
ρούμα = ρητίνη του πεύκου
ρούμπος = κοιτωνίσκος πλοίου, ντουλάπα στον τοίχο
ρούξιμον = πέσιμο
ρούπα = αποσκευή ναύτη
ρουπιά = αρχαίο χρυσό νόμισμα της Τουρκίας
ρούπιν = μέτρο εκτάσεως το ένα όγδοο του πήχη
ρούπλιν = ρούβλι
ρουποτούβαλον = σάκος ναυτικός με τις αποσκευές του
ρούσικα = ρώσικα
Ρούσικος = ρωσικός, ρωσική γλώσσα
Ρούσος = Ρώσος
ρουσφέτιν = δωροδοκία, ρουσφέτι
ρουτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές
ρουφά = εξάνθημα δερματικό, έλκωση του στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι του βρέφους
ρουφιανλίκιν = μαστροπεία
ρουφιάνος = μαστροπός, προαγωγός
ρουφίζω = ρουφάω
ρουφιχτόν = ρουφηχτό
ρουφώ = ρουφάω
ρουχάτον = ρούχο, ένδυμα
ρουχίτζιν = ρούχο, ένδυμα
page===2

ρουχλωτός = κρυφός, πανούργος, επιτήδειος
ρουχνίζω = ροχαλίζω
ρούχνισμαν = ροχαλίζω
ρούχον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα
ρουχόπον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα
ρουχούτζιν = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα
ρούχτα = η σταλαγματιά που πέφτει, το αυλάκι που σχηματίζεται στο έδαφος από τη σταγόνα που πέφτει
ροφέας = εξάνθημα δερματικό, έλκωση στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι βρέφους
ρόφημα = ρόφημα
ροφιώ = βγάζω πληγές στο κεφάλι
ροφτικόν = το απορροφημένο
ροφώ = ρουφάω
ρόχα = ίχνος ανεμοβλογιάς
ροχάζω = ροχαλίζω, σκύλος που γριλίζει
ροχάς = εργαλείο χρυσοχόων με το οποίο καθαρίζουν το μέταλλο
ρόχασμαν = ροχάλισμα
ροχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως
ρύζιν = ρύζι
ρυμάκριν = όχθη ρυακιού
ρυμέα = ρείθρο ρυακιού
ρυμίν = οδός, μικρός ποταμός, ρυάκι, ρεματιά
ρυμμάδιν = ακαθαρσία μετάλλων
ρυμόπον = μικρό ρυάκι
ρυμόχειλος = όχθη ρυακιού
ρύπος = ρύπος
ρυπώνω = ρυπαίνω
ρυτά = γρήγορα
ρωβυζούδες = είδος σταφυλιού όμοια με τις θηλές μαστού
ρώγα = ρώγα σταφυλιού, κηλίδα προσώπου
ρωγίν = ρόγα σταφυλιού, θηλή μαστού ζώου
ρωθωγκέας = εκείνος που μιλάει με την μύτη, υπόρρινος
ρωθωνίζω = ροχαλίζω
ρωθώνιν = ρουθούνι
ρωθώνισμαν = ροχαλίζω
ρωία = αιμορροΐδες, ζοχάδες
ρωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς
ρωμαίικα = ελληνικά
Ρωμαίικος = Ελληνικός
ρωμαιογύριστος = χριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
Ρωμαίος = Έλληνας του Πόντου
ρωμάνεμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
ρωμανεύω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
Ρωμανία = χώρα κατεχόμενη από χριστιανούς
ρωμανίζω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
ρωμανικά = ρωμαίικα, ελληνικά
ρωμάνισμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός
ρωματάζω = οραματίζομαι
ρωμώ = ερευνώ
ρωχάκιν = ρωγμή, σχισμή, στενή δίοδος
ρωχότιν = τρύπα ευρύχωρη
ρωχωτόν = πολύ ευρύχωρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit