|
Публикации
Понтийско-новогреческий словарь Μ-ΡΜμά = μάννα μάαρ’ = μήπως μαβής = γαλάζιος μαβίλιν = το ψάρι μαινίς μαγαζί(ν) = μαγαζί μαγαζόπον = μαγαζί μαγαράς = σπήλαιο, στοά μεταλλωρυχείου μαγαρίδα = πράγμα λερωμένο μαγαρίζω = λερώνω, ρυπαίνω μαγαρισία = αφόδευμα ανθρώπου και ζώου μαγάρισμαν = λερώνω, ρυπαίνω μαγγανίζω = κοπανίζω το λινάρι στο μάγγανον προς αποχωρισμό του άχυρου, κινούμαι ως μάγγανον μαγγάνιν = λίθινος όλμος όπου κοπανίζουν το σίτο, όργανο με το οποίο καθαρίζουν το λίνο μάγγανον = μάγγανον μάγγανο μαγδανόν = μαϊντανός μαγδαρός = άτριχος μάγδη = λέγεται στη φράση τσάγδη μάγδη άνω κάτω μαγεία = μαγεία μάγεμαν = μαγεύω μαγερεία = το μαγειρεμένο φαΐ μαγερείον = κουζίνα μαγέρεμαν = μαγείρεμα μαγερεμάτιν = ποσότητα τροφίμων για ένα μαγείρεμα μαγερευτάριν = οτιδήποτε ορισμένο πράγμα για παρασκευή φαγητού, σκεύος μαγειρέματος μαγερεύτρα = μαγείρισσα μαγερεύω = μαγειρεύω μαγερική = μαγειρική μαγεροκάλα = πρόσκληση φίλων σε γεύμα σε νεαρές όπου δέχονται και προσφέρουν δώρα, γεύμα παρατιθέμενο από τους γονείς της νύφης μετά τη στέψη στους γονείς του γαμπρού μάγερος = μάγειρας μαγεύω = μαγεύω μαγιά = μαγιά μαγιαλανεύκομαι = ζυμώνομαι με μαγιά μάγιαρ = μήπως μαγιασίριν = αιμορροΐδες, ζοχάδες μαγιασιρλής = εκείνος που πάσχει από αιμορροΐδες, ζοχαδιακός μαγικά = μαγικά μαγκαλέα = κουφοξυλιά μαγκαλέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το μαγκάλι μαγκάλιν = πύραυνος, μαγκάλι μαγκαλόπον = πύραυνος, μαγκάλι μαγκαλοπώρικα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου μαγκαλώνω = ζώο που ανοίγει τα μάτια διάπλατα σαν πύραυνος μαγκάνα = μάννα μαγκανίζω = φωνασκώ, υποφέρω από πείνα μαγκαφάς = ο διανοητικώς ανάπηρος, χαζός, ηλίθιος μάγκος = μεταφ. διανοητικώς ανάπηρος, μωρός μαγκούνα = φυτό καλαμοειδές κάκοσμο μαγκούριν = ομοίωμα χρυσού νομίσματος, νομισματοειδές χρυσό κόσμημα γυναικών μαγκούριν = ξύλινο περιλαίμιο αγελάδας, ράβδος που φέρει δέματα για να δένουν το σκύλο μαγκουρομύτης = εκείνος που έχει μύτη χοντρή σαν ρόπαλο μαγναδόσι = μαϊντανός μάγος = μάγος, πονηρός, απατεώνας μαγουλάς = μαγουλάς μαγουλήτρα = μαξιλάρι γεμισμένο με πούπουλα μάγουλον = μάγουλο μαγ’λόπον = μάγουλο μαδαρός = άτριχος, πτηνό χωρίς πούπουλα μαδίζω = μαλώνω, διαπληκτίζομαι, παλεύω μαδίσι = φιλονικία, διαπληκτισμός μαδίστρα = γυναίκα φίλερις Μαέσιος = Μαγιάτικος μαεσίρ(ιν) = αιμορροΐδες, ζοχάδες μαζίδιν = είδος ψαριού μαζίν = μαζί μαζίτζα = μαζί μάζω = μοιάζω Μάης = Μάιος μαθάνω = μαθαίνω μάθεμα = μάθημα, συμβουλή, πείρα μαθεματικός = ο πολλά μαθών, λόγιος μαθεύκομαι = γίνομαι γνωστός, αποκαλύπτομαι μαθής = μάθημα μάθηση = μάθηση μαθητάτικος = αυτό που ανήκει σε μαθητή, παιδί μαθητευόμενο μαθητής = μαθητής μαθίζω = διδάσκω, μαθαίνω μάθισμα = νουθεσία, συμβουλή μάθος = μάθημα, γνώση μαθός = ο μαθών, ο διδαχθείς μαθράκα = βάτραχος μαθρακόπ’λλον = βατραχάκι μαθρακού = εκείνος που σκορπίζει βατράχους από το στόμα όταν γελά μαϊδια = χρήματα μαΐζω = νιαουρίζω μαιμαΐτα = μεσπιλέα μαϊμούνιν = μαϊμού μάισμαν = νιαούρισμα μάισσα = μάγισσα μαισσία = πονηρία, κακία μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις μαισσίτζα = μάγισσα μαισσογεννοπλάσκουμαι = γεννιέμαι από μάγισσα μαισσολογώ = γιατρεύομαι από την επήρεια των εξωτικών μάισσομαν = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης μαισσομάννα = μάννα πονηρή μαισσονερόπον = νερό μάγισσας μαισσοπέγαδον = βρύση μάγισσας μαισσοτόπιν = τόπος εξωτικών μαισσούδιν = σκωπτικός, γύναιο πονηρό μαισσουλίκια = μαγικά, πονηριά, ραδιουργία μαισσούμαι = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης μάκα = στη παιδική γλώσσα φίλημα μάκαρ = μήπως μακαρά = τροχαλία, πολύσπαστο μακάρι = μακάρι μακαρία = φαγητό που προσφέρεται στους συγγενείς μετά την κηδεία, άρτος και οίνος που προσφέρεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο μακαρία = ευτυχισμένη, ευλογημένη μακαρίζω = μεταβαίνω στην μακαριότητα, κηδεύομαι μάκαριμ = μήπως μακαρίνα = μακαρόνια μακαρίτης = μακαρίτης μακαρόνιν = μακαρόνι μακαρτάζω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι μακαρτεύω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι μακάρτιν = λίγη ποσότητα γιαουρτιού που μπαίνει ως μαγιά στο γάλα για να πήξη μακαρτώνω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι μακελλέα = χτύπημα με σκαπάνη, ποσότητα χώματος όση αποσπάται με την σκαπάνη μακέλλιγμαν = σκάβω με το μακέλλιν μακελλίζω = σκάβω με το μακέλλιν μακέλλιν = σκαπάνη μακέλλισμαν = σκάβω με το μακέλλιν μάκενα = όλες οι μηχανές, ιδίως η ραπτομηχανή μακερόν = όλα τα ευώδη φυτά μακοκιάζω = τυλίγω νήμα στο μακόκιν μακόκιν = η σαΐτα του αργαλειού ή της ραπτομηχανής μακόρταρον = κάλτσα μακριά μέχρι το γόνατο μακρά = μακριά μακράπιν = αχλάδι μακρουλό μακρέα = μακριά, κατά μήκος μακρένω = μακρύνω μακρινάριν = μακρουλό μακριναροπρόσωπος = εκείνος που έχει μακρουλό πρόσωπο μακριναρωτός = επιμήκης, μακρουλός μακρινός = μακρινός μακροβούτιν = μακροβούτι μακρογουλάζω = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου μακρογούλης = μακρόλαιμης μακρογουλίαγμα = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου μακρογουλίασμαν = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου μακρογούνιν = μακρύ πανωφόρι υπενδεδυμένο με γούνα μακροζυγωνέα = μακρύς ζυγός μακρόθεν = από μακριά μακροκοίλιν = εκείνος που έχει επιμήκη κοιλιά μακρολαντζού = εκείνη που έχει μακριά πόδια μακρομαλλού = εκείνη που έχει μακριά μαλλιά μακρόμηλον = μήλο μακρουλό μακρομύτης = μακρυμύτης μακροουραδάτες = εκείνος που έχει μακριά ουρά μακροπρόσωπος = μακροπρόσωπος μακρόρταρον = μακριά κάλτσα που φτάνει μέχρι το γόνατο μάκρος = μάκρος μακροσκέλης = εκείνος που έχει μακριά σκέλη μακροστρατίζω = ξεστρατίζω μακρόσυρτος = μακρύς, επιμήκης μακρουλός = μακρουλός μακρουλωτός = μακρουλός μακρούσα = γυναίκα υψηλού αναστήματος μακρόφυλλον = φυτό με μακριά φύλλα μακροχείλης = εκείνος που έχει μακριά χείλη μακροχέρης = μακροχέρης μακροχερία = κλοπή, κλεψιά μακροχρονία = μακριά διάρκεια ζωής μακροχωραφέα = τοποθεσία αγρού επιμήκους μακρυκάλαμον = εκείνο που έχει μακρύ καλάμιν, το περί της κνήμης μέρος της κάλτσας μακρυμάνικον = ένδυμα με μακριά μανίκια μακρύνω = μακρύνω μακρύς = μακρύς μακρυσκάλικον = βρακί με μακριά σκάλαν, το μεταξύ των σκελών μέρος μακρωτός = μακρουλός μάλα = ομαλά μαλά = μυστρί μάλα = σύφιλη, ψώρα μάλαγμα = χρυσός μάλαγμα(ν) = μαλάσσω μαλαγουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω μαλαεύω = ισοπεδώνω με το μυστρί τον πηλό τοίχου μαλάζω = μαλάσσω μαλάζω = προσβάλλομαι από σύφιλη, ψωρίαση μάλαθρα = άφωνος, άλαλος μάλαθρο = μάραθο μαλακένω = απαλύνω, απαλύνομαι μαλακήτρα = πράγμα μαλακό και γλοιώδες μαλακία = αυνανισμός μαλακός = μαλακός μαλακύνω = απαλύνω, απαλύνομαι μαλακώνω = μαλακώνω μαλακωσία = τα μαλακά πράγματα μαλαματένος = μαλαματένιος μαλαμάτι = περίτριμμα, απότριμμα μαλαματικά = χρυσαφικά κοσμήματα μαλαματοκαπνίζω = επιχρυσώνω μαλαματώνω = επιχρυσώνω μαλαντζούρα = καχεκτικός μαλαντζούρικος = καχεκτικός μαλαούδα = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο μαλαουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω μαλαούδιν = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο μαλάρης = ψωραλέος μάλαρθα = άφωνος, άλαλος μαλαρίτα = σπάρτο αραιό και καχεκτικό μαλάσεμαν = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι μαλασεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι Μαλαστρατίνον = ο Ναστρατίν χότζας της Τουρκικής λαογραφίας μαλαχτά = μάζα, φύραμα από αλεύρι και ανθόγαλα ως πρόχειρο έδεσμα μαλαχτάριν = όργανο με το οποίο μαλάσσουν τον πηλό, ράβδος με προβιά δεμένη στο άκρο με το οποίο αλείφουν πίσσα στο πλοίο μαλαχτούρι = πράγμα μαλακό μαλέας = εκείνος που πάσχει από σύφιλη, ψώρα, μεταφ. πολύ φτωχός μαλέζιν = αλευρόσουπα μαλεζόπον = λίγη ποσότητα αλευρόσουπας μαλεζόστομος = ηλίθιος, χαζός μαλεζοχαβιτζωμένον = το μαλεζωμένον και χαβιτζωμένον μαζί μαλεζώνω = χυλώνω μάλιν = ομαλός, ισόπεδος μάλλα = καμπή χνουδάτη μαλλάρης = μαλλιαρός μαλλέας = μαλλιαρός μαλλένος = μάλλινος μαλλί(ν) = μαλλί, έριο προβάτου, πλόκαμος γυναίκας μάλλινον = μάλλινος μαλλίτζα = είδος φυτού εδωδίμου μαλλοδέματα = δέματα πλεκόμενα στο τέλος του πλοκάμου για να τον συγκρατούν μαλλοζίνιχα = μικρά μάλλινα δισκοειδή κοσμήματα των γυναικών εξαρτώμενα από την κόμη και απλωμένα στο μέτωπο μαλλοξάνω = ξαίνω μαλλιά μαλλόπον = μαλλάκι, λίγη ποσότητα ερίου μάλλος = μαλλί, έριο μαλλοτρίχαρον = τρίχα γίδας μαλλουζάζω = γίνομαι δασύτριχος, μαλλιαρός μαλλουζάρης = δασύτριχος, μαλλιαρός μαλλοχτούπιγμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής μαλλοχτουπίζω = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής μαλλοχτούπισμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής μαλλώνω = εκφύω τρίχες μαλοζίκιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο μαλόν = ο μυελός των οστών μαλόφ’λλιν = φυτό του οποίου τα φύλλα είναι θεραπευτικά της ψώρας μάλωμαν = μαλώνω μαλώνω = μαλώνω μαλωστέας = φίλερις, φιλόνικος μαλώστρα = φίλερις, φιλόνικος μαμαΐτα = μεσπιλέα μαμάλα = γυναίκα αργή, νωθρά μαμαλίγκα = έδεσμα από αλεύρι αραβοσίτου, κολοκύθα βρασμένη με γάλα, ο καρπός της αγριοτριανταφυλλιάς μαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού μαμάτζι = στη παιδική γλώσσα ψωμί μαμέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων μάμη = είδος παιχνιδιού μαμικυλέα = κουμαριά μαμικυλίτικο = οινοπνευματώδες ποτό παρασκευασμένο από μαμίκυλα μαμίκυλο = κούμαρο μάμμα = γιαγιά μαμμάκα = στη παιδική γλώσσα ψωμί μαμμάν = στη παιδική γλώσσα ψωμί μαμμή = μαία, μαμή μαμμηλάτικα = η αμοιβή της μαμής μαμμηλίκιν = μαιευτική μαμμική = μαιευτική μαμμιτάτικα = η αμοιβή της μαμής μαμμοσύνη = η μαιευτική τέχνη μαμμούκα = γιαγιά, μαμή μαμμουκυλίζω = καταπίνω τροφή χωρίς να μασήσω μαμμουλίζω = τρώω ανόρεχτα και αργά μαμμούλισμαν = τρώω ανόρεχτα και αργά μαμμούτα = βραδύς και δυσκίνητος άνθρωπος μαμούερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, μωμόγερος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη μαμούκα = κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής μανάβης = μανάβης μαναστήριν = μοναστήρι μανάτιν = ρούβλι, κολοκύθα ψημένο στο φούρνο σε μεγάλα κομμάτια μαναχός = μοναχός μανέα = κάρβουνο, μύκης μαύρος, αραχνιά, αράχνη μανέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων μανή = είδος παιχνιδιού μανή = η ίσκα της τσακμακόπετρας μάνι-μάνι = πάραυτα, τάχιστα μανία = έχθρα μανίζω = καίω και το μεταβάλλω σε καπνιά μανίζω = θυμώνω, οργίζομαι μάνικα = μανίκι μανίκιν = μανίκι μανικοκρέμασμαν = η άκρη του μανικιού που εξέχει μανίν = το καμένο ύφασμα, αγαρικό, ίσκα μανίτα = ζιζάνιο του σίτου μανιτάρα = είδος μύκητα μανιτάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο μανιφατούρα = βιομηχανικά προϊόντα υφαντουργίας μάννα = αφρό υγρής μορφής, ανθόγαλα μάννα = μητέρα μαννάκα = μάννα μαννίκα = μανούλα μαννίτζα = μάνα, μανούλα μαννότε = μητρότητα μαννούλα = μητερούλα μανοκούριν = πράγμα μαύρο σαν το καμένο κούτσουρο της εστίας μανουάλιν = κηροστάτης εκκλησίας μάνουσα = είδος βαμβακερού υφάσματος με ραβδώσεις χρωματιστές μανουσακέα = οσμή των μενεξέδων μανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές μανούτο = το χέρι της ηλακάτης μανούτσιν = το χέρι της ηλακάτης μανοφτέριν = είδος φτέρης χωρίς πλάγιες διακλαδώσεις μαντάκιν = άγριο φυτό με βλαστό εδώδιμο μανταλάριν = έμβολο θύρας μαντάλιν = έμβολο θύρας μαντάλωμαν = κλείνω την θύρα με το μάνταλο μανταλώνω = κλείνω την θύρα με το μάνταλο μαντάριν = σχοινί με το οποίο ανυψώνεται η κεραία του ιστού πλοίου μανταρίνιν = μανταρίνι μανταροκούκαρον = αλυσίδα με άγκιστρο από την οποία κρέμεται η χύτρα πάνω από την εστία μανταρώ = εκφύω μύκητα μαντατεύω = καταγγέλλω, προδίδω, προαγγέλλω μαντατούτζης = εκείνος που μεταδίδει μαντάτα μαντζαβέρης = αγροίκος, απολίτιστος μαντζάνα = μελιτζάνα μαντζανόσυκον = σύκο που έχει το χρώμα και το σχήμα της μελιτζάνας μάντζες = κλαδάκια μαντζιάλεμα = πράφμα ακάθαρτο, ρυπαρό μαντζιαλεύω = λερώνω, ρυπαίνω μαντζιλέκιν = ψιλοκομμένο υπόλειμμα το οποίο αφήνει το κουρκούτι αλεσμένο σε υδρόμυλο μάντζιν = άωρος καρπός μαντζίρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα μαντζιράρικον = μη νηστήσιμο μαντζιρέας = εκείνος που καταλύει την νηστεία μαντζιρέτζης = εκείνος που καταλύει την νηστεία μαντζιρίζω = καταλύω τη νηστεία μαντζιροκότα = άνθρωπος που καταλύει την νηστεία μαντζίρ’κον = γαλακτοκομικό προϊόν μαντζοθέριγον = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση μαντζοθέριν = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση μαντζόκακας = ασθενής που αναρρώνει γρήγορα μαντζοκουρεύω = δρέπω άωρο καρπό, κουρεύω μαντζοκόφτω = κόβω, δρέπω άωρα φρούτα, διακόπτω κάτι πρόωρα μαντζουλώνω = κάνω μουντζούρες, λερώνω μαγειρικά σκεύη μαντζούρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα μαντζουρ’κόν = γαλακτοκομικό προϊόν μαντζωτός = καθόλου ώριμος μαντή = σκύλα μαντηλέα = ποσότητα όση χωράει ένα μαντήλι μαντήλιν = μαντήλι μαντηλίτζα = μαντήλι μαντηλοδέσιμον = λευκό μαντήλι που το δένουν στο δεξί χέρι του γαμπρού την ώρα που τον ντύνουν οι φίλοι του μαντηλοκρεμίσκουμαι = κρημνίζομαι μαντηλόπ’λλον = μαντηλάκι μάντος = σχοινί με το οποίο ανυψώνουν την κεραία του ιστού πλοίου μαντουκιάζω = αισθάνομαι το στόμα μου όχι ευχάριστο λόγω της γεύσης άωρων καρπών μαντουκιάριν = σάπιο συνήθως από την υγρασία μαντουκίζω = τίλλω, μαδώ μαντούκιν = χόρτο σαπισμένο από την υγρασία μαντούκωμαν = σαπίζω από υγρασία μαντουκώνω = σαπίζω από υγρασία μάντρα = μάνδρα μαντρί(ν) = μαντρί, μάνδρα μαντροκολέσιν = εκείνο που παράγεται σε αγρό κοντά σε μάνδρα και λιπαίνεται από τις κοπριές μαντροκόλιν = το κάτω μέρος της μάντρας, ο κάτωθι αγρός της μάνδρας μαντρόπον = μικρή μάνδρα μαντροπόρτιν = θύρα μάνδρας μάντρος = ο ασυνήθιστα ογκώδης άνθρωπος μαντρόσκυλλον = μαντρόσκυλο μάνωμαν = μουντζουρώνω με καπνιά μανώνω = μουντζουρώνω με καπνιά μανωτός = ο μαυρισμένος με καπνιά μαν’τάρα = είδος μύκητα μαν’τάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο μαξίλα = γροθιά στο πρόσωπο μαξιλαεύω = δίνω γροθιά μαξιλάζω = δίνω γροθιά μαξιλάριν = μαξιλάρι μαξιλαρίτζιν = μαξιλαράκι μαξιλαροφόρεμαν = μαξιλαροθήκη μαξιλέα = μπάτσος, ράπισμα μάου = νιάου μαουλίζω = νιαουρίζω μάπα = σφαιροειδές άσπρο λάχανο, λίγη ποσότητα λιναριού μαπλάτιν = ωμοπλάτη μαπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ μαπόσπορον = λαχανόσπορος μάρ = μήπως μαραγγιάζω = μαραίνομαι μαραγγιάρικος = μαραμένος μαράγγιν = μαραμένα μαραγγούδα = μαραμένα μαραγγουλάζω = μαραίνομαι μεταφ. συνεσταλμένος, λυπημένος, είμαι χαυνωμένος μαραγγουλάσιμον = λυπηρή έκφραση του προσώπου, σωματική χαύνωση μαραγγούλης = συνεσταλμένος, λυπημένος, ήσυχος μαράζιν = νοσηρή κατάσταση, καχεξία, ασθένεια μαράζωμαν = μαραζώνω μαραζώνω = μαραζώνω μαραθόφυλλον = φυτό ιαματικό μάραιμαν = μαρασμός μαραίνω = μαραίνω μαραμμίδιν = μαραμένο χόρτο, αγγείο πήλινο το οποίο δεν έχει σκληρύνει ακόμα μαράνιν = υπόστεγο μαραντζουδώ = μαραίνομαι και σουφρώνω μάραντον = οπωρικό μαραμένο μάραντος = εκείνος που μαραίνεται και μαραίνει μαραφέτιν = τέχνη, τέχνασμα μαραψήσκομαι = μαραίνομαι σαν να έχω ψηθεί μαργαλάζω = επιπλήττω, επιτιμώ, ενοχλώ, ανθίσταμαι μαργαλία = επίπληξη, επιτίμηση μαργαριταρένος = μαργαριταρένιος μαργαριτάριν = μαργαριτάρι μαργίλιν = στεφάνι δοχείων, ο γύρος του τσαρουχιού μαργιολία = δολιότητα, κατεργασία μαργιολωσύνη = δολιότητα, κατεργασία μαργώνω = ζαλίζομαι, μουδιάζω μαρδά = άχρηστο υπόλειμμα πράγματος μαρδάνιν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως μετά την χρήση του από άλλον μαρδουλίζω = μισοτρώω μάρδωμαν = μολύνω κάποιον μεταδίδοντας κολλητική νόσο, διακορεύομαι μάρε = ανόητος, μωρός μαρζαλάκιν = το πράσινο περικάλυμμα του καρυδιού μαρίτζα = η κόρη οφθαλμού μάρκα = μάρκα μαρκοπάνιν = πανί κεντήματος μαρκώνω = κεντώ μάρκα μαρμανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές μαρμανταλώνω = γιαούρτι που αρχίζει να πήζει μαρμαρένος = μαρμαρένιος μαρμαρίζω = λάμπω μαρμαρίτζα = μαρμαρόκτιστη οικοδομή μαρμαροβούινον = βουνό μαρμάρου μάρμαρον = μάρμαρο μαρμαρού = εκείνη της οποίας η διακόρευση είναι δύσκολη μαρμαροχτισμένος = χτισμένος με μάρμαρο μαρμαρόχτιστος = χτισμένος με μάρμαρο μαρμαρώνω = μαρμαρώνω μαρουκίζομαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω μαρούκιν = κρόταφος ανθρώπου, σιαγόνες ζώου μαρουκούμαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω μαρούκωμαν = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω μαρούλιν = μαρούλι μαρσούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος μαρσουφώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο μαρταβάλια = μωρολογία, φληναφήματα μαρτακιάζω = καλύπτω την στέγη με δοκάρια μαρτάκιν = δοκάρι στέγης μαρτακώνω = τοποθετώ δοκάρια στη στέγη μαρτένιν = είδος πυροβόλου όπλου Μαρτέσιος = ο γεννώμενος και γινόμενος κατά τον Μάρτιο μαρτεύκομαι = φέρομαι ως Μάρτης, κάνω τα μαρτιάτικά μου μαρτζούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος Μάρτης = Μάρτιος μαρτόλαπος = έδεσμα από αλεύρι και ζάχαρη που παρασκευάζεται την πρώτη Μαρτίου μαρτυρακόν = μαρτυρικό μάρτυρας = μάρτυρας μαρτυράτικα = νομίσματα που διανέμονται στους φτωχούς κατά την βάφτιση μαρτύρεμαν = μαρτυρική κατάθεση, καταγγελία, μήνυση μαρτυρία = μαρτυρία μαρτύριον = μαρτύριο μαρτυρίτης = μάρτυρας μαρτυρώ = μαρτυρώ μαρχαμά = μαντήλι μας = μπα μάσα = τράπεζα μασά = η τσιμπίδα της πυράς, πυράγρα μασάκιν = ποσότητα στερεάς τροφής εισαγόμενη στο στόμα για μάσηση μασάλ(ιν) = παραμύθι μασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα μασίνα = σιδηροδρομικός ολκός μασιστέρια = τραπεζίτης μασκαβίκι = είδος φαγητού μασκαραλίκιν = γελοιότητα, ατιμία, προστυχιά μασκαράς = γελοίος, άτιμος, πρόστυχος μασκαρέας = αστείος μασλαχάτιν = υπόθεση μασουλίζω = μασουλίζω μασούρα = άγριο δενδρύλλιο το οποίο παράγει εδώδιμο καρπό μασούρα = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι μασουράζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση μασουρίζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση μασούριν = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι μασουρίστρα = ο άξονας του τροχού της ανέμης στο οποίο περνούν το μασούρι για να γεμίσει νήμα μασουρίτζα = μικρό δενδρύλλιο άγρια τριανταφυλλιάς μασουρίτζα = αρτιφυές αγγουράκι μασουροζώμιν = ζουμί από τον ώριμο καρπό της μασούρας μασουροκόλοθον = πλακούς ζυμωμένος από τον ώριμο καρπό της μασούρας μασουρόστομος = άσχημος στην όψη μαστάκα = σκύλος μεγάλος μαστάριν = μαστός ζώου μασταρώνω = θηλάζω μασταρώνω = θηλάζω μαστέλιν = ξύλινο σκεύος πλατύ και ανοιχτό μαστή = σκύλα μαστίκα = τσίχλα, μαστίχα μαστορακά = με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα μαστορακός = ο φτιαγμένος με δεξιότητα, ωραίος μάστορας = μάστορας μαστορείον = εργαστήρι μαστορεύω = μαστορεύω μάστορης = μάστορας μαστορία = δεξιοτεχνία, μεταφ. απατηλό τέχνασμα μαστορική = μαστορική μαστορίτζος = μάστορας μαστουκίζω = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας μαστούκισμαν = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας μαστραπά = χάλκινο ποτήρι ύδατος, γενικώς ποτήρι μαστραπέα = ποσότητα νερού όση χωράει η μαστραπά μασχάλα = μασχάλη μασχαλίτζα = μασχάλη μασχαράνος = ευτράπελος, αστείος μασχαράρης = ευτράπελος, αστείος μασχαρέας = ευτράπελος, αστείος μασχαρεία = αστειότητα, άνθρωπος περίγελος μασχαρευτά = με ύφος αστείο μασχαρευτόν = αυτό που γίνεται χάρη αστειότητας μασχαρεύω = αστειεύομαι, ερωτοτροπώ μασχαρή = αστειότητα μασώ = μασώ μασωρήτιν = το δόντι τραπεζίτης ματά = ματιά, βλέμμα ματαδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία ματάζω = ματιάζω μάταιος = μάταιος ματαντζίζω = μεταγγίζω ματζίριν = άγριο φυτό ματζούκα = ρόπαλο, μηριαίο κόκαλο της κότας ματζούκιν = ράβδος η οποία έχει στην άκρη κουρέλι με την οποία πισσώνουν τους πίθους ματζουκώνω = δέρνω κάποιον δυνατά μάτιν = βρόχος δικτύου μάτιν = μάτι ματίτζα = κρυφτό ματογιάλα = γυαλιά ματογκύλ(ιν) = αυτό που μεταβάλλεται σε αίμα ματοζίκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο ματοζικόφυλλον = φύλλο του φυτού ματοζίκιν ματοζίνιχον = γυάλινη χάνδρα χρωματιστή χρησιμοποιούμενη ως αντιβασκάνιο ματοζούκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο ματόκλαδα = βλεφαρίδες ματοκυλίζω = κηλιδώνω με αίμα ματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος ματοξέραστος = εκείνος που ξερνάει αίμα ματοξερώ = ξερνώ αίμα ματοξυσία = αιματοχυσία ματόπιστος = αυτό που ειναι ποτισμένο με αίμα ματοπονίον = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία ματόπονος = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία ματοτέρεμαν = βλέμμα ματοτζάμπουρα = βλεφαρίδες ματοτζάτζιν = βλεφαρίδα ματουράχκομαι = ουρώ αίμα ματόφυλλα = βλέφαρα ματρακί = πόσθη ματρακόκα = πόσθη μάτρικα = σφύρα λιθοξόου μάτσα = δέσμη χαρτοπαίγνιων, εργαλείο με το οποίο ξηλώνουν ματσάγκος = κακούργος ματώνω = ματώνω μαύρα = σε κατάσταση άθλια και δύστυχη, σε κατάσταση θλίψης μαυράδα = μαυρίλα μαυραδέλφα = πενθούντα αδέλφια μαυρανός = μαύρο άλογο μαυραντρίζω = κακοπαντρεύομαι μαυράπιν = είδος αχλαδιού μαυράχαρα = σε κατάσταση αθλιότητας και δυστυχίας μαυράχαρος = πολύ δυστυχής μαυρειδανός = μελαχρινός μαυρειδής = μαυριδερός μαυρίζω = μαυρίζω μαυρίκιν = είδος φυτού με άνθη κυανά μαυροαλογάς = καβαλάρης μαύρου αλόγου μαυροβότανον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο ως βαφική ουσία μαυρογεννώ = γεννώ υπό κακούς οιωνούς μαυρογίνομαι = κακοζώ, κακοπερνώ μαυρογόνατον = μαύρο γόνατο μαυροζώ = ζω με βάσανα και οικονομικές στερήσεις μαυροζώμιν = καφές, οπός μαύρος μαυροθεία = δυστυχισμένη θεία μαυροκάλη = σύζυγος που πενθεί μαυροκάρδιν = μαύρη καρδιά μαυροκάτα = μαύρη γάτα μαυροκάτζης = εκείνος που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαχρινός, μεταφ. σκυθρωπός, κατηφής μαυροκατζώ = γίνομαι κατηφής, σκυθρωπιάζω, καταισχύνομαι, ντροπιάζομαι μαυροκίτρινος = εκείνος που έχει όψη πελιδνή μαυροκόκκινος = εκείνος που έχει χρώμα μαύρο υπέρυθρο μαυροκολόγκυθον = κολοκύθα μεγάλη μαύρη απ’ έξω μαυροκοπής = μαυρειδερός, μελαψός μαυροκόριτζον = κορίτσι ανάγωγο, παλιοκόριτσο μαυροκούκκουδον = μαύρο σπέρμα ζιζανίου των σιτηρών μαυροκουκουλάτες = εκείνος που φοράει μαύρη κουκούλα μαυροκύρης = πατέρας που πενθεί μαυρολάβικον = εκείνο που έχει μαύρη λαβή μαυρόλαβο = εκείνο που έχει μαύρη λαβή μαυρολαλώ = κλαίομαι, παραπονούμαι μαυρολάχανον = μαύρο λάχανο, λαχανίδα μαυρολίθαρον = μαύρο λιθάρι μαυρομάννα = μάνα που πενθεί μαυρομελανάζω = μελανιάζω μαυρομματέα = η οσμή της φασολάδας μαυρομματένος = ο παρασκευασμένος από φασόλια μαυρομάτικα μαυρομμάτης = εκείνος που έχει μαύρα μάτια μαυρομμάτιν = φασόλι με μελανά στίγματα και γενικώς όλα τα χρωματιστά φασόλια μαυρομματομάλεζον = νερουλή και χυλοποιημένη φασολάδα μαυρομματοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο και ξεφλουδισμένο σιτάρι με φασόλια μαυρομματούσα = εκείνη που έχει μαύρα μάτια μαυρομοιρολογώ = μοιρολογώ δυνατά μαυρομολυβάζω = γίνομαι μαύρος σαν μολύβι μαυρομόλυβον = μαύρο μολύβι μαυρομούντζουρος = ο κατησχυμένος λόγω κακής πράξης μαυροξενιτεύω = ξενιτεύω με θλίψη μαυροπαθάνω = κακοπαθαίνω μαυροπαίδιν = παιδί ανάγωγο, παλιόπαιδο μαυροπάπορον = μαύρο βαπόρι μαυροπεθερός = κακός πεθερός, κακή πεθερά μαυροπέτζης = εκείνος που έχει μελαψό δέρμα μαυροπολίτικο = είδος σταφυλιού με μαύρη ρώγα μαυροποταμία = παραποτάμια χώρα που είναι μαύρη μαυροπούλλα = κοράκι μαυροπροσωπάζω = ντροπιάζω μαυροπροσωπία = αισχύνη, ντροπή μαυροπροσωπίζω = ντροπιάζω, καταισχύνω κάποιον μαυροπρόσωπος = ντροπιασμένος, κατησχυμένος, ένοχος, ευτελής μαυροπωρένεν = το παρασκευασμένο από μαύρα βατόμουρα μαυροπώρικο = δαμάσκηνο μαυρόπωρον = βατομουριά μαύρος = μαύρος μαυροσκοτεινασμένος = μαύρος και σκοτεινός, χαρακτηρισμός του Χάρου μαυροστάφυλον = μαύρο σταφύλι μαυρόσυκον = είδος συκιά με μαύρους καρπούς μαυροσύρω = υποφέρω, δυστυχώ μαυροτέγανο = μαύρη πληγή σαν τηγάνι στο δέρμα δυσθεράπευτη μαυροτσουρουεύω = μαυροσαπίζω Μαυρούλα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα Μαυρουλίτζα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα μαυρούσα = μεγάλο ανθρωποφάγο μυθικό πτηνό μαυροφάσουλον = μαύρο φασόλι μαυροφόρετος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων μαυρόφορος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων μαυροφορώ = μαυροφορώ, πενθώ, μεταφ. δυσανασχετώ καταλαμβανόμενος από δυσάρεστα προαισθήματα μαυρόφρυδος = εκείνος που έχει μαύρα φρύδια μαυροφτερουλίουμαι = τίλλω, μαδώ τα μαύρα μου φτερά, μαλλιά μαυροχαίρεμαν = χαρά μικρής διάρκειας μαυροχαίρομαι = χαίρομαι λίγο χρόνο και μετά ατυχώ μαυροχωμία = το μέρος όπου υπάρχει μαύρο χώμα, τάφος μαυρύνω = μαυρίζω μαυρωτός = μαυριδερός μαφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα μάχα = φυτό μαχαιράζω = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι μαχαιράς = μαχαιροβγάλτης, μαχαιράς μαχαίρασμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι μαχαιρέα = μαχαιριά, το ίχνος πληγής από μαχαίρι μαχαιρίαγμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι μαχαίριν = μαχαίρι μαχαιρίτα = αγριόχορτο με φύλλα μαχαιροειδή και πριονωτά μαχαιρίτζα = κρίνος μαχαιρογούζιν = το αμβλύ μέρος του μαχαιριού, το αντίστροφο προς την ακμή μαχαιροδέμιν = ασημένια αλυσίδα με μικρό μαχαιράκι και χρησιμοποιείται ως κόσμημα μαχαιρομύτιν = η μύτη του μαχαιριού μαχαιρόπ’λλον = μαχαιράκι μαχαιροτύριν = το τουλουμίσιο τυρί που δεν θρυμματίζεται αλλά κόβεται με μαχαίρι μαχαίρωμαν = μαχαιρώνω μαχαιρώνω = μαχαιρώνω μαχαλά = ενορία κοινότητας μαχαλαδότης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης μαχαλαδοτικός = ενοριακός μαχαλέα = ενορία κοινότητας μαχαλέτες = κάτοικος ενορίας, ενορίτης μαχαλώτης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης μαχαναλής = εκείνος που αρρωσταίνει πολύ εύκολα μαχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή μαχανοπέτζιν = το δέρμα του φυσητήρα μάχη = μάχη μάχιν = το έθιμο το να μην μιλάει η νύφη στα πεθερικά της για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω σεβασμού μαχίουμαι = ερίζω, φιλονικώ μαχλής = εκείνος που δεν μιλάει εκ προθέσεως μαχμουτιά = παλιό χρυσό νόμισμα που κόπηκε από τον Μαχμούτ μαχοζώμιν = πικρός και κολλώδης οπός της μάχας μαχοκράτεμαν = κρατώ μάχιν μαχοκρατώ = κρατώ μάχιν μάχομαι = μισώ, αποστρέφομαι μάχομαι = μάχομαι μάχον = φυτό μαχότιν = είδος υφάσματος μαχραμά = μαντήλι με = μη με-το = αν και, καίτοι με-το-να = επειδή, διότι μεαρέα = το μαγειρεμένο φαΐ μεάρεμα = μαγείρεμα μεαστήρι = ριπίδιο από πτερό μεγαλεία = αλαζονεία, οίησης μεγαλεία = επίσημοι, αριστοκράτες μεγάλεμαν = μεγαλώμα μεγαλένω = μεγαλώνω μεγαλέσιν = είδος σταφυλιού με μεγάλες ρώγες μεγαλέτρα = οίδημα βουβωνικό το οποίο πιστεύεται ότι γεννιέται κατά την μετάβαση από την μια ηλικία στην άλλη μεγαλεύκομαι = μεγαλοπιάνομαι, υπερηφανεύομαι μεγαλιανός = πρόσωπο επίσημο, αριστοκρατικό μεγαλοδάχτυλον = αντίχειρας μεγαλόλογος = κομπορρήμων, καυχησιάρης μεγαλοπρεπία = μεγαλοπρέπεια μεγάλος = μεγάλος μεγαλοσάνος = πρόκριτος κοινότητας μεγαλοστομία = μεγαλορρημοσύνη, μεγαλαυχία μεγαλόστομος = μεγαλόστομος μεγαλόφωνος = μεγαλόφωνος, φωνακλάς μεγάλυμα(ν) = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα μεγαλύνω = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα μεγαλώνω = μεγαλώνω μεγαλωσύνα = αλαζονεία, μεγαλαυχία, ακαταδεξιά μέγας = μέγας κατ’ όγκο, κατ’ έκταση, κατ’ ηλικία, εκείνος που κατέχει ανώτερη κοινωνική θέση, άρχοντας, πρόκριτος, σπουδαίος μέγκλα = γεννητικό όργανο ζώου μεγκλίν = στραβό ξύλο μεγρίκιν = είδος αχλαδιού μικρού και στρογγυλού μεδέντιν = πυώδες δερματικό απόστημα μεζάτιν = πλειστηριασμός, δημοπρασία μεζέ = μεζές μεζκίτιν = είδος ψαριού μέθη = μέθη μεθή = μέθη μεθημώ = μεταμέλεια, μετάνοια μεθοπωρανός = φθινοπωρινός μεθοπωραρία = αγελάδα που παρέχει γάλα και τον φθινόπωρο μεθοπωράτικα = φθινοπωριάτικα μεθοπωρέα = εποχή του φθινόπωρου μεθοπωρίζει = φθινοπωριάζει μεθοπωρίζ’νος = φθινοπωρινός μεθοπώριν = φθινόπωρο μεθοπωρινός = φθινοπωρινός μεθόπωρον = φθινόπωρο μεθύγω = μεθώ μεθύζω = μεθώ μεθύσειν = μέθη μέθυση = μέθη μεθυσία = μέθη μέθυσμα = μέθη μεθύστακας = μεθύστακας μεθυστάς = μεθύστακας μεθύω = μεθώ μεθώ = μεθώ μειβά = οπωρικό μειζότερος = πρόκριτος, ο πρεσβύτερος στην ηλικία μεΐζω = νιαουρίζω μειχανά = οινοπωλείο, καπηλειό μειχανατζής = οινοπώλης, κάπηλος μέκαρ = μήπως μεκατίριν = ηθική αξία προσώπου μέλα = ομαλά μελανάζω = μελανιάζω μελανίζω = μελανιάζω μελάνιν = μελάνι μελανοκούτιν = μεγανοδοχείο μελάνωμαν = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι μελανώνω = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι μελανωτός = μαυριδερός μελαχρανάζω = γίνομαι μελαχρινός μελαχρανέμορφος = μελαχρινός και ωραίος μελαχρανός = μελαχρινός μελαχρανώ = γίνομαι μελαχρινός μέλε = ομαλά μελέα = η οσμή του μελιού μελεάμ(ιν) = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι μελεθρείον = δοχείο κρεμασμένος στο μύλο όπου κατέρχεται ο σίτος προς άλεση μελένος = μελένιος μελεντούρης = εκείνος που κάνει αργά την εργασία του μελεντουρίζω = χασομερώ μελέρ(ιν) = ψωραλέος μελεσεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά Μελέσσα = όνομα γίδας που έχει χρώμα μελιού μελεσσεύω = βομβώ, θορυβώ μελεσσίδιν = μέλισσα μελεσσιδίτα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες μελεσσιδίτζιν = μέλισσα μελεσσιδίχτρα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες μελεσσιδόπον = μικρή μέλισσα μελεσσιδόχορτον = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες μελεσσιδώνιν = κυψέλη μελισσών μελεχέμιν = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι μέλι = μέλι μελίγαλα = μέλι και γάλα μελικέριν = κηρήθρα με μέλι, είδος σταφυλιού που έχει κίτρινο χρώμα και γλυκιά γεύση μελίξανθος = εκείνος που έχει ξανθό χρώμα σαν το μέλι μελίπαστος = λίγο αλατισμένος μελιπάστωμα = αλάτισμα των ψαριών εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους μελιπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους μέλισσα = μέλισσα μελισσεύω = βομβώ, θορυβώ μελισσίδα = μέλισσα μελίσσιν = μέλισσα μελισσοκέριν = κερί αγνό που χρησιμοποιείται στη παρασκευή φαρμακευτικών αλοιφών μελισσοχόρταρον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες μελισσόχωρτον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες μελισσωνάριν = μελισσοκομείο μελισσωναρόν = μελισσοκομείο μελίτα = αγριόχορτο που έχει χυμό μελιτώδη μελιτάριν = χυμός φυτών που έχει γεύση μελιού μελιτάριν = εκείνο που έχει χρώμα μέλιτος, ξανθό μελιτζάνα = μελιτζάνα μελιτολάγηνον = λαγήνι που χρησιμοποιείται ως μελιτοδοχείο μελιτοτάψι = δίσκος μέλιτος το οποίο αγγίζει η νύφη με το δάχτυλο όταν εισέρχεται στο σπίτι του γαμπρού μελιτούτζα = αγριόχορτο που έχει γλυκιά γεύση μελίτωμαν = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός μελιτώνω = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός μελοβούτορον = ανάλατο βούτυρο περιχυμένο με μέλι μελοκούτιν = δοχείο μελιού μελοπάκμαζον = ποτό από μέλι μελοπάνιν = πανί ειδικό για διήθηση του μελιού μελόπαστος = λίγο αλατισμένος μελοπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους μελοπίθαρον = πιθάρι όπου φυλάσσεται το μέλι μελόπον = λίγη ποσότητα μελιού μελόχορτον = χόρτο που έχει γλυκό χυμό ανθέων τον οποίο απομυζούν οι μέλισσες μέλωμαν = αλείφω με μέλι μελώνω = αλείφω με μέλι μελωτός = εκείνος που έχει χρώμα μελιού μεμλεκέτιν = χώρα, επικράτεια Μεναξία = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα μενεξέ μενή = μήνυμα, παραγγελία, ειδοποίηση μεντή = σκύλα, μεταφ. γυναίκα ποταπή μένυγμαν = παραγγελία μενύγω = μηνύω μενύω = μηνύω μένω = μένω, διανυκτερεύω μενώ = μηνύω μεράκιν = μεράκι μερακλανεύκομαι = με καταλαμβάνει μεράκι, μελαγχολώ μερακλής = εκείνος που έχει πόθο ανεκπλήρωτο και είναι μελαγχολικός μεραμί = εν τούτοις, όμως μέραπανου = που επάνω; μέραφκα = που κάτω; μερδελάρης = τραυλός, ψευδός μερδελέας = τραυλός, ψευδός μερδέλης = τραυλός, ψευδός μερδελίζω = τραυλίζω μερδελιχτά = τραυλίζοντας, ψευδίζοντας μερέα = μηρός μερέα = μεριά, μέρος, προς το μέρος, εξ αιτίας μερέθα = μεριά, μέρος μερεφέτ(ιν) = μαραφέτι μερί(ν) = μηρός μεριαλίδι = ζωηρό και άτακτο παιδί μερίδα = μερίδιο, δελτίο στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας, κώδικας μονής στο οποίο καταγράφονται ονόματα ζωντανών και νεκρών οικογενειών για διαρκές μνημόσυνο μεριδοχάρτιν = στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας μερικόν = μερικό μέρκαικα = που ακριβώς; μερκαλία = με μεράκι, μελαγχολικά μέρκεσου = κατά που; μέρκιανου = που προς τα άνω; μέρμερα = στον ύπνο, σε κατάσταση ληθαργική μέρμερεα = κατά που, που μεριά μερμήκα = μυρμήγκι μερμηκιάζω = μυρμηγκιάζω μερμηκοφώλ(ιν) = μυρμηγκοφωλιά μερμηκώ = μυρμηγκιάζω μερόγες = μεριά, μέρος μερόδες = μεριά, μέρος μεροδούλιν = μεροδούλι μερόθεν = από μέρος μερομηνίες = οι πρώτες δώδεκα μέρες του Μαρτίου κατά τις οποίες γίνονται προγνώσεις καιρού για τους επόμενους μήνες μέρος = μέρος, τόπος, αγρός, οικόπεδο, οικογένεια μέρου = που; μερσίν(ιν) = μυρτιά μερτζάνιν = κοράλλι μερτιβένιν = κλίμακα, σκάλα μερτικάρης = εκείνος που έχει μερίδιο από διανομή πράγματος μερτικό(ν) = μερίδιο μερώνω = ξημερώνω, αγρυπνώ μέρ’ = μήπως μεσά = δάσος μέσα = μέσα, εντός μέσα = η μέση του σώματος, οσφύς μέσα-μεσού = στο μέσο, δοχείο γεμισμένο στη μέση μεσάβραστος = μισόβραστος μεσάδιν = δεύτερη ποιότητα ερίου μεσάζω = φτάνω στο μέσο μεσαία = κέντρο μεσαίος = μεσαίος μεσακός = μεσαίος μέσαμπρος = κηφήνας, άνθρωπος οκνηρός μεσανοίγω = μισανοίγω μεσάνοιχτος = μισάνοιχτος μεσανός = κείμενο στη μέση, μεσαίος μεσάνταρη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη μεσάντερα = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη μεσάνυχτα = μεσάνυχτα μεσανυχτάουμαι = καταλαμβάνομαι από τα μεσάνυχτα, μένω άυπνος ως το μεσονύχτιο μεσανύχτης = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου μεσανύχτιν = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου μέσασμαν = ο μέσος χρόνος της εγκυμοσύνης μεσάτος = ο κατά το ήμισυ πλήρης μεσατώνω = γεμίζω δοχείο κατά το ήμισυ μεσάψετος = μισοψημένος μεσέ = δάσος μεσεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα μεσεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος μεσελέ = υπόθεση μεσέλιν = παραμύθι μεσέντερη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη μέση = μέση μεσημεράζω = μεσημεριάζω μεσημέρασμαν = μεσημέριασμα μεσημέριν = μεσημέρι μεσημερινός = μεσημεριανός μεσημερίτζα = άνθος που ανοίγουν τα πέταλα το μεσημέρι, άνθρωπος που εγείρεται πρωί πολύ αργά μεσημέρ’νεσιν = μεσημεριανός μεσιμάρ(ιν) = χοντρό καρφί σφυρήλατο μέσιμον = διανυκτέρευση σε σπίτι φιλοξενούντος μεσοβδόμαδα = μεσοβδόμαδα μεσοβδόμαδον = μεσοβδόμαδο μεσοδάχτυλον = το μεσαίο δάχτυλο μεσοδέμιν = το δέμα που συγκρατεί το σαμάρι στη ράχη του ζώου μεσοδία = η μέση του δρόμου, η μέση της οικίας μεσοδόκιν = η κεντρική δοκός της στέγης μεσοδράνιν = φεγγίτης οικίας, στέγη οικίας μεσόδρομος = ο μισός διανυόμενος δρόμος μεσοζουμώνω = μισοζυμώνω μεσοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος μεσοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά μεσοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος μεσοκαιρέτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος μεσοκαιρίτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος μεσοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη μεσοκομείο = νοσοκομείο μεσοκουράζω = σπάω κάτι στη μέση, αισθάνομαι πόνο στη μέση, αισθάνομαι κόπωση σωματική μεσοκόφτω = κόβω κάτι στη μέση μεσοκρύετος = εκείνος που είναι να καταστεί ημιθανής μεσολάγγικος = εκείνος που δεν νοεί καλά μεσονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά μεσόπα = η μέση του σώματος, οσφύς μεσοπάνιν = πανί με το οποίο φασκιώνουν το βρέφος μεσοπάρχαρον = το κέντρο του παρχαριού μεσόπον = η μέση του σώματος, οσφύς μεσοπονίον = πόνος της μέσης, οσφυαλγία μεσόπονος = πόνος της μέσης, οσφυαλγία μεσορράχιν = το μέσο της αναβάσεως όρους μέσος = μέση μεσοσέλιν = το μέσο της σέλας μεσοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά μεσόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας μεσοστούλαρον = ο κεντρικός στύλος της οικίας που υποβαστάζει την κεντρική δοκό της στέγης μεσοστράτιν = το κέντρο της οδού μεσοτούντουνος = εκείνος που τρέμει από το ψύχος μεσουρανίζω = μεσουρανώ μεσουράνιν = στο μέσο του ουρανού μεσουρανού = στο μέσο του ουρανού μεσοχάμιν = το δάπεδο της οικίας ιδίως το κέντρο μεσοχειμάζω = διέρχομαι το μισό χειμώνα μεσοχείματα = στο μέσου του χειμώνα μεσόχειμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα μεσοχείμωγκα = κατά το μέσο του χειμώνα μεσοψέσκουμαι = μισοψήνομαι μεσόψετος = μισοψημένος μέσπιλον = μούσμουλο μεσπιλόρριοζον = η ρίζα του μούσμουλου μέστιν = είδος υποδήματος χωρίς τακούνι μεσφιλέα = μουσμουλιά μέτα = βρε, καλέ μετά = το ομού, μετά μεταβάλλω = νόσος που υποτροπιάζει μεταβάλσιμον = υποτροπιασμός νόσου μεταβορίζω = βγάζω το βρέφος από την κούνια και το καθησυχάζω μετάγγιγμαν = μετάγγιση μεταγγίζω = μεταγγίζω μετάγγιση = μετάγγιση μετάγγισμα(ν) = μετάγγιση μεταγένημα(ν) = νόσος που υποτροπιάζει μεταγίνομαι = μεταγίνομαι μετάδοση = η αγία κοινωνία μεταδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία μεταθήκω = μεταθέτω, ολιγωρώ μετακλώθω = στρέφω συχνά μεταλαμβάνω = εννοώ, αντιλαμβάνομαι, μεταλαμβάνω κοινωνία μετάληψη = μετάληψη μετάλλαγμα = εναλλάξ μετάλλαγμαν = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ μεταλλάζω = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ μεταλοχουσεία = η προσβολή από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία μεταλοχούσεμαν = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία μεταλοχουσεύω = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία μετανίζω = μετανοώ μετάνοια = μετάνοια μετανουνίζω = μεταβάλλω σκέψη, μεταμέλομαι μετανοώ = μεταβάλλω γνώμη, μετανοιώνω, εννοώ, καταλαβαίνω μεταξένος = μεταξένιος μεταξικός = μεταξένιος μετάξιν = μετάξι μεταξιτέσο = είδος κόσκινου με λεπτό μεταξωτό ύφασμα μεταξιτίζω = κοσκινίζω με μεταξιτέσο μεταξοζύγιστος = πολύτιμος μεταξοκέφαλος = νεόνυμφος μεταξοκότσινο = κόσκινο πυκνό πλεγμένα με νήμα μεταξιού μεταξόσυκον = είδος λευκού σύκου μετάξωμαν = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του μεταξώνω = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του μεταξωτός = μεταξωτός μεταπλάσκουμαι = μεταβάλλω τρόπους συμπεριφοράς, αλλάζω χαρακτήρα προς το καλύτερο μετασαλεύω = μετακινώ, μετατοπίζω μεταταράζω = ανακατεύω ξανά μεταφύτεμαν = μεταφυτεύω μεταφυτεύω = μεταφυτεύω μεταφύτιν = το μεταφυτευμένο φυτό μετέχω = υπολήπτομαι μετζάζω = γεμίζομαι από πιτυρίδα μέτζιν = πιτυρίδα της κεφαλής μετζιτιέ = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών μετζίτιν = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών μετόπωρον = φθινόπωρο μετόχιν = αγρόκτημα που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται εντός περιφέρειας μέτρα = μητριά μέτρα = γυναίκα, σύζυγος μέτρεμα(ν) = μέτρημα, αρίθμηση μετρεμένα = μετρημένα, όχι αφειδώς, μεταφ. με προσοχή μετρεμονή = μέτρημα, αρίθμηση μετρεμός = μέτρημα, αρίθμηση μετρεσία = μέτρημα, αρίθμηση μετρέτα = ακριβώς μετροπίαγμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μετροπίαμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μετροπιάνω = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μετροπίαση = υποτροπιασμός ασθένειας μετροπίασμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μέτρος = μέτρημα, μέτρο, μέτρο ποσότητας μετρούα = μητριά μετρούλα = μητριά μετροφυλλάζω = φυλλομετρώ μετρώ = μετρώ, αριθμώ μετρωτήριν = όργανο μετρήσεως μετσάρ’κον = γκρεμισμένο ως τα μισά μετώπι = μέτωπο μέφομαι = υποπτεύομαι μέφτες = εκείνος που υποψιάζεται τους άλλους μεχίρις = σφραγίδα μεχκεμέ = βασιλικό συμβούλιο μεχτερός = γουρούνι μη = μη μηδέ = μήτε μηθένα = μη τυχόν, μήπως μηλέα = μηλιά μηλένος = ο παρασκευασμένος από μήλα μηλίνα = μήλο ψημένο στο φούρνο μηλίτα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς μηλίτζα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς μήλο(ν) = μήλο, μηλιά μηλόπον = μήλο μηλόπον = μήλο μηλορρόδακον = ροδάκινο, ροδακινιά μηλότζιρος = μήλο φουρνισμένο ή ξηραμένο στον ήλιο μηλόφυτον = νεαρό φυτό μηλιάς μημήνικον = ονομαστική γιορτή μηναίον = ο μηνιαίος, εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των εορταζόμενων αγίων μηνάλλαγμα = η πρώτη μέρα του μήνα μήνας = μήνας μηνάτικον = μηνιάτικο μηνοστάσιν = πρωτομηνιά μηνύω = μηνύω μηουδέ = μήτε μηουδέν = ουδέν μηρμόρι = μνήμα, τάφος μητέρα = μητέρα μητερίτζα = είδος χορού μητροπολίτης = μητροπολίτης μητρούα = μητριά μητρούλα = μητριά μι = μήπως μία = μία φορά, άπαξ μιαγκύριν = εργαλείο των λεπτουργών με σχήμα αγκυροειδές μίδας = εκείνος που έχει μεγάλα αυτιά μιζτράχιν = δόρυ μικκίτζικος = μικρούλης μικκούκος = μικρούλης μικκούτζικος = μικρούλης μίκρα = η παιδική ηλικία μικραίνω = μικραίνω μικρακιανός = μικρός στο ανάστημα, μικρούλης μίκρη = χαρτοπαίγνιο δυάρι σπαθί μικρίκος = μικρούλης μικρίτζικος = μικρούλης μικροδάχτυλον = μικρό δάχτυλο, ωτίτης μικροθέα = η παιδική ηλικία, πράγμα μικρό μικρόθεν = από μικρή ηλικία μικροκατάθετος = εκείνος που έχει μικρό ανάστημα μικροκέφαλος = μικροκέφαλος μικροκοίλιν = η δεύτερη κοιλιά μηρυκαστικού ζώου, το υπογάστριο, η μήτρα μικρόντας = κατά την παιδική ηλικία μικροπαντρεμένος = μικροπαντρεμένος μικροπέντικος = μικρός ποντικός μικροπρόσωπος = μικροπρόσωπος μικρός = μικρός μικρότε = η παιδική ηλικία μικροτερύνω = κάνω κάτι μικρότερο, γίνομαι ή φαίνομαι μικρότερος μικροτραγωδάνος = μικρός τραγουδιστής μικρούτζικος = μικρούτσικος μικρύνω = μικρύνω μιλία = ομιλία μιλιούνα = πάμπολλα, αναρίθμητα μιλίτζιν = μήλο μιλίτσος = κάτοχος ποιμνίων μιλώ = μιλώ μιμιδάζω = μου γεννώνται εξανθήματα μιμιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος εξανθήματα μιμίδιν = δερματικό εξάνθημα μιμιδόπον = δερματικό εξάνθημα μιμιτζία = πλαγγών, κούκλα μιναρέ = μιναρέ μινκίν = δυνατόν, πιθανόν μιντέριν = υπόστρωμα, μιντέρι μιντερούμαι = κάθομαι στο μιντέρι μιντζάνα = μεγάλο βαρέλι μιντζένεν = το κτισμένο με μυζήθρα μιντζίν = μυζήθρα μιντζοβάρελον = βαρέλι που χρησιμοποιείται ως δοχείο μυζήθρας μιντζοκόλοθον = μυζήθρα σχηματοποιημένη σφαιρικώς, κεφαλοτύρι μιντζόπιτα = πίτα με μυζήθρα μιντζόσκευον = δοχείο μυζήθρας μιντζοφάει = προσφάγι από μυζήθρα μίος = ένας μιρίμα = τα πολύ ψιλά άχυρα μιρμίδα = είδος ραψίματος μιρμιδώνω = ράβω το γύρο μαντηλιού αφού το στρίψω μιρμιρίκιν = μούστος, γλεύκος μισαβέσα = το μέσο χρονικής περιόδου μισάβραστος = μισοβρασμένος μισανοίγω = μισανοίγω μισάνοιχτος = μισάνοιχτος μισανύφιν = ύφασμα του οποίου μερικά νήματα έμειναν ανύφαντα μισάριν = το γεμισμένο ως τα μισά μισαρώνω = γεμίζω ή αδειάζω δοχείο ως το μισό μισαφίρης = μουσαφίρης μισάψετος = μισοψημένος μισεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα μισεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος μισερός = καχεκτικός, ισχνός μισερώνω = κάνω κάποιον καχεκτικό μισηχτέριν = άνθρωπος μισητός μισία = μυτόχειλα μισίζω = χωρίζω στα δύο μισιμάριν = χοντρό καρφί σφυρήλατο μισίρι = το δημητριακό αραβόσιτος μισκίνης = άθλιος, κακορίζικος, πτωχός μισμιλάγκιν = σμίλαξ μισμιλαεύω = λεπτολογώ μισοάνθρωπος = άνθρωπος μικρόσωμος, ανάξιος προσοχής μισόγλωσσος = βραδύγλωσσος μισόδρομος = το ήμισυ διανυόμενος δρόμος μισοεξυπνώ = μισοξυπνώ μισοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος μισοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά μισοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος μισοκαιρίτης = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος μισοκιακέρης = ο μισός και ακέραιος μισοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη μισοκρύετος = εκείνος που είθε να καταστεί ημιθανής μισολάγγικος = αυτός που δεν νοεί καλά μισονέα = το δεύτερης ποιότητας ξασμένο έριο μισονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά μισός = μισός μισοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά μισοσκότωτα = με μεγάλη ταχύτητα μισοσκότωτος = ημιθανής μισόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας μισοστεφάνωμαν = αρραβώνας μισόστρατο = το ήμισυ διανυόμενης οδού μισοτριβάδι = μισοπλυμένο μισοχείματα = στο μέσου του χειμώνα μισοχείμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα μισοχειρισμένο = εκείνος το οποίο μόλις άρχισε μισοψέσκουμαι = μισοψήνομαι μισόψετος = μισοψημένος μιστερής = πελατής μιστός = μισθός, αμοιβή, καλή πράξη μισώ = μισώ μιταράζω = περνώ τον στήμονα στα μιτάρια, βάζω νήματα μέσα σε βαφικά χόρτα που βράζουν για να χρωματιστούν μιτζουτζάχκομαι = κρύβω τα χρόνια μου μιτίλιν = το εσωτερικό κάλυμμα του εφαπλώματος, εφάπλωμα, πάπλωμα μιφλίης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος μίχνα = μήνα πολύ λεπτό μμα = στη παιδική γλώσσα, φίλημα μνάζω = νιαουρίζω μνε = στη παιδική γλώσσα, φαΐ μνεία = εορτή μνέσκομαι = συλλογίζομαι, θυμάμαι μνήμα = μνήμα, τάφος μνήμη = μνήμη μνημόνεμαν = μνημονεύω μνημονεύω = μνημονεύω μνημόριν = μνήμα, τάφος μνημόσυνον = μνημόσυνο μνοή = όψη, χροιά μνυαλόν = μυαλό μο = μετά μόγυπνος = αγουροξυπνημένος μόδι = μεγάλο χρηματικό ποσό μοζανεύω = ζώο που στερεύει από γάλα μοζίκα = αγελάδα στείρα που εξακολουθεί να παρέχει γάλα μοζίν = μοσχάρι αρσενικό ενός έτους μόζος = ταύρος, μεταφ. άνθρωπος χονδροειδής μοθόπωρον = φθινόπωρο μοιάζω = μοιάζω μοιασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα μοίρα = μοίρα μοιραγωγή = μοιρασιά, διανομή μοιράζω = μοιράζω μοιρακόν = μερίδιο από κληρονομιά μοιρασία = διανομή, μοιρασιά μοιράσιν = το μερίδιο από κληρονομιά, τυχαίο εύρημα μοιραστής = διανομέας μοιραστίτζης = διανομέας μοιρασχόρης = εκείνος που έχει κληρονομικές αξιώσεις μοιραχτής = διανομέας μοιρεύκουμαι = μοιρολογώ μοιροθανάτου = το Σάββατο πριν της Πεντηκοστής μοιρολόγεμα(ν) = μοιρολόι μοιρολογήτρα = μοιρολογήτρα μοιρολογία = μοιρολόι μοιρολόγιν = μοιρολόι μοιρολογώ = μοιρολογώ μοιροτραγωδώ = τραγουδώ μοιρολόγια μολάς = ιερωμένος Τούρκος μολητεύω = αποκρύπτω, εξαφανίζω, εξαφανίζομαι μόλιν = σωρός λίθων, σύμπλεγμα φυτών μολογία = ομολογία μολογώ = ομολογώ μολόχιν = μολόχα μολυβά = κυανό χρώμα μολυβάζω = κάνω μολυβιές, ίσταμαι ακίνητος, πληγώνομαι με σφαίρα μολυβάς = έμπορος μολύβδου μολυβέα = πλήγμα βολής όπλου, ίχνος πλήγματος μολυβένος = μολυβένιος, μολύβδινος μολύβιν = μολύβι, σφαίρα πυροβόλου όπλου, μολυβδοκόνδυλο μολύβιν = μολυβδόχρουν μολυβοκόντυλον = μολυβδοκόνδυλο μολυβοσκεπαγμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι μολυβοστεγασμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι μολώ = αμολώ, χαλαρώνω μολώνω = καύσιμη ύλη που ανάβει αργά μομμάκα = ψωμί (στη παιδική γλώσσα) μομμάν = ψωμί (στη παιδική γλώσσα) μομότζιν = κωνοειδές καρπός πεύκου, βομβύκιο του μεταξοσκώληκα, μεταξοσκώληκας μονάδα = χρήμα, πλούτος μονάζω = φιλοξενώ, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό, συντροφεύω την νύχτα μονάκριβος = μονάκριβος μόνασμα(ν) = φιλοξενία, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό μοναστέρα = διαμέρισμα μάνδρας όπου απομονώνονται τα νεογνά των αιγοπροβάτων μοναστήριν = μοναστήρι μοναστηρόπον = μοναστήρι μονάστικον = ξενοδοχείο για διανυκτέρευση μοναστόν = εκείνο που το φυλάνε την νύχτα και το τρώνε την άλλη μέρα μονατός = διανυκτέρευση μοναχά = μοναχά μοναχία = απομόνωση, μοναξιά μοναχοκέφαλος = μονογενής μοναχοπαίδιν = μοναχοπαίδι μοναχός = μόνος, μεμονωμένος, μόνο μοναχούλα = μονογενής κόρη μονή = διακυκτέρευση μονή = μοναστήρι μονόγαλα = αυτούσιο γάλα μονογενής = μοναχογιός μονογιόκας = μοναχογιός μονοεγκλησία = λειτουργία που γίνεται μόνο σε έναν ναό μονοήμερος = μονοήμερος μονοθωρέα = ύφασμα βαμμένο μόνο από την μία όψη, άνθρωπος πολύ ευερέθιστος μονοιάζω = μονοιάζω μονοκάλιβα = με γυμνά πόδια μονόκερος = μονόκερως μονόκοκον = νήμα μονόκλωνο, όχι διπλά κλωσμένο μονοκοντυλέα = γραφή λέξεων με μονοκονδυλιά μονοκοπή = πράγμα συντελεσμένο με μια κοπή μονολάβιν = σκεύος με μια λαβή μονόλυκος = λύκος περιφερόμενος μόνος μονόμματος = μονόφθαλμος μόνον = μόνος μονοπάτιν = μονοπάτι μονοπατόπον = μονοπάτι μονοπέρβολον = τοίχος μονός, με μία όψη μονοπιστία = ενιαία θρησκεία όλων μονοποδαρέας = μονοπόδαρος μονοπόδαρος = μονοπόδαρος μονοπορπατία = μονοπάτι για ένα διαβάτη μονοπρόσωπος = μονοπρόσωπος μονορραμισμένον = μονός υφαντικός ιστός μονορράμμιν = μονό νήμα μονόρριζον = εκείνος που έχει μονή ρίζα μόνος = μόνος μονός = μονός μονοσιδερίασμαν = δέσιμο με μια αλυσίδα μονοστέφανον = ο πρώτος και πρώτος γάμος, σύζυγοι πρώτου γάμου μονότροπος = αφελής, αγαθός, εύπιστος μονόφθαλμος = μονόφθαλμος μονοχείμιν = αγελάδα μονοετής μόντας = όταν μονώνω = απομονώνω μοπλάτιν = ωμοπλάτη μοπλατοπάνιν = πανί που τοποθετείται πάνω στον ώμο και βοηθάει στο κουβάλημα βάρους μόρικος = εκείνος που έχει όμοιο χρώμα με το βατόμουρο μόριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου μορμόρι = μνήμα, τάφος μορταρία = ζώο που παρέχει παχύ γάλα μόρτζεμαν = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο μορτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο μορτή = η αμοιβή του ιδιοκτήτη από τον καλλιεργητή της γης σε είδος μορτή = το πάχος του γάλακτος μορφένω = ομορφαίνω μόσας = ευθύς ως, μόλις, μόνον, βεβαίως ναι μοσκάρι = μοσχάρι μοσκοβότανο = αρωματικό φυτό μοσκομυρίζω = μοσχομυρίζω μόσκος = μόσχος μοσκοσαπωνίζω = λούζω με μοσκοσάπουνο μοσκοσάπωνον = μοσκοσάπουνο μόστρα = μόδα μοτζίριν = τέφρα εστίας διάπυρος μούα = σιωπή, ησυχία μουάμιν = μέτρο σιτηρών δώδεκα οκάδων μουγαρώνω = ασπρόρουχα που δεν καθαρίστηκαν καλά, ρυτιδώνομαι μουγγίζω = δεν μιλώ καθαρά μούγιωμαν = μένω άναυδος, πραΰνομαι, ρέπω σε ύπνο μουγκαρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά μουγκρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά μούγκρισμαν = μουγκρίζω μουγλίν = μοχλός μούδα = δέσιμο των ιστίων μουδάζω = μουδιάζω μουδέ = μήτε μούεμαν = ησυχάζω μουένω = ησυχάζω μουζούκιν = ποικιλία αραβοσίτου μικρού μεγέθους μουζουκλάεμαν = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής μουζουκλαεύω = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής μουθουγκέας = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη μουθούγκης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη μουθουγκιάζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά μουθουγκιάρα = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά μουθουγκιάρης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη μουθουγκίζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά μουθούκιν = θαλάσσιο κήτος δελφινοειδές, άνθρωπος δυσειδής, δύσμορφος μουθουράζω = σκουληκιάζω μουθούριν = δελφίνι μουθουρίσκουμαι = ξυπνώ μουγκρίζοντας μουθούρισμαν = ξυπνώ μουγκρίζοντας μουκασίρης = φιλάργυρος μούλα = ημίονος, μουλάρι μουλαΐμης = εκείνος που έχει ήπιο χαρακτήρα, ήμερος, πράος μουλαϊμωτός = ήπιος, ήρεμος μουλάριν = ήπιος, ήρεμος, μουλάρι μουλάριν = χειρόμυλος, μηχανή συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν φουντούκια μουλώνω = σιωπώ, καταπραΰνομαι, επουλώνομαι μουλωτός = κρυφτό μουμιερός = ανόητος, βλάκας μουμουδάκιν = είδος φράουλας μουμουδιάζω = μουδιάζω μουμουδιώ = μουδιάζω μουμουλάζω = όσπρια που παράγουν, γεννούν μαμούνια μουμούλιν = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος μουμουλόπον = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος μουμουτεύω = οσφραίνομαι μουμτζής = κηροπλάστης μουνίτζα = θαλάσσιο μαλακόδερμο μουνιχάχας = ηλίθιος, μωρός μούνος = μόνος μούντζα = μουντζούρα μουντζάλα = μουντζούρα μουντζαλέα = ρύπος, μουντζούρα μουντζάλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος μουντζαλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω μούντζεμαν = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος μουντζεύω = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος μουντζούλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος μουντζουλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω μουντζούνα = προσωπείο, μουτσούνα μουντζουράζω = στραβοκοιτάζω κάποιον και δείχνω με μορφασμό την δυσαρέσκειά μου, μυκτηρίζω μουντζουρέας = αλαζονικός, οιηματίας, ψηλομύτης μουντζούριν = μούτρο, μύτη μουντζούρωμαν = μουντζούρωμα, λέρωμα μουντζουρώνω = δείχνω την δυσαρέσκειά μου μορφάζοντας μουντζουρώνω = μουντζουρώνω, λερώνω μούντζωμαν = μούντζωμα με μελάνι μουντζώνω = μουντζώνω με μελάνι μουντρίν = άνθρωπος σκυθρωπός, κατσουφιασμένος μούντρον = μούτρο, πρόσωπο μουντρούγας = άνθρωπος πάντα αμίλητος και σκυθρωπός μουντρώνω = μουτρώνω, γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω μόυπνος = άυπνος, αγουροξυπνημένος μουράτιν = εκείνος που ποθεί κάτι μούρδα = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας μουρδός = θολός μουρδουλέας = εκείνος που κάνει γρυλλισμούς σαν την αρκούδα μουρδουλίζω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό μουρδούλισμαν = υπόκωφος γρυλλισμός μουρδουλώνω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό μουρδώνω = θολώνω μουρζουλάριν = δέντρο που έχει εξογκώματα στο φλοιό μουρζούλιν = εξόγκωμα στο φλοιό δέντρου μούρη = μύτη μούριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου μουρμούθιν = πράγμα ελάχιστο, μικρό, σκουπίδι μουρμούρα = μεμψιμοιρία μουρμουράρης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης μουρμουρέας = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης, φιλόψογος, φιλοκατήγορος μουρμουρέτζης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης μουρμουρίζω = μουρμουρίζω μουρμούρισμαν = μουρμούρισμα μουρμουρίχτρα = νύφη που μουρμουρίζει στο αυτί του ανδρός της μουρουγκλούμαι = παραλύομαι σωματικώς μουρούζιν = ίππος ή ημίονος μικρού ύψους μουρούνα = μύραινα μουρουνέλαδον = μουρουνέλαιο μουρτάρης = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος μουρταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά μουρταρσύνα = ακαθαρσία, βρώμα μουρτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο μούρτζι = βατόμουρο μούρτη = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας μούρτης = θολός, μεταφ. συννεφώδης μουρχούτ(ιν) = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού μούσα = συμπιεσμένος σπόγγος ο οποίος μένει πάντα στο αντιμήνσιο της αγίας τράπεζας για να συγκεντρώνει τα ψίχουλα από τον άγιο άρτο, πτηνό, σκότος μουσαγκίζω = φυσώ με την μύτη μουσαμά = μουσαμάς μουσάντρα = μεγάλη ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη, το ύπερθεν μέρος του αμπαριού μουσαφίρης = μουσαφίρης μουσαφιρία = μουσαφίρηδες μουσιουνίζω = μουρμουρίζω μουσκαραρία = φιλόστοργη, στοργική μουσκαράτικον = αγελάδα η οποία δεν παρέχει γάλα προτού θηλάσει το μοσχάρι μουσκάριν = μοσχάρι μουσκαρίτζα = μοσχάρι μουσκαροδέμιν = σχοινί με το οποίο δένουν το μοσχάρι μουσκαροκολόγκυδον = κολοκύθα άνοστη, κατάλληλη για μοσχάρια μουσκαροπέτζιν = δέρμα μοσχαριού μουσκαρόπον = μοσχαράκι μουσκαροτόπιν = διαμέρισμα της μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια μουσκενάριν = διαμέρισμα ξεχωριστό εντός μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια μουσκεύκουμαι = αποστρέφομαι στην άσχημη μυρωδιά μουσκοβολώ = μοσχοβολώ μουσκογέλασμαν = γέλιο μοσχομυρισμένο μουσκοκάρυδον = μοσχοκάρυδο μουσκομαξιλάριν = μοσχομυρισμένο μαξιλάρι μουσκομυρίζω = μοσχομυρίζω μούσκος = μόσχος μουσκοσαπωνίζω = μοσχοσαπουνίζω μουσκόφυλλον = ευώδες άνθος μούσμουλον = μούσμουλο, μουσμουλιά μουσούλιν = μαύρο πανί μούστα = γρόνθος, πυγμή, ποσότητα όση χωράει η πυγμή μουστάζω = δίνω μπουνιά, γρονθοκοπώ μουστάκιν = μουστάκι μουστέα = γροθιά, μπουνιά μουστερής = πελάτης μουστίν = πυγμή, γροθιά μουστοδακράζω = τρέχουν τα δάκρυα χοντρά ως γρόνθοι μουστουνάζω = γρονθοκοπώ μουστουνέα = πλήγμα μετά την γροθιά μουστρίν = άνθρωπος κατηφής, σκυθρωπός μούστρωμαν = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα μουστρωμένα = μουτρωμένα, σκυθρωπά μουστρώνω = σκυθρωπιάζω, μουτρώνω μούτα = φωλιά ορνίθων μουταρά = πενιχρότητα, φτώχεια, ανάγκη μουταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά μουτάρτς = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος μουτάφης = σχοινοπλόκος ή εκείνος που πλέκει καλύμματα ίππων μούτζα = έκζεμα δερματικό, λειχήνας μουτζάζω = βγάζω εκζέματα μουτζάρης = εκείνος που έχει εκζέματα μούτζικας = εκείνος που έχει εκζέματα, μεταφ. άνθρωπος δυσειδής μουτζουρούμης = ανίκανος για οποιαδήποτε πράξη, αδύνατος μουτζούχιν = μοσχαράκι νεκρό και ταριχευμένο το οποίο το στήνουν μπροστά από την αγελάδα για να απατηθεί και να κατεβάσει γάλα μουτζοχόρταρον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών μουτζόχορτον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών μουτουλάζω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα μουτούλιν = ο νέος βλαστός μετά την κλάδευση δέντρου, το ακρότατο μέρος της κορυφής δέντρου μουτουλώνω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα μούτσικο = λίγο μούτσος = μικρός στο ανάστημα, βραχύσωμος μουφλίζης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος μούχα = ατμοσφαιρική θερμότητα το χειμώνα μουχανίζω = καυσόξυλο υγρό που δεν καίγεται μουχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή μούχλα = καιρός ομιχλώδες, μούχλα μουχλάζω = μουχλιάζω, σκυθρωπιάζω μουχλέα = μούχλα μουχλίν = μοχλός μουχλίσκομαι = οικειοποιούμαι κρυφά μουχλόνω = θερμαίνομαι λίγο μουχλός = λίγο χλιαρός μουχλωμένος = ομιχλώδης, μεταφ. κατηφής, σκυθρωπός μουχμουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω μουχρούτιν = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού μουχρουτοπλύστρα = πανί με το οποίο πλένουν το πήλινο τρυβλίο μούχρωμαν = λυκαυγές μουχρώνει = προσεγγίζει το λυκαυγές, υποφώσκει μουχτάρης = μουχτάρης μουχτεροπούλλιν = νεογνό αγριόχοιρου μουχτερός = αγροιόχοιρος, μεταφ. ρωμαλέος, ανάγωγος, αγροίκος μουχτερούδιν = αγριόχοιρος μουχτζίν = περιμετώπιο μόσχου μοφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα μοχουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω μπαλλώνω = μπαλώνω μπού = νερό (στη παιδική γλώσσα) μπούκι = κομμάτι μπουκίτζι = κομμάτι μπουκοφάει = φαγητό που τρώγεται με ψωμί μπουμπού = νερό (στη παιδική γλώσσα) μυαλός = μυαλό, ο μυελός των οστών, μεφατ. νους μύδιν = μύδι μυδοπίλαφον = μυδοπίλαφο μυΐα = μύγα μυιοκάθισμαν = τα αβγά της μύγας τα οποία εναποθέτει στο κρέας, μελανό στίγμα από ακαθαρσίες μύγας μυλάζω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει μυλάλευρον = αλεύρι με το οποίο μυλάζουν μυλαρίζω = αλέθω με χειρόμυλο μυλάριν = χειρόμυλος, μηχανική συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν τα φουντούκια μυλαρόσυκον = σύκο ευμέγεθες μυλέγω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει μυλεχτός = διαλεκτός, εκλεκτός μυλίασμαν = η προσθήκη αλευριού στο φαγητό προς χύλωση μύλιν = αλεύρι που προστίθεται στο φαγητό για να χυλώσει μύλος = μύλος μυλώνω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει μύξα = μύξα μυξάρης = μυξιάρης μυξάς = μυξιάρης μυξέας = μυξιάρης μυξομάντηλον = ρινόμακτρον μυξοχόρταρον = αγριόχορτο με βλεννώδη οπό μυξώ = έχω μύξα μυξώνω = λερώνω με μύξα μύρα = οσμή, μυρωδιά μυραγιάζω = εκπέμπω ευωδιά μύρου (πεθαμένος) μυριάδες = πάμπολλοι, αναρίθμητοι, μυριάδες μυριγμός = καλή ή κακή οσμή, όσφρηση μυρίζω = μυρίζω μύριοι = άπειροι, αναρίθμητοι, μύριοι μύρισμαν = μύρισμα μυρίτζικα = αναρίθμητα, πάμπολλα μυριχτάριν = εκείνο που αναδίδει καλή ή κακή μυρωδιά μυρμήκα = μυρμήγκι μυρμηκάπιν = αχλάδι μικρό και στυφό προς τη γεύση μυρμήκιν = μυρμήγκι μυρμηκιώ = μυρμηγκιάζω μυρμηκοφώλιν = φωλιά μυρμηγκιών μύρμυροι = αναρίθμητοι, πάμπολλοι μύροι = μύριοι, άπειροι, αναρίθμητοι μυρολούζω = λούζω με μύρα μυρομάλλα = μαλλιά μυρωμένα, που αποπνέουν μύρο μύρον = μύρο μυρόρριζον = φυτό που έχει πολλές ρίζες μυροστάζω = στάζω μύρο μεταφ. εκπέμπω μυρωδιά μύρου μυροστέκομαι = παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ως μύρο ευωδιάζον μυροφόρα = εκείνη που αποπνέει μύρο, μυροφόρα μυρσίνιν = μυρτιά, ψάρι μύραινα μυρωδία = μυρωδιά μυρωδιάζω = μυρίζω μυρωδικά = μυρωδικά μύρωμα(ν) = μύρωμα μυρώνω = μυρώνω μυστηρανεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι μυστήρες = μυστικοσύμβουλος μυστηρεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι μυστικός = μυστικός μυτάζω = συρράπτω τη μύτη του τσαρουχιού μυταστέριν = σιδερένιο όργανο με το οποίο ανοίγουν τρύπες στη μύτη του τσαρουχιού προς συρραφή μυτάτικος = μάλλινη κάλτσα που έχει χρωματιστά πλουμιά στη μύτη και την φτέρνα μυτέας = μυταράς μυτερός = μυτερός μυτί(ν) = μύτη μυτία = το πρώτης ποιότητας ξασμένο έριο μυτίζω = προβάλλω τη μύτη, εκφύω βλαστό, φύτρο μυτιλής = μυτερός, σουβλερός μυτιστέριν = εργαλείο λιθοξόων μυτόχειλα = μύτη και χείλη μω = χρήση επιφωνηματική ως δήλωση έκπληξης, θαυμασμού κτλ. «Μω σε, ντο λές!» Μω σας αποκάμια! = Δήλωση έκπληξης, θαυμασμού. μωδάζω = μουδιάζω μώδασμαν = μούδιασμα μωδώ = μουδιάζω μώλιν = σωρός λίθων, πυκνή σύσταση φυτών μωμόγερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη μώμος = ανόητος, μωρός μωμότσης = ανόητος, μωρός μωρεσακά = μωρουδιακά μωρέσικος = παιδαριώδης, μωρός μωρέσιν = ανόητα, μωρά, καμώματα παιδαριώδη μωρεύω = ανοηταίνω, μωραίνομαι μωριάζω = διασκεδάζω το μωρό με παιχνίδια μωριλάς = εκείνος που ασχολιέται με έργα παιδαριώδη μωρίτζα = μωρουδάκι μωρίτικα = ανοήτως, μωρώς μωρίτικος = παιδιακίστικος, παιδαριώδης μωροβολέα = πολλά μικρά μωρά μωρόγνωμος = ανόητος, μωρός, εύπιστος μωροκόλλιν = γιαούρτι που δεν έχει πήξη καλά μωροκολλίουμαι = δεν έχω πήξει καλά (γιαούρτι) μωρολογία = πλήθος μικρών παιδιών μωρολογώ = αποκτώ τέκνα μωρομάννα = μωρομάνα μωροπαίδιν = μωρό παιδί μωροπίαστον = γιαούρτι που δεν έχει πήξει καλά μωρόπιστος = ευκολόπιστος μωροποίσα = γεννητούρια μωρόπουλλον = βρέφος, μωρουδάκι, ο μικρός στην ηλικία μωρός = ανόητος, μωρός μωρόχλιο = χλιαρό μωρωδέσιν = μωρό, νήπιο μώρωμαν = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση μωρώνω = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση Ννάζιν = νάζι, ακκισμός προσποιητός ναζλάνεμαν = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι ναζλανεύκουμαι = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι ναζλήαινα = εκείνος που κάνει νάζια, ο ακκιζόμενος, ο θρυπτόμενος νάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά, αροτριώ ναι = ναι ναίσι = ναι νακάσης = ασβεστοχρωματιστής, ελαιοχρωματιστής νάκιν = νεαρός βλαστός φυτού νάκρα = άκρη νάλια = τα ύφαλα, η τρόπιδα πλοίου ναλίν = γυναικείο ξυλοπέδιλο ναλόπον = γυναικείο ξυλοπέδιλο νάμα = οίνος που χρησιμοποιείται στη θεία λειτουργία ναματερόν = δοχείο του νάματος ναμή = μη άραγε, μήπως νάμιν = όνομα, φήμη ναμκιόρης = αγνώμων, αχάριστος ναμούσιν = τιμή, υπόληψη νανάκαν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νανάν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νάνι = λίκνο, κούνια, στη παιδική γλώσσα, ύπνος νανίζω = νανουρίζω νανίκα = στη παιδική γλώσσα, ύπνος νανιλαεύω = νανουρίζω νανουρίζω = νανουρίζω νανούρισμαν = νανουρίζω ναπλάτιν = ωμοπλάτη ναπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ νάριν = ρόδι, ροδιά ναρκιλέ = ναργιλές νάρτηκας = νάρθηκας εκκλησίας νασάν = επιφώνημα θαυμασμού νάσιμον = λίπανση αγρού με κοπριά, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού στην ακρογιαλιά νασίον = λίπανση αγρού, τόπος όπου απλώνονται τα πανιά για νάσιμον νάσμαν = λίπανση αγρού, λίπασμα, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού ναστάρ(ιν) = νυστέρι νασταρέα = τομή με νυστέρι νάστρα = γυναίκα που ασχολείται με την λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού ναστρατίτα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου νάτεμαν = το πρώτο όργωμα αγρού που γίνεται βαθιά νατεύω = καλλιεργώ, οργώνω νατός = όργωμα αγρού νατοχόρταρον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο νατόχορτον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο ναυαγίσματα = ανεμοσκορπίσματα ναύκεργος = ναυτικός ναύλο = ναύλος ναύτες = ναύτης ναφαλός = ομφαλός ναφτέα = οσμή πετρελαίου νάφτιν = πετρέλαιο ναχά = αλλοίμονο νέ = χρησιμοποιείται ως επιφώνιμα κτητικό «Νέ άνθρωπε», μετά από λέξεις που συντελεί στην έγκλιση αυτών «νέ κουτζη» νέ = ούτε νέ-μωρε = μωρός νέ-μωρη = μωρός νέαθεν = εκ νέου νέβζημαν = σβήσιμο νεβζήνω = σβήνω νεβήζω = σβήνω νεβράζω = βρέχω, καταβρέχω νέβραχμαν = βρέξιμο, κατάβρεγμα νεβράχτω = βρέχω, καταβρέχω νεβράχω = βρέχω, καταβρέχω νεβρέχω = βρέχω, καταβρέχω νεγαμικά = ενδύματα γαμπρού, νύφης, τα δώρα της νύφης και του γαμπρού πριν τον γάμο νεγαμόλουτρον = γαμήλιο λουτρό της νύφης και του γαμπρού πριν τη στέψη νέγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί νεγαμοσκάμνιν = το σκαμνί όπου κάθεται ο γαμπρός κατά το ξύρισμα νεγαμοψώμιν = άρτος ειδικά παρασκευασμένος κατά το γάμο με βούτυρο και ζάχαρη νεγάμ’σσα = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί νέγιος = νέος νεγκάζω = αναγκάζω νεγκασία = κούραση νεγκασίον = κούραση νέγκασμα = κούραση νεγκασμονή = κούραση νεγκαστικός = κουραστικός νεγκομμένος = ο άξιος να κοπεί, να χαθεί νεδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή νέες = νέος νέθω = γνέθω νειδία = οδεισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη νειδίζω = εμπαίνω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω νεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω νεικασμός = εικασία, διάκριση νέικος = νεαρός, νεολαία νεκραναλλάζω = νεκροστολίζω νεκρανάλλαχτος = νεκροστολισμένος νεκρικά = τα ένδυμα του νεκρού νεκροπούλλιν = πουλί νυκτός του οποίου η φωνή νομίζεται προμηνύει θάνατο νεκρός = νεκρός νεκροσκώλεχτος = νεκρός που έχει σκουληκιάσει νεκροστόλαχτος = νεκροστολισμένος νεκροστολίζω = νεκροστολίζω νεκροστόλιστον = νεκροστολισμένος νέμα = αλλά, όμως νεμαλόν = μυαλό, ο μυελός των οστών νέμπεσμα = πτώση, πέσιμο νεμπέφτω = πέφτω νέμω = ούτε νενέ = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νενέκα = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νενί = στη παιδική γλώσσα, ύπνος νενιλαεύω = νανουρίζω νέξαμος = μέτρο διαστάσεων νεόγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρας που πρόκειται να νυμφευθεί νεόγαμπρος = νεόνυμφος νεογέννετος = νεογέννετος νεοντικός = εκείνο που ανήκει ή αρμόζει σε νέο νεοντύνω = ξανανιώνω νεόνυφος = νιόνυφη νεοπαντρεμένος = νιόπαντρος νεόπαντρος = νιόπαντρος νεόποπας = πρόσφατα χειροτονημένος παπάς νέος = νέος νεότη = νεότητα νεότητα = νεότητα νεούτζικος = πολύ νέος νεοχρονία = πρωτοχρονιά νεόχτιστος = νεόδμητος νέπε = επιφώνημα κλητικό νέπρε = επιφώνημα κλητικό νέρ(ου) = που; νέραγμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος νεραιδή = νεράιδα νεράντζα = μανταρίνι, μανταρινιά νεραντζοκλάδιν = κλαδί μανταρινιά νέραντζον = ποτό ή γλύκυσμα από νεράντζι νεραντζόφυλλον = φύλλο νεραντζιάς νεράντιν = μανταρίνι, μανταρινιά νεράριν = νερουλό νερασία = αηδία, σιχασιά, πράγμα σιχαμένο, άνθρωπος σιχαμένος νεράσκομαι = σιχαίνομαι, αηδιάζω νέρασμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος νερέα = οσμή ή γεύση νερού νεριάζω = βρέχομαι νερκιλέ = ναργιλές νερό(ν) = νερό νεροβράζω = βράζω νεροβράσα = ανεμοβλογιά, εξανθήματα της νόσου νεροδιάβολος = διάβολος του νερού, μεταφ. άνθρωπος πονηρός νεροελαία = ελιά κολυμβάς νεροζώμιν = νερουλό νεροκάρδαμον = σισύμβριο νεροκένωμα = ουρώ νεροκενώνω = ουρώ νεροκούραστον = ανάμεικτο με νερό νεροκράσιν = κρασί αραιωμένο με νερό νεροκράτεμαν = δυσουρία νεροκρατεύκομαι = πάσχω από δυσουρία νερομάισσα = μάγισσα του νερού, νεράιδα νερομάννα = μάγισσα του νερού, νεράιδα νεροντζουλιάζω = κάνω κάτι νερουλό, εξάγω νερό, έδαφος που αναβλύζει ελάχιστο νερό νεροντζουλιάριν = νερουλό νεροξύνω = ουρώ νεροξύσιμον = ούρηση νεροπάνι = πανί του λουτρού νεροπατίουμαι = πλημμυρίζω από νερό νερόπον = λίγη ποσότητα νερού νεροπότηρον = ποτήρι νερού νεροπουρτζάζω = πλημμυρίζω από νερό νεροπουρτζάριν = νερουλό νεροστάλαγμαν = σταγόνα, σταλαγματιά νεροτζούμουρον = ψωμί βρασμένο με νερό και βούτυρο ή λάδι νεροφαΐουμαι = παρασύρομαι από νερό νεροφούστορον = σούπα από φουρνισμένο αλεύρι και αβγοκομμένη, έδεσμα από μικρά κομμάτια άρτου και αβγά αρτυσμένα με βούτυρο νερόχορτον = φυτό υδροχαρές που χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των πληγών νεροχύτε = νεροχύτης νερρέχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο νερρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο νερρίχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο νέρωμαν = νερουλιάζω νερώνω = νερουλιάζω νερωτόν = νερουλιασμένο νέσβημαν = σβήσιμο νεσβήνω = σβήνω νεσίν = μικρά νησάκια σχηματισμένα στις όχθες του ποταμού νεσπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ νέσπιλον = μέσπιλον νεστεία = νηστεία νεστέριν = νυστέρι νεστεύω = νηστεύω νεστικός = νηστικός νεστρέα = ποσότητα όση χωράει το νέστριν νέστριν = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος νεστρόπον = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος νέτα = νεότητα νέτε = νεότητα νέτεμαν = υγραίνω νετεύω = υγραίνω νετεύω = καλλιεργώ, οργώνω νευρόχορτον = πεντάνευρο νεφαλός = ομφαλός νεφέσιν = αναπνοή νεφεσλάεμαν = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας νεφεσλαεύω = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας νέφος = νέφος νεφρέος = καπνοδόχος νεφρόν = νεφρό νεφρόπον = νεφρό νεφτέα = οσμή πετρελαίου νέφτιν = πετρέλαιο νεφώς = φως νεώνω = ξανανιώνω νεωσύνη = νεότητα, νιάτα νήμα = νήμα, κλωστή νηνίκα = κούκλα, πλαγγών νηνίν = κούκλα, πλαγγών νηνίτζα = κούκλα, πλαγγών νηνόπον = κούκλα, πλαγγών νήπιον = βρέφος, νήπιο νηστακός = νηστήσιμο νηστεία = νηστεία νήστεμαν = νηστεύω νηστεύω = νηστεύω νηστικός = νηστικός νηχός = ήχος νιαυτός = εαυτός νίκη = νίκη νικώ = νικώ νιμά = αλλά, όμως νίνανα = μικρό έντομο το οποίο διαρκώς κινεί την κεφαλή νίνι = στη παιδική γλώσσα, χορός νιουνιούκιν = θαλάσσιο όστρακο, το οποίο διασκευάζεται σε μουσικό όργανο και εκπέμπει μελωδικό ήχο νισάνιν = σημείο, ίχνος, σκοπός πυροβολισμού, σημάδι, παράσημο νισανλής = αρραβωνιαστικός νισαστόν = άμυλο νισατίριν = αμμωνιακό αλάτι νιστερέα = τομή με νυστέρι νιστέριν = νυστέρι νιστερόπον = νυστέρι νιτές = ιτιά νιφαλός = ομφαλός νιφτήρα = νιπτήρας νίφτω = νίβω, πλύνω νίψιμο(ν) = νίψιμο νόας = εκείνος που εύκολα νοεί νοδός = οδός Νοέμβρης = Νοέμβριος νόημα = νόημα νοητός = νοητός νόθος = ο κακής ποιότητας, ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών νόθος = ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών, δυσάρεστη οσμή νοΐζω = νοώ, καταλαβαίνω νοικάτορας = ενοικιαστής νοικιάζω = νοικιάζω νοίκιν = ενοίκιο νοικοκύρης = νοικοκύρης νοματίζω = ονοματίζω, κατονομάζω, ονοματοθετώ νομάτοι = πρόσωπα, άτομα νομή = αναζήτηση τροφής νόμιμον = νόμιμο, δίκαιο, ορθό νόμος = νόμος νοπλάτιν = ωμοπλάτη νοπράνης = οκνηρός, νωθρός νορεύκομαι = ονειρεύομαι νόσιμον = ξανανιώνω νοσοκομείον = νοσοκομείο νοσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοσσάκιν = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοσσακίτζα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοστασέα = νοστιμάδα νόσταση = νοστιμάδα νοστιμάδα = νοστιμάδα νοστίμεμαν = γίνομαι νόστιμος νοστιμένω = γίνομαι νόστιμος νοστιμεύκομαι = αισθάνομαι νοστιμάδα, μεταφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση νοστιμία = νοστιμιά νοστιμίζω = νοστιμίζω νόστιμος = νόστιμος νοστίμυμαν = γίνομαι νόστιμος νοστιμωτός = γλυκός νοταγμένος = νοτισμένος, βρεγμένος νότεμαν = βρέχω, υγραίνω νοτεύω = βρέχω, υγραίνω νότη = νεότητα νότητα = νεότητα νότιγμαν = υγραίνομαι νοτίουμαι = υγραίνομαι νότος = υγρασία πρωινή νούας = εκείνος που εύκολα νοεί νουδάζω = ονειδίζω, σκώπτω, ψέγω νουδία = ονειδισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη νουδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω νούνιγμα = σκέψη, συλλογισμός νουνίζω = σκέφτομαι, συλλογίζομαι νούνισμα = σκέψη, συλλογισμός νουνιχτά = με σκέψη, με συλλογισμό νους = νους νουσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νουσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νουσχά = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο νουσχόπον = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο νούχου = με κάθε λεπτομέρεια νοχούτιν = ρεβίθι νοώ = εννοώ, καταλαβαίνω ντίλεγος = τι λογής ντο = τι, ποιος ντόισα = κατά ποίον τρόπο, πως ντόισος = τι λογής, τι είδους ντόλογης = τι λογής, ποιο είδος ντόποιον = ποιο ντόσιλεγα = κατά ποιον τρόπο, πως ντόσιλεγος = τι λογής ντρανώ = κοιτάζω, παρατηρώ ντώσιμον = χτύπημα, πλήγμα ντώχκουμαι = χτυπιέμαι, πλήττομαι, προσβάλλομαι από νόσο, σαπίζω νυλή = δάσος νύστα = υπνηλία νύσταγμαν = νυστάζω νυστάζω = νυστάζω νυστέας = νυσταλέος νυφαδακός = εκείνο που αρμόζει στη νύφη, τα ενδύματα της νύφης, τα έθιμα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών νυφαδαλούκια = τα καθήκοντα της νύφης στην οικογένεια των πεθερικών νυφαδάνος = ο ερωτοτροπών προς νύφη νυφαδεύω = κάνω νύφη νυφαδίκια = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών, το έθιμο να μην μιλάει η νύφη στο σπίτι των πεθερικών για κάποιο χρονικό διάστημα νυφάδιν = νύφη νυφαδόπον = νυφούλα νυφαδότε = η νυμφική ιδιότητα, οι τρόποι της νύφης νυφακά = νυφικά νυφείον = κατά το γάμο το δωμάτιο της νύφης νυφέπαρμαν = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού νύφη = νύφη νυφιάζω = προικίζω νυφιάτικος = νυμφικός νυφίος = η ακολουθία των νυμφίων της Μεγάλης Εβδομάδας νυφίτζα = νυφούλα, κούκλα, ικτίς, είδος φυτού με ωραία άνθη νυφιτζόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο νυφόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο νυφόπαρμα = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού νυφόπον = νυφούλα νυφοσκεπάσματα = νυφικά νυφοστόλος = γαμήλια πομπή νυφότε = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών νύχαγμαν = προξενώ αμυχή με το νύχι νυχάζω = προξενώ αμυχή με το νύχι νυχάριν = άρτος σκληρός σαν νύχι νυχέα = αμυχή προξενούμενη με νύχι, ίχνος νυχιού νυχίαγμαν = αμυχή προξενούμενη με νύχι νύχιν = νύχι νυχοκόφτω = αιγοπρόβατα που αφήνουν ίχνη νυχιών στο έδαφος, καταστρέφω δρόμους κατηφορικούς νυχόπον = νυχάκι νυχού = με κάθε λεπτομέρεια νύχτα = νύχτα νυχτάζω = ξενυχτίζω νυχτερέυω = ξενυχτώ νυχτερίδα = νυχτερίδα νυχτέριν = νυχτερίδα νυχτιά = νυχτώνει νυχτιζοί = τα κακοποιά δαιμόνια της νύχτας νυχτικό(ν) = νυχτικό νυχτισινός = νυχτερινός νυχτοκάματα = νυχτοκάματα νυχτοκοπεύω = εργάζομαι όλη τη νύχτα νυχτοκόχρακας = νυχτοκόρακας νυχτοπατώ = νυχτοπερπατώ νυχτοπερπάτεμαν = νυχτερινός περίπατος νυχτοπούλλιν = νυχτοπούλι νυχτουήμερα = ημέρα και νύχτα, νυχθημερόν νυχτουήμερον = διάρκεια ημερονυχτίου νυχτούμαι = καταλαμβάνομαι από νύχτα νυχτώνει = νυχτώνει νώμα = δώσε μου νώμος = ώμος νωστικός = γνωστικός Ξξαβουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος ξαβουρεύω = εξομολογώ ξαγγουρωτός = ο πολύ ανόητος ξαγοράζω = εξαγοράζω ξάδελφα = άνθη θάμνου ξάδελφος = ξάδελφος ξάι = λίγη ποσότητα, διόλου, καθόλου ξαΐτζα = λίγη ποσότητα ξακουσκούμαι = φημίζομαι ξαλέθω = τελειώνω το άλεσμα ξαλυκίζω = ξαρμυρίζω ξάμμαν = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω ξαμμονή = υπέρμετρη θέρμανση, μεταφ. γενετήσιος ορμή ξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ ξανά = ξανά ξαναλεύκουμαι = νιώθω ξένος, συστέλλομαι, δειλιώ ξαναμολογώ = ξανά ομολογώ ξαναμωρεύκομαι = ξαναμωραίνομαι ξαναποδίζω = επιστρέφω, γυρίζω πίσω ξανάσκελα = όλος ύπτια ξανθοκέρασον = είδος κερασιού με ξανθούς καρπούς ξανθοκρανέα = κρανιά της οποίας ο καρπός μένει ανοιχτός ερυθρός ξανθομάλλης = ξανθομάλλης ξανθομαλλία = ξανθά μαλλιά ξανθομέλιν = μελί ξανθό χρώμα ξανθός = ξανθός ξανθουλίτζα = ξανθούλα ξάνω = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου ξαόπον = λίγη ποσότητα ξαπλώνω = ξαπλώνω ξάρι = τόξο ξαροθυμασμένος = εκείνος που δεν έχει πόθο για συγγενικά πρόσωπα στην ξενιτειά ξαρτεύω = κωλύω, διασκεδάζω ξάρτιν = σχοινί πλοίου ξάσιμο(ν) = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου ξάσμα = ξασμένο έριο ξασμενέα = οσμή της ξινίλας ξαστέρι = ο αστερισμός της πλειάδος, πληθ. τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας ξαστέριν = όργανο με το οποίο ξαίνουν τα έρια ξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι ξαφνίζω = ξαφρίζω ξαφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας ξαφτέριν = γεράκι ξαφτός = διάπυρος, καυστικός ξάφτω = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω ξαψάδα = πυράκτωση ξαψέσιν = πράγμα όχι αναγκαίο αλλά ανήκει στην πολυτέλεια ξάψη = πυράκτωση ξάψιμον = πυράκτωση, μεταφ. γενετήσιος οργασμός, πολυπραγμοσύνη ξεβαίνω = εξέρχομαι, εμφανίζομαι ξεγβάλλω = εξάγω, εκβάλλω, αποσπώ ξεγδύζω = γδύνω ξεδασκεύω = παύω να κηρύττω, τελειώνω το κήρυγμα ξεδουλίζω = τελειώνω την εργασία μου, παύω να εργάζομαι ξέκαλα = πολύ καλά, πολύ ωραία ξέκαλος = πολύ καλός ξεκαμπανίσκουμαι = απομακρύνομαι πολύ ξεκοιλιάζω = ξεκοιλιάζω ξεκορμίζω = χωρίζω το κορμό ενδύματος ξεκουκκουδώνω = εκφύω, γεννώ σπυριά ξελάγιασμαν = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής ξελεπίζω = ξελεπίζω ξελουτρίσκουμαι = λούζομαι καλά ξεμαθάνω = μαθαίνω τελείως ξεμαλώνω = συμφιλιώνομαι ξεμελευτέριν = μαχαίρι ειδικό για το τρύγημα κυψέλης ξεμελεύω = τρυγώ κυψέλη ξεναλαεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ ξεναλεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ ξενάλιν = πτηνό πρόσφατα κομισθέν, το οποίο μένει συνεσταλμένο και δειλό και κάποιο καιρό ξενιτάρης = ξενιτεμένος ξενιτέας = ξενιτεμένος ξενιτεία = ξενιτιά ξενίτεμαν = ξενιτεύω ξενίτες = ξενιτεμένος ξενιτεύω = ξενιτεύω ξενίτζικος = ξενούλα ξεννάσκομαι = ξενοιάζομαι ξενόκολος = πολύ φιλόξενος ξενομαχαλέτες = εκείνος που προέρχεται από άλλη ενορία ξενομερίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο μέρος ξενόνυφος = ξένη νύφη, προσδιορισμός επιθετικός της μισητής νύφης ως ξένης ξένος = ξένος ξενουρέα = πλήθος ξένων ξενούτζικος = ξένη ξενόφιλος = φιλόξενος ξενοχωρέτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό ξενοχώριν = ξένο χωριό ξενοχωρίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό ξεντρέπομαι = παύω να ντρέπομαι ξεπέφτω = παρακμάζω, πτωχαίνω ξεπλύνω = ξεπλένω ξεπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε ξεποίω = αποτελείωσα ξερά = ξερά ξέρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος ξεραδάζω = ξηραίνομαι στην επιφάνεια ξεραδάριν = ημίξηρος ξεραδίαγμαν = ξηραίνομαι στην επιφάνεια ξεραδώ = ξηραίνομαι στην επιφάνεια ξεραίνω = ξεραίνω ξερακιανός = ξεροψημένος, ισχνός, λιπόσαρκος ξερακός = ισχνός, λεπτοφυής ξέραμαν = αποξήρανση ξέραμαν = εμετός ξεραντέριν = μέρος όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν ξεραντερόπον = όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν ξεραντούδι = πράγμα αποξηραμένο ξερασία = εμετός ξερασία = ανομβρία, ξηρός καιρός, ξηρό έδαφος ξέρασμαν = εμετός ξεραχούμαι = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο ξεραχώνω = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο ξερέας = κατάξηρος, κατεσκληκώς ξερέψιν = ξεροψημένος ξερίεμαν = ξηραίνω ξερίωμαν = ξηραίνω ξεριώνω = ξηραίνω ξερνοχολίουμαι = ξερνώ χολή ξεροβέξιμον = ξηρός βήχας ξεροβέχω = βήχα χωρίς φλέματα ξερογαβάνα = άνθρωπος ισχνός, ξερακιανός ξερογαζγάνα = γυναίκα πολύ ισχνή ξερογλείφω = ξερογλείφω ξερογλείψιμον = ξερογλείφω ξερογουργουρίζω = ξεροκαταπίνω ξεροδείσα = ξηρή ομίχλη ξερόειλικος = ξηρός βλαστός φυτού ξεροκέφαλος = ξεροκέφαλος ξεροκοκκινίζω = ξεροκοκκινίζω ξερολάβασον = ξερή λαγάνα ξερολίβαδον = ξερό λιβάδι ξεροπάιρον = πλαγιά ξερή χωρίς ίχνος χλωρίδας ξεροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό ξεροπεθερά = πεθερά μακάρι να ξεραθεί ξεροπεθερός = πεθερός μακάρι να ξεραθεί ξεροπέρβολον = τοίχος χωρίς λάσπη ξεροπέτεινος = άνθρωπος κάτισχνος ξεροπόδαρος = χωλός, εκείνος που είθε να ξεραθούν τα πόδια ξερός = ξερός ξερόστομος = λιτοδίαιτος, ολιγοφάγος ξεροτζίκουν = ξερό κλαδί πεύκου ή ελάτου ξεροτρώγω = τρώω ξερή τροφή ξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων ξεροφαγία = ξεροφαγία ξεροφάει = ξερή τροφή ξεροχαλχάνιγμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαλχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαλχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχέρης = εκείνος που έχει κουλά χέρια, εκείνος που είθε να του ξεραθούν τα χέρια, μεταφ. γλίσχρος, φιλάργυρος ξεροχόρταρον = ξεραμένο χόρτο ξεροχτενίζω = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω ξεροχτένισμαν = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω ξεροψένω = ξεροψήνω ξεροψέσιμον = ξεροψήνω ξερριζώνω = ξεριζώνω ξέρω = ξέρω ξερώ = ξερνώ ξερώνω = ξηραίνω ξερωτίδα = τσιμπούρι ξερωτός = ημίξηρος ξεσκεπάζω = ξεσκεπάζω ξεσκέπασμα = ξεσκέπασμα ξετάζω = εξετάζω ξετραχηλίουμαι = αφήνω ανοιχτό τον τράχηλο ξετραχήλωμα = το να αφήνω τον τράχηλο ανοιχτό ξετρώγω = τελειώνω το γεύμα μου ξευρούμενος = γνώριμος, γνωστός ξεφανίζω = φανερώνω, δηλώνω ξεφάντωμαν = ξεφαντώνω ξεφαντώνω = ξεφαντώνω ξεφαντωσία = διασκέδαση, ξεφάντωμα ξεφάντωτος = ένδοξος ξεφουρνάζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο ξεφουρνίζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο ξεφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας ξεφτύζω = βρίσκομαι στο τέλος του έργου, τελειώνω ξεχάνω = λησμονώ ξεχειλίζω = ξεχειλίζω ξέχειλος = ξέχειλος ξεχειλώνω = ξεχειλώνω ξεχτίζω = αποπερατώ οικοδομή ξέχωρα = ξεχωριστά ξεχώριγμαν = ξεχωρίζω ξεχωρίζω = ξεχωρίζω ξεχωρισία = χωρισμός ξεχώρισμαν = ξεχωρίζω ξεχωριστά = ξεχωριστά ξεχωριστός = αποχωρισμένος ξέχωρος = ξέχωρος ξηλάζει = κλίνει ο ήλιος προς τη δύση ξημέρωμα(ν) = ξημέρωμα ξημερώνω = ξημερώνω ξηρά = ξηρά ξιγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω ξίδι = ξίδι ξιδιώ = γίνομαι σαν ξίδι, ξινίζω ξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι ξίκλωνο = δέντρο του οποίου εξέχουν από παντού οι κλώνοι ξιλαγιάζω = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής ξιλαΐζω = μετακινώ, μετατοπίζω ξιμαγκίζω = κατατρίβω, φθείρω ξιμολόγος = εξομολόγος ξιμολογώ = εξομολογώ ξινός = ξινός ξιντερίζω = ξεκοιλιάζω ξιντέρισμαν = ξεκοιλιάζω ξίξειλος = ξέχειλος ξιξειλώνω = ξεχειλώνω ξιουραφίζω = ξυρίζω ξιουράφιν = ξυράφι ξιουρίζω = ξυρίζω ξιπαχνίζω = βγάζω το πανί από το αντί του αργαλειού ξιπελαγίζομαι = παρεκτρέπομαι ηθικώς ξιπερισσεύω = ξεχωρίζομαι ξιπερνώ = εξίσταμαι ξιπλερώνω = εξαντλούμαι ξιπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε ξιπουγκιάρης = εκείνος που δεν έχει πουγκί, μεταφ. απένταρος ξιστιβίζω = ξεθωριάζω ξιφαλισμένος = εκείνου του οποίου του έπεσε ο ομφαλός ξιφάριν = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού ξιφαροδόντης = εκείνος που έχει δόντια που εξέχουν ξιφαρόπον = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού ξιφαρωτόν = εκείνο που έχει σχήμα ξιφοειδές και επίμηκες ξιφίδιν = κυνόδοντας ξιφίν = κυνόδοντας ξιχειλίζω = ξεχειλίζω ξίχειλος = ξέχειλος ξιχειλώνω = ξεχειλώνω ξιχεράτος = ανασκουμπωμένος ξίχωρα = ξέχωρα ξιχωρίζω = ξεχωρίζω ξιχώρισμαν = ξεχωρίζω ξιχωριστός = αποχωρισμένος ξίχωρος = ξέχωρος ξιώ = ξινίζω ξοδεύω = ξοδεύω ξολοθρεύω = εξολοθρεύω ξομολογώ = εξομολογώ ξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος ξοργίζω = εξοργίζω ξορθωτήρι = άνθρωπος που θέλει να παραστήσει ως σωστά και αυτά που δεν είναι ξουλάφι = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου του γανωτή και του σιδηρουργού ξουλουλάζω = παραπλανώ, παραπείθω ξουξουλάεμαν = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί ξουξουλαεύω = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί ξούρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος ξουράφιν = ξυράφι ξουρίζω = ξυρίζω ξουρός = ισχνός, σκελετώδης, αβαθής ξυαλίζω = στίλβω, λάμπω ξύγαλα = γιαούρτι ξυγαλατένεν = εκείνο που προέρχεται από γιαούρτι ξυγαλατοσάκκουλον = σακούλα μέσα στο οποίο διυλίζεται το γιαούρτι ξυγαλατοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με γιαούρτι ξυγαλωμένος = εκείνος που είναι αλειμμένος με γιαούρτι ξύγω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι ξύζω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι ξυκοκάρπετον = είδος χοντρού κανναβένιου στρώματος ξυλάβιν = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου γανωτή και σιδηρουργού, μεταφ. πόδι γυμνό και άκομψα, εργαλείο χρυσοχόου ξυλάγγειν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο με τη συνεχή κίνηση αποχωρίζεται το βούτυρο από το γιαούρτι ή γάλα ξυλαγγιάζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα ξυλαγγίζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα ξυλαγγομάνταρον = είδος μύκητα κωνοειδούς και κοίλου ξυλαγγοπώμιν = χοντρό ύφασμα με το οποίο καλύπτουμε το άνοιγμα του ξυλαγγειού ξυλάγγουρον = αγγούρι σκληρό ξυλάζω = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι ξυλάμπασας = είδος παιχνιδιού, αστράγαλος ξυλάπιν = είδος αχλαδιού σκληρού ξυλαρείον = αποθήκη ξύλων ξυλαρούτα = είδος παιχνιδιού ξυλάς = υλοτόμος, εκείνος που πουλά ξύλα ξυλάχραδον = άγρια αχλαδιά που παράγει σκληρούς καρπούς ξυλέα = ξυλιά, δαρμός με οποιοδήποτε μέσο ξυλένος = ξύλινος ξυλεύω = κόβω ή αθροίζω ξύλα ξυλή = ξυλεία ξυλίασμαν = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι ξυλικά = ξύλινα οικιακά σκεύη ξυλική = ξυλεία ξυλικόν = όλα τα είδη ξύλου ξυλίτζα = ξυλάκι ξυλλαβιστέριν = μικρό ξυλάκι το οποίο χρησιμοποιούν μαθητές για να δείξουν τα γράμματα και να συλλαβίσουν ξύλο(ν) = ξύλο ξυλογαιδάρα = ξύλινο υποστήριγμα σκάφης ξυλόγναφος = εκείνος που φοβάται να μιλήσει μπροστά σε άλλους ξυλογούργουρος = αγράμματος, απαίδευτος ξυλοκάρβωνον = ξυλάνθρακας ξυλοκέρατον = κεράτιο, χαρούπι ξυλοκεφαλάζω = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα ξυλοκεφαλία = κακή και αδιόρθωτη διαγωγή ξυλοκεφαλίασμαν = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα ξυλοκέφαλος = εκείνος που δεν παίρνει από συμβουλές ξυλοκολόγκυθον = κολοκύθα με σκληρό φλοιό ξυλοκόσκινον = κόσκον πλεγμένο με λεπτά ξυλαράκια ξυλομάκελλον = ξύλινη σκαπάνη ξυλομάστορης = ξυλουργός, μαραγκός ξυλόμηλον = μήλο σκληρό σαν ξύλο ξυλομίντερον = είδος σκληρού υποστρώματος ξυλόπον = ξυλάκι ξυλοφάγος = δρυοκολάπτης, τσαλαπετεινός, εργαλείο με το οποίο ρινίζεται ξύλο ξυλόχορτον = αγριόχορτο με σκληρά φύλλα ξυλοχωράτες = αγροίκος χωρικός ξυλοχωρέτες = αγροίκος χωρικός ξυλώνω = καθιστώ κάτι ακίνητο σαν ξύλο, ξυλιάζω ξυμύτης = εκείνος που έχει προεκτεταμένη και οξεία μύτη, μεταφ. ψηλομύτης ξυμυτίνος = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος ξυμυτομύτης = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος ξυμυτός = μυτερός, σουβλερός ξυμύτωμαν = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά ξυμυτώνω = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά ξυμυτωτός = λίγο μυτερός, εκείνος που φέρεται υπεροπτικά ξύμψιλος = πολύ λεπτός ξύνω = χύνω, εξανθώ, θάλλω, ξεθωριάζω, πίνω συνεχώς ξύπνα = έξυπνος ξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου ξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ ξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει ξυπνός = έξυπνος ξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω ξυπολύουμαι = βγάζω τα υποδήματα ξυπόλυτος = ξυπόλυτος ξυραφέα = ίχνος τομής ξυραφιού ξυραφίζω = ξυρίζω ξυράφιν = ξυράφι ξυράφισμαν = ξυρίζω ξυραφόπον = ξυράφι ξυρίζω = ξυρίζω ξύρισμαν = ξύρισμα ξυρρύχιν = οξύρρυγχος ξύσιμο(ν) = χύσιμο, έκχυση ξύσιμο(ν) = ξύσιμο ξύσμαν = προσκολλημένο φαγητό στη βάση της χύτρας ξυσπαίνομαι = ξιπάζομαι, καταλαμβάνομαι από τρόμο ξύσπασμα = ξίπασμα, αιφνίδιος τρόμος, σπυριά των χειλιών που βγαίνουν με από τρόμο ξυστάριν = εκείνο που ξεβάφει, ξεθωριάζει ξύστε = μικρό φτυαράκι που χρησιμοποιείται ως πυράγρα, όργανο με οποίο ξύνουν θαλάσσιους βράχους για να συλλέξουν σκουλήκια για δόλωμα ξυστέας = οινοπότης, μεθυσμένος ξυστέριν = όλα τα όργανα που χρησιμοποιούνται για ξύσιμο ξύστες = εκείνοι οι οποίοι με δόλιο τρόπο αποσπούν χρήματα ή πράγματα ξύστρα = σιδερένια ξύστρα με την οποία καθαρίζουν τα υπολείμματα της ζύμης από τη σκάφη, σιδερένιο φτυαράκι της εστίας χρησιμοποιούμενο ως πυράγρα ξυστρίζω = κεντώ με τσουκνίδα ξύφαρο = κεραυνός ξυφτέριν = γεράκι, μαχαίρα τρυγητού των κυψελών ξύψηλος = πολύ ψηλός ξύψιλος = πολύ λεπτός ξύω = ξέω, αποξέω, ξύνω με νύχια, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα ξωγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω ξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους ξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης ξωθωρίζω = ξεθωριάζω ξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου ξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος ξώρας = παράκαιρα, αργά ξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού Οό,τις = όστις, οτιδήποτε οβά = τόπος πεδινός οβούδιν = βόδι ογβαίνω = βγαίνω ογδόντα = ογδόντα ογιά = γιατί ογιάντο = για ποιο λόγο, γιατί όγιν = βέλος ογκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω ογκώνω = ζητώ, αναζητώ ογλάκιν = κατσικάκι ογλήγορα = γρήγορα ογούρι = καλή τύχη ογουρλίν = τυχερός, γουρλίδικος, ευτυχισμένος ογουρσούζης = απαίσιος, γρουσούζης ογραεύω = παθαίνω συμφορά ογράσεμαν = καταγίνομαι, μάχομαι ογρασεύω = καταγίνομαι, μάχομαι ογρός = υγρός οδάντο = για ποιο λόγο, γιατί οδόντιν = δόντι οδός = η θέση την οποία παίρνει κάποιος στη θέση του άλλου, φορά οζ’μάριν = ζυμάρι οζ’μαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη όθεν = απ’ όπου, όπου όθεν-καικά = όπου ακριβώς όθεν-κέσου = όπου όθεν-κιάνου = όπου προς τα άνω οικοκυραδότε = νοικοκυροσύνη οικοκυρείον = νοικοκυριό οικοκύρης = οικοκύρης οικοκυρία = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία οικοκυρωσύνη = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία οικονομή = βούληση, θέληση οικονομία = οικονομία οικονομικός = οικονομικός οικονομώ = κάνω οικονομία, κρίνω και διευθετώ κατ’ ιδίαν βούληση οικουμένη = οικουμένη οινάριν = οίνος οκά = οκά όκιν = βέλος οκνάρης = οκνηρός, ράθυμος οκνάσιμον = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι οκνάσκομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι οκνέας = οκνηρός, τεμπέλης οκνία = οκνηρία, τεμπελιά οκνιάρης = οκνηρός, τεμπέλης οκνιάρικα = τεμπέλικα οκνιαρωτός = οκνηρός, τεμπέλης όκνιασμα = ελαφρό ρίγος όκνιγμαν = βαριέμαι όκνος = οκνηρία, τεμπελιά οκνός = εκείνος που κινείται αργά οκνώ = βαριέμαι ολά = φορά ολάκερος = ολόκληρος ολάνοιχτα = εντελώς ανοιχτά, ξέσκεπα ολάνοιχτος = εντελώς ανοιχτός ολήγορα = γρήγορα ολημέρα = όλη μέρα ολημερέσιν = μεσημβρινό ολημερεύω = διέρχομαι την ημέρα, διημερεύω ολημερίζω = περνώ όλη την ημέρα ολημερισινός = μεσημβρινός ολημερίτζα = καθ’ όλη την ημέρα ολημερ’νάζω = δίνω στα ζώα την μεσημβρινή τροφή, βγάζω τα ζώα τον χειμώνα από την μάνδρα για να λιαστούν, σηκώνομαι από τον ύπνο πολύ αργά ολημερ’νέσιν = μεσημβρινό ολημερ’νόν = μεσημβρινό ολίασπρος = ολόασπρος ολιγίτζικος = λιγοστός, λιγουλάκι ολιγοζώετος = εκείνος που ζει λίγο χρόνο ολιγοζωία = βραχύτητα ζωής ολιγοζώος = βραχύβιος ολιγόλογος = ο μη φλύαρος ολιγόπον = λίγη ώρα ολίγος = λίγος ολιγόστεμαν = λιγοστεύω, μειώνομαι ολιγοστεύω = λιγοστεύω, μειώνομαι ολιγοστός = λιγοστός, λίγος ολιγούτζικος = λιγοστός, λίγος ολιγοφαγία = η λιτότητα της τροφής ολιγόφαγος = ολιγαρκής, εκείνος που τρώει λίγο ολιγοχρόνετος = βραχύβιος ολιγοχρόνος = βραχύβιος ολιγόψυχος = μικρόψυλος, δειλός, ανυπόμονος, στενάχωρος ολιγωτέρεμαν = λιγοστεύω, ελαττώνω ολιγωτερεύω = λιγοστεύω, ελαττώνω ολίμαυρος = ολόμαυρος όλισμαν = καθίζηση εδάφους, το καθιζόμενο έδαφος όλκος = έλκος ολκώ = εξελκούμαι ολοαίματος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος ολόασπρος = ολόλευκος ολόβολος = ισοπεδωμένος ολόγερα = ολόγυρα ολόγιος = ολόκληρος, μεταφ. χονδροειδής εξωτερικά και αγροίκος εσωτερικά, αναίσθητος, απαθής ολογόπον = ολιγόλογος ολόγυρα = ολόγυρα ολογύριν = η πρώτη κυκλική σειρά λίθος πάνω στην οποία στηρίζεται ο θόλος του φούρνου ολόιδιος = ολόιδιος ολοΐλαρος = γερός, υγιέστατος ολοινέτερον = όλων ολοίσθια = οι τελευταίες στιγμές της ζωής ολοκαίνουργος = ολοκαίνουργιος ολοκίτρινος = κατακίτρινος ολοκνήκατος = κατακόκκινος ολοκόκκινος = κατακόκκινος ολόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο άκοπο σιτάρι ολόκοπος = άκοπος ολόκορμος = ολόκορμος ολοκούτουρνος = κατακίτρινος ολοκρύσταλλος = πολύ διαυγής ολομάναχος = ολομόναχος ολομάτωτος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος ολόμαυρος = κατάμαυρος ολομέλανος = κατάμαυρος ολομόναχος = ολομόναχος ολόμονον = μόνος ολόμονος = μόνος ολονυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία ολόνυχτα = καθ’όλην την νύχτα ολοξίασπρος = κάτασπρος ολόπλυτος = εκείνος που πλύθηκε καλά ολοπόρφυρος = εντελώς κόκκινος, κατέρυθρος ολοπράσινος = καταπράσινος ολόρθα = όρθια ολόρθος = όρθιος ολορτοτζούπιν = είναι όρθιος σαν λεπτό ξυλάκι όλος = όλος, ολόκληρος ολοστράτας = στην ίδια οδό ολοστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος ολοτρίγυρα = τριγύρω ολούκιν = υδροσωλήνας ολουκλάεμαν = ρέω ορμητικά ολουκλαεύω = ρέω ορμητικά ολουνέτερον = όλων ολοφόρτωτος = εκείνος που είναι φορτωμένος με βαρύ φορτίο ολόχαλκος = όλος με χαλκό ολόχαρος = χαριέστατος ολόχρονα = όλη τη χρονιά ολοχρονία = η διάρκεια ολόκληρου έτους, καθ’ όλη την χρονιά ολόχρυσος = ολόχρυσος ολύχτα = όλη την νύχτα ολωνυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία ολώνυχτα = καθ’όλη την νύχτα ολωνυχτίς = καθ’όλη την νύχτα ομάζω = μοιάζω με κάποιον, φαίνεται ομάλα = ίσια, ευθεία ομαλέα = τόπος ομαλός ομαλίζω = ισοπεδώνω, κάνω κάτι λείο ομάλιν = ομαλό, ευθύ, είδος χορού ομαλόπον = ομαλό, ευθύ, είδος χορού ομαλύνω = εισέρχομαι σε δρόμο ίσιο, ομαλό όμασμαν = όρκος όμεμαν = ελπίζω, προσδοκώ ομεύων = ελπίζω, προσδοκώ ομιλία = ομιλία ομιλώ = μιλώ όμισος = μισός ομματάζω = ματιάζω ομματέα = ματιά, βλέμμα ομματίασμαν = μάτιασμα ομμάτιν = μάτι, μάτιασμα, πηγή, μπουμπούκι ομματογιάλα = γυαλιά ματιών ομματόκλαδα = βλεφαρίδες ομματόπονος = πόνος στο μάτι ομματόπ’λλον = ματάκι ομματοτέρεμαν = βλέμμα ομματοτζάτζιν = βλεφαρίδες ομματόφρυδα = μάτια και φρύδια μαζί ομματοφωλίδα = οφθαλμική κόγχη ομματοχώσαμαν = βλέμμα διεισδυτικό, ερευνητικό όμνασμαν = όρκος όμνησμαν = όρκος ομνύγω = ορκίζομαι ομνύζω = ορκίζομαι ομνύω = ορκίζομαι ομνώ = ορκίζομαι όμο = αλλά, όμως ομοίασμαν = ομοιότητα ομολογία = λόγος, γνώμη ομόλογον = ομόλογο ομολογώ = συμφωνώ με τη γνώμη κάποιου, λέω τη γνώμη μου, μιλώ, αποκαλύπτω, μαρτυρώ ομολογώ = ομολογώ όμον = αλλά, όμως ομόν = αλλά, όμως ομόνοια = ομόνοια ομόνω = ορκίζομαι όμορφος = όμορφος όμοσμα = όρκος ομούτιν = ελπίδα, προσδοκία όμποιος = οποιοσδήποτε όμποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος ομπρέλα = ομπρέλα ομπρό = εμπρός ομπρός = εμπρός ομπροστά = μπροστά ομπροστάλ(ιν) = μπροστέλα όμπως = όμπως ομύδιν = μύδι ομώνω = ορκίζομαι ονειδάζω = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω ονειδία = ονειδισμός, κοροϊδία, μομφή, ντροπή, καταισχύνη ονειδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω ονείδισμαν = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω όνειδος = ντροπή, καταισχύνη, μεταφ. άνθρωπος κατησχυμένος, ντροπιασμένος ονειρεύκουμαι = ονειρεύομαι, ονειροπολώ όνειρον = όνειρο όνειρον = όνομα ονομασία = ονομαστική εορτή ονομάτιγμαν = κατονομάζω ονοματίζω = κατονομάζω ονούς = νούς οντάμα = μαζί οντάμωμα = συνάντηση ονταμώνω = συναντώ, συναντιέμαι όνταν = όταν όντας = όταν όντες = όταν όντις = όταν όντος = όταν ονύχιν = νύχι οξάζω = αξίζω, υπερτερώ οξέα = οξιά οξιδέα = οσμή του ξιδιού οξίδιν = ξίδι οξιδόπον = ξιδάκι οξιδρόν = δοχείο ξιδιού οξίδωμαν = διαβρέχω με ξίδι οξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι οξικέσ(ου) = προς τα έξω οξινίζω = ξινίζω όξινος = ξινός οξινοτράχανο = τραχανάς νηστήσιμος παρασκευασμένος από ξινό χυμό από αγουρίδες ή κράνια οξοκλάδιν = κλάδος οξιάς οξολιγού = ελάχιστα, λίγο οξός = ιξόβεργα όξος = ιξόβεργα οξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα οξυπόλυτος = ξυπόλυτος οξωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο οξωκά = έξω οξωπηχιάω = παρεκτρέπομαι ηθικώς οξωπίσω = οπίσω οξωτή = μέρος γεμάτο με οξιές όπα = ποιμενική καλύβη οπέρυσι = πέρυσι οπερ’σιζ’νός = περσινός οπερ’σινός = περσινός όπη = όποιος οπισκαικά = πίσω ακριβώς οπισκέσου = στα πίσω μέρη οπισκιάνου = πίσω προς τα άνω οπίσω = πίσω, προς τα πίσω όποιος = όποιος, οποιοσδήποτε οποσίκος = όσο πολύς, όσο μεγάλος οποσίτικος = όσο πολύς, όσο μεγάλος όποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος οπόταν = όταν οπότε = όταν οπότε = πότε όπου = όπου, οπουδήποτε όπου-καικά = όπου ακριβώς όπου-κέσου = όπου όπου-κιάνου = όπου προς τα άνω οπουρνά = πρωί οπώρα = οπωρικά οπωρικέα = κορομηλιά οπωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς οπωρικόν = οπωρικό, καρπός όπως = όπως, καθώς όραμαν = όραμα, όνειρο οραματάζω = οραματίζομαι ορβίθιν = ρεβίθι οργανίζω = παρατείνω την εργασία μου, σχεδιάζω ραδιουργία, ερεθίζω οργάνιν = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου όργανον = μουσικό όργανο οργέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους οργή = οργή οργισμένος = οργισμένος οργυιά = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους ορδανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας ορδύδ(ιν) = δρυς ορέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους όρεξη = όρεξη ορεξιακό = ορεκτικό ορεξιάουμαι = μου έρχεται όρεξη, επιθυμία φαγητού ορέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι ορεχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως ορθά = σωστά, αληθινά ορθασία = αλήθεια ορθέα = σοφίτα ορθή = αλήθεια ορθία = αλήθεια ορθοπήδεχτον = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει ορθός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρος όρθωμα(ν) = ανύψωση, διευθέτηση, τακτοποίηση ορθώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ ορθωσία = αλήθεια ορία = ενορία ορία = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους οριέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους ορίζω = διοικώ, κυβερνώ, προστάζω όρισμαν = διοίκηση, διακυβέρνηση, διαταγή, προσταγή ορισματάρης = εκείνος που ορίζει, διατάζει ορισμός = εξουσία, διαταγή ορκέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους ορκίζω = ορκίζω όρκος = όρκος όρκος = έλκος ορκώνω = υποβάλλω κάποιον σε όρκο, ο δεσμευμένος από όρκο ανεκπλήρωτο ορμάθ(ιν) = στοιχισμένης ορμαθάζω = αρμαθιάζω ορμαθέα = αρμαθιά ορμάκριν = όχθη ρυακιού ορμάνιν = δάσος ορμανοκόλιν = υπόρεια δάσους ορμανόρραχον = όρος δασοσκεπές ορμέα = ρείθρο ρυακιού ορμή = ορμή, φορά ορμηνεία = συμβουλή, νουθεσία ορμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ ορμίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ ορμίν = οδός, ρυάκι, ρεματιά ορμόχειλος = όχθη ρυακιού ορμώ = ορμώ, επιτίθεμαι ορνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι όρνιθα = κότα ορνίθιν = κότα ορνιθιπραδίτζι = είδος χόρτου εδωδίμου που μοιάζει με πόδι κότας ορνιθοτυφλέα = η αδυναμία να βλέπεις τη νύχτα ορνιθόφτειρα = ψείρα κότας, κοτόψειρα ορνιθοφτειράζω = προσβάλλομαι από κοτόψειρες όρνον = όρνιο, γύπας ή αετός οροθυμώ = επιθυμώ όροξη = όρεξη όρος = όρος οροσπή = εταίρα γυναίκα οροσπιλίκιν = διαγωγή εταίρας, εταιρισμός, πρόστυχη συμπεριφορά ορτάκης = συνέταιρος, συμμέτοχος ορτακός = συνεταιρισμός δύο ή περισσότερων κατεχόμενους ορτάριν = μάλλινη κάλτσα ορταροβέλονον = βελόνα με την οποία πλέκουν την μάλλινη κάλτσα ορταρόπον = μάλλινη κάλτσα ορταροτζούπιν = μάλλινη κάλτσα ορτοπήδεχτο = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει ορτός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρα ορτύκα = ορτύκι ορτύκιν = ορτύκι ορτυκομάννα = μεγάλο ορτύκι, ορτυγομήτρα ορτυκοφάει = φυτό που παράγει καρπό το οποίο το τρώνε τα ορτύκια ορτώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ ορφάνεμαν = ορφανεύω ορφανεύω = ορφανεύω ορφανία = ορφάνια ορφανίζω = ορφανίζω ορφανός = ορφανός ορφανούμαι = μένω ορφανός, απορφανίζομαι ορχίδιν = όρχις ορωγμώ = ερευνώ ορωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς όρωμαν = όραμα, όνειρο ορωματάζω = οραματίζομαι ορωνεία = ειρωνεία, εμπαιγμός όσα = όποτε, όσες φορές οσήμερον = σήμερα οσία = οσία οσίκος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου οσκολείον = σχολείο όσος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου οσούτζικος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου οσπιτάζω = σπιτώνω οσπιτανός = οικείος, σπιτικός, οικοδεσπότης, νοικοκύρης οσπίτιν = οικία, σπίτι οσπιτίτζα = σπιτάκι οσπιτίτζιν = σπιτάκι οσπιτοκέφαλον = το πιο πάνω μέρος του σπιτιού οσπιτοκόλιν = το πιο κάτω μέρος του σπιτιού οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά οσπιτόπον = οικεία, σπίτι οσπιτοφύτακας = φύλακας σπιτιού οσπιτοχάλαστος = εκείνος που είναι η αιτία να χαλάσει η οικογένεια οσπίτωμαν = σπίτωμα οσπιτώνω = σπιτώνω, νοικοκυρεύω όσταν = όταν οστούδιν = κόκκαλο οστουδόπον = κοκαλάκι οστρέα = δέντρο δασικό οστρίδιν = δέντρο δασικό οστρίδιν = στρείδι οστριδότζεφλον = το όστρακο του οστρέου οτά = δωμάτιο όταν = όταν οτζάκιν = εστία, τζάκι οτζακόλιθον = λίθος στην καπνοδόχο που χρησιμεύει ως ωροσκόπιο για την εύρεση της μεσημβρίας ανάλογα που πέφτει η σκιά του ότιλεα = όπως, καθώς ότιλεος = οτιδήποτε ότιλοης = με όποιο τρόπο, καθώς, όπως οτότε = τότε οτουβραδίου = κατά το βράδυ οτωποίος = ο τάδε ού = επιφώνημα που δηλώνει έκπληξη, χαρά, θαυμασμό, πόνο ού = δεν ού,τι = όστις, οτιδήποτε ού,του = όστις, οτιδήποτε ούα = σουρβιά ούα = ούγια ουβριές = άγρια σπαράγγια ούγεμαν = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι ουγεύω = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι ούγια = ούγια ουγκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω ουδέ = ούτε, μήτε ούθεν = απ’ όπου, όπου ούκρα = νήμα πολύ λείο, υγρό διαυγές μετά την καθίζηση ουκρίζω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές ουκρώνω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές ούλι = ούλο ούλος = όλος ουλούσιν = πλατύουρο ουλύχτα = όλη την νύχτα ούμπαν = όπου, οπουδήποτε ούμπαν-μερέαν = όπου, οπουδήποτε ούμπου = όπου ούνταν = όταν ούντζαν = όποιος ούντιλοος = οτιδήποτε ούποιος = όποιος ούπου = όπου ουραδάζω = βάζω κατά σειρά σχηματίζοντας ουρά ουραδάτ(ι)κος = εκείνος που έχει ουρά ουραδάτες = εκείνος που έχει ουρά ουραδέσιν = μακρουλό και επίμηκες όπως η ουρά ουραδία = σειρά ζώο τα οποία πορεύονται το ένα πίσω από το άλλο ουράδιν = ουρά ουραδοκομμένος = εκείνος που έχει κομμένη την ουρά ουραδού = εκείνη που χώνει παντού την ουρά της ουράνα = ουράνια, ουρανός ουρανίζω = καταριέμαι κάποιον επικαλουμένη τον ουρανό ουράνικα = με επίκληση του ουρανού ουρανίν = εκείνος που έχει το χρώμα του ουρανού ουράνιος = ουράνιος ουρανίσκα = ουρανίσκος ουρανίστρα = ουρανίσκος ουρανίτζικος = ουρανίσκος ουρανοπούλλι = πουλί που πετάει κατ’ αντίθεση προς τα μη πετούμενα οικόσιτα ουρανός = ουρανός ουρανοφώσιν = ουράνιο φως ουρκάν(ιν) = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου ούρνεμαν = ουρλιαχτό λύκου ουρνίζω = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει ουρνούμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει ουρνύουμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει ους = ως ουσάν = όταν ουσία = αξία, νοστιμάδα ούσνα = έως ότου ούσον = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου ούσπουτα = ώσπου ούστα = ώστε ουστάπασης = αρχιμεταλλουργός ούτε = ούτε ούτε, μήτε = εξαπλώνω, παρατείνω ούτουλα = όπως, καθώς ουτσέ = δεν ουτσί = δεν ουτσοπούλλιν = πετούμενο πουλί ούτσου = όστις, όποιος, ούτως, έτσι ούφ = επιφώνημα που δηλώνει δυσφορία, αγανάκτηση, πόνο οφάλιν = ομφαλός, ο πλακούντας του εμβρύου εξερχόμενος μετά τον τοκετό οφαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε οφαλοκόψιμον = το κόψιμο του ομφάλιου λώρου του βρέφους που γεννήθηκε οφαλός = ομφαλός οφειλέτες = οφειλέτης όφελος = ωφέλεια, κέρδος οφερός = φωτεινός οφετιζ’νός = φετινός οφέτος = φέτος οφίδιν = φίδι οφιδογλωσσίτα = άγριο φυτό ποώδες οφιδομάννα = μάνα φιδιού οφιδόπον = φίδι οφιδοπούλλιν = μικρό φίδι, φιδόπουλλο οφιδοχτενίστρα = σαρανταποδαρούσα οφιδοχτενίτζα = είδος ερπετού πολύποδο οφιδόψαρον = είδος ψαριού οφιοειδούς όφις = φίδι οφίτες = φίδια όφκαιρος = εύκαιρος οφλαεύω = εκβάλλω το φθόγγο ωφ για να εκφράσω αδημονία, στενοχώρια κτλ. οφλάνιν = ράφι όπου τοποθετούνται μαγειρικά σκεύη οφρυδάζω = ανοίγω αυλάκι με το άροτρο ως ορόσημο οφρυδέα = το ανοιγμένο αυλάκι μεταξύ δυο αγρών οφρύδιν = φρύδι οφρυδόπον = φρύδι οφταρμοζίνιχον = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων όχ(ιν) = βέλος όχα = παρακελευσματικό για βόδια οχλεύω = επιπλήττω οχνάζομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι όχνασμα = ελαφρό ρίγος οχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά του φούρνου οχτάδη = το χαρτί οχτώ των χαρτοπαίγνιων οχτάδιπλος = εκείνος που έχει οχτώ δίπλες ή οκτώ φορές διπλωμένος οχτακόσοι = οχτακόσιοι οχταπόδιν = χταπόδι οχτάριν = οχτάρι οχτάχρονος = οχτάχρονος οχτές = χτες οχτρός = εχθρός οχτώ = οχτώ Οχτώβρης = Οκτώβρης οχτωβυζού = σκύλα οχωρίος = χωριό οψαράς = ψαράς οψαρέα = οσμή ψαριού οψάρεμαν = ψαρεύω οψαρεύω = ψαρεύω οψαρικόν = ψαρικά οψάριν = ψάρι οψαρίτζα = ψαράκι οψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών οψαρόπον = ψαράκι οψαροτσίπουκον = το ξύλο από το οποίο οι αλιείς κρεμούν το άγκιστρο οψέ = χθες, προς το βράδυ, το εσπέρας οψεζ’νος = χθεσινός οψεκαικά = χθες ακριβώς οψεκέσου = χθες ή προχθές οψεκιάνου = από χθες όψη = όψη, πρόσωπο, απόχρωση, χροιά οψίδιν = πορφυρό ύφασμα οψικιανοί = αυτοί που αποτελούν την γαμήλια πομπή οψίκιν = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης όψιμος = καρπός που ωριμάζει αργά Ππα = πάλι πάγαιμαν = αναχώρηση, επέλευση παγαιμός = αναχώρηση, επέλευση πάγγελος = καταγέλαστος, εμπαιγμός, κοροϊδία, απάτη, εμπόδιο παγιατεύω = μπαγιατεύω παγιάτικον = μπαγιάτικο παγιάτιν = μπαγιάτικο παγιατώνω = μπαγιατεύω παγίδα = παγίδα παγιδάζω = στήνω παγίδα, μεταφ. εξαπατώ, φενακίζω παγκάριν = παγκάρι πάγος = πάγος, παγωνιά παγοτζικαρώ = μου παγώνουν οι πνεύμονες, τουρτουρίζω από το ψύχος παγούριν = καβούρι, άνθρωπος αργοκίνητος παγούριν = πάγος σταλακτίτης της στέγης παγουρομάννα = είδος καβουριού ευμεγέθους παγουρομμάτης = εκείνος του οποίου τα μάτια μοιάζουν με του καβουριού παγουρόπον = καβούρι παγουρόπον = πάγος πάγουρος = καβούρι πάγω = πηγαίνω, διαρκώ παγωνία = παγωνιά παγώνω = παγώνω παγωσία = παγωνιά, παγετός παζαρεύω = αζαρεύω παζάριν = παζάρι, αγορά παζλαμά = είδος πλακούντας παζλαμάτζιν = είδος πλακούντας παζοβουδία = άνθρωπος παντελώς ανίκανος παζούδια = είδος λάχανου παθάνω = παθαίνω παθάσκομαι = κλαίω ακατάπαυστα και δεν πραΰνομαι πάθασμαν = πάθημα, η κατά περιόδους προσβολή νόσου πάθεμα = συμφορά παθενή = φάτνη, παχνί παθετής = εκείνος που δημιουργεί πάθη μεταξύ προσώπων, ταραξίας πάθημαν = συμφορά παθής = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά παθιάρης = εκείνος που έχει χρόνιο νόσημα παθικά = πάθη, συμφορές παθινάζω = βάζω τροφή στο παχνί των ζώων, ταγίζω παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πάθος = πάθημα, συμφορά, νόσος οργανική χρόνια, ασθένεια περιοδική, μεταφ. εμπάθεια, μνησικακία παθός = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά παθούκλι = εκείνο που πρόκειται να πάθει παθούμαι = κλαίω συνεχώς χωρίς στα σταματώ παθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω παιγμάτιν = εμπαιγμός παίγνα = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα παιγνητώριν = παιχνίδι, μουσικό όργανο παιγνιδάζω = απασχολώ κάποιον με παιχνίδια, εμπαίζω, περιγελώ, κάνω μορφασμούς παιγνιδεύω = απασχολώ με παιχνίδια παιγνιδία = εμπαιγμός, κοροϊδεύω, άνθρωπος γινόμενος αντικείμενο σκώμματος παιγνιδίζω = απασχολώ με παιχνίδια παιγνίδιν = παιχνίδι, παιδί, μεταφ. ραδιουργία, απάτη παιγνιδοχάρτιν = παιγνιόχαρτο παιδάς = έφηβος, παραγιός, υπηρέτης παίδεμαν = αγωγή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία παιδεμονή = αγωγή, ανατροφή παιδεμός = παιδεμός, βάσανο, ταλαιπωρία παιδένω = γεννώ παιδεύω = παιδεύω, παιδαγωγώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ παίδεψη = ανατροφή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία παιδί(ν) = παιδί παιδιακό = πάθηση των βρεφών, κατά την οποία μελανιάζουν από το πολύ κάψιμο παιδιάστικους = ως γελωτοποιός, καταλαμβάνομαι από σπασμούς την ώρα του πυρετού, γίνομαι κακοδιάθετος παιδίστικος = παιδαριώδης παιδίτζα = παιδάκι παιδίτζης = παιδάκι παιδίτζιν = παιδί παιδίτικος = παιδικός παιδοκρατώ = κρατώ παιδί στην αγκαλιά μου, μεταφ. θηλάζω, ανατρέφω παιδοκρατώσα = η αμοιβή για το θήλασμα και την ανατροφή κόρης που στέφθηκε νύφη παιδολογέτρα = πολύτεκνη γυναίκα παιδολογιάρα = γυναίκα που γεννά σε αντίθεση με την στείρα παιδολογούσα = γυναίκα που θηλάζει στην αγκαλιά της παιδολογώ = γεννώ παιδιά, λεχώνα παιδολόι = η μήτρα της γυναίκας, το ύστερον του εμβρύου παιδοποίσα = η γέννηση παιδιού παιδοποιώ = γεννώ παιδί παιδόπουλλο = μικρό παιδάκι παιδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους παιδότα = η παιδική ηλικία, οι τρόποι και η διαγωγή του παιδιού παιδοφώλιν = η γυναικεία μήτρα παιδοφώτιση = το βάφτισμα του παιδιού παιδώνω = γεννώ, αποκτώ τέκνα, κάνω κάποιον να γεννήσει παίζω = παίζω παΐλεμαν = λιποθυμώ παΐλεύκουμαι = λιποθυμώ παιξία = παιδιά, παιχνίδι παίξιμον = παιδιά, παιχνίδι, το παίξιμο του μουσικού οργάνου, εμπαιγμός, απάτη παιξίον = παιδιά, παιχνίδι, απάτη παΐριν = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη παΐρόπον = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη παΐροτόπιν = τόπος κατωφερής, πρανής και άδενδρος παίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω παϊρωτός = κατωφερής παίχνη = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα πακάλη = παντοπώλης, μπακάλης πάκαλος = κότσυφας πακής = γαμβρός πακλαβά = μπακλαβάς πακλάεμαν = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι πακλαεύω = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι πακμάζιν = πετμέζι πακούριν = χαλκός, μπακίρι, χάλκινα σκεύη, μπακιρικά πακούω = εισακούω πακούω = υπακούω πακράτζιν = χάλκινο σκεύος πακρατζίτζα = χάλκινο σκεύος πακρατζόπον = χάλκινο σκεύος πακτζής = φύλακας, φρουρός πάλα = σπαθί καμπυλωτό παλάβρες = παλαβομάρες παλαγμός = δυσωδία ανυπόφορη παλαγούρτα = θαλάσσιο πτηνό αδηφάγο παλάδιν = ψίχα, ψαχνό παλάζω = βρωμώ πολύ παλαιά = την παλαιά εποχή παλαιγραία = γριά προχωρημένης ηλικίας παλαιόθεν = από τα παλιά χρόνια παλαιός = παλιός παλαιού = τον παλιό καιρό παλαιώνω = παλιώνω παλαιωτός = λίγο παλιός παλαλά = τρελός, χαζός, ανόητος παλαλέσιν = πράξη ανόητη παλαλίτζα = πράξη ανόητη παλαλός = τρελός, χαζός, ανόητος παλάλωμαν = τρελαίνομαι, τρελαίνω παλαλώνω = τρελαίνομαι, τρελαίνω παλαλωσύνα = τρέλα παλαλωτά = τρελά, ανόητα παλαλωτός = τρελούτσικος, ανόητος παλάμα = παλάμη παλαμάζω = πιάνω με την παλάμη, βάζω στην παλάμη παλαμάριν = χοντρό σκοινί πλοίου παλαμύδιν = παλαμίδα παλάνιν = σέλα μουλαριού παλάντριστος = εκείνη που έχει παντρευτεί έναν διεφθαρμένο, κακό πάλαρα = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος παλαρέα = τράπεζα φαγητού, δίσκος κολοβών, μνημόσυνο, όμιλος χορευτών που αποτελείται από μέλη οικογένειας με αρχηγό το πρεσβύτερο μέλος παλάσιν = οτιδήποτε παλαιωμένο, χόρτο αθέριστο και αποξηραμένο παλασώνω = σκληρύνομαι, γερνάω παλασωτός = πεπαλαιωμένος παλάτιν = παλάτι παλατόπον = παλατάκι παλέ = με αυτό ως α’ συνθετικό σχηματίζονται ουσιαστικά με το β’ συνθετικό που δηλώνουν κάτι παλαιωμένο παλεγραία = εσχατόγρια παλεζούπουνον = παλιό ζουπούνι παλεκάγανον = παλιό δρεπάνι παλεκάλαθον = παλιό καλάθι παλεκάλυβον = παλιά καλύβα παλεκάμισον = παλιό πουκάμισο, φθαρμένο παλεκόριτζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας παλεκόσκινον = παλιό κόσκινο παλεκόσσαρον = γριά κότα πάλεμαν = παλεύω παλεμάχαιρον = παλιό μαχαίρι παλένω = παλιώνω παλεξύραφον = παλιό ξυράφι παλεπόσταλον = παλιό υπόδημα παλεπρόβατον = γηραιό πρόβατο παλέρταρον = παλιά κάλτσα παλεσάλβαρον = παλιό σαλβάρι παλεσάντουκον = παλιό κιβώτιο παλεσκάφικον = παλιά σκάφη παλεσπάλερον = παλιά σπαλέρα πάλεστρον = εργαλείο τεκτονικό παλετικός = αρχαίος, παλιός παλετσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο παλεύω = παλεύω παλεφότ(ιν) = παλιά ποδιά παλέχτηνον = γηραιά αγελάδα παλεψάθ(ιν) = παλιά ψάθα παλιμίζω = ξαρμυρίζω παλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών πάλιν = πάλι παλιούρα = παλαιωμένο και φθαρμένο παλίτ(ιν) = δρυς παλιτένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από ξύλο δρυός παλιτόξυλον = ξύλο δρυς παλιώνω = παλαιώνω, παλαιώνομαι, φθείρομαι παλλαγείας = συνήθως χαιρετιστήρια έκφραση σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες σε πρόσωπα οικεία παλλαγωίζω = επισκευάζω κάτι φθαρμένο παλλάγωμα = επισκευή, μπάλωμα, καθάρισμα σιτηρών παλλαγωμάτιν = εκείνο που έχει ανάγκη από μπάλωμα παλλαγώνω = επισκευάζω, διορθώνω, μπαλώνω, καθαρίζω παλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό παλλαχόπον = παιδί ευτραφές, παχουλό παλληκαρεύκουμαι = κάνω τον παλληκαρά παλληκάρης = παλληκάρι, ανδρείος, γενναίος, δυνατός παλληκαρία = παλληκαριά, ανδρεία, γενναιότητα παλληκάριν = νέος, έφηβος, γενναίος, ατρόμητος παλληκαρίτζα = παλληκαράκι παλληκαρόπον = νέος, έφηβος παλλήκαρος = παλληκάρι παλληκαρότα = παλληκαριά, γενναιότητα παλληκαρωσύνα = παλληκαριά, γενναιότητα παλληλάεμαν = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα παλληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα παλλής = εναργής, δειλός παλοβρουχνασμένος = εδώ και καρό μουχλιασμένος παλοθεμελομένος = παλιά θεμελιωμένος, χτισμένος παλοκάμ(ι)σον = παλιό, φθαρμένο πουκάμισο παλόκαστρον = παλιό κάστρο παλοκόρ’τζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας παλόνω = παλόνω παλοτικός = αρχαίος, παλαιός, εκείνος που ασχολείται ή σπουδάζει για πράγματα παλαιά παλοτσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο παλοφορεμένος = ντυμένος με παλιά και φθαρμένα ρούχα παλόφυλλον = άγριο φυτό παλτίκα = ψωμί άζυμο και λασπώδες παλτικώνω = άρτος που γίνεται σαν λάσπη παλτιχτέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς που χρησιμοποιείται από παιδιά παλτόνιν = παλτό παλτονόπον = παλτουδάκι πάλτος = παλτό παλτούζα = κουνιάδα παλτουράνα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου παλτούριν = μηρός πάλ’ = πάλι παμπακερός = βαμβακερός παμπάκιν = βαμβάκι παμπακόμηλο = είδος μήλου λευκού παμπούκες = παπαρδέλα, ποπ-κορν πανάγαθον = παν αγαθό πανάγαθος = ο Θεός παναγύριν = πανηγύρι πανέμνοστος = νοστιμότατος πανένον = πάνινο πανεύω = πανί στο αργαλειό πανζεχίριν = λίθος μαγικός ο οποίος πιστεύεται ότι θεραπεύει από κάθε νόσο πανθενίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πανθίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πανθινίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πανίζω = πανιάζω πανίν = πανί πανισία = καιρός υγρός πανίχτρα = είδος χυτηρίου χρυσοχόων πανοβράκιν = πάνινο σώβρακο πανόπ’λλον = μικρό κομμάτι πανιού πανούκλα = πανούκλα πανουκλοφάετος = εκείνος τον οποίο πρόκειται να τον φάει η πανούκλα πανούραιος = ωραιότατος πανσέληνος = πανσέληνος πάντα = πάντα πάντα = τα δέματα του λίκνου πανταλόνιν = παντελόνι πανταχαρεμένος = ο πάντοτε χαρούμενος πανταχούσα = η εγκύκλιος ανώτατου κληρικού προς τους κατώτερους κληρικούς ή προς το λαό πάντεινο = ανδρειότατος Παντέλλενος = ανδρείος Έλληνας παντέμορφα = ωραιότατα, κάλλιστα παντέμοφρος = ωραιότατος παντενά = παντοτινά παντενός = παντοτινός παντέρα = σημαία, λάβαρο εκκλησίας παντέρημος = ολομόναχος, εντελώς απροστάτευτος παντής = παντός είδους παντοβάζαμο = άνθρωπος πανταχού παρών παντοβότανον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους παντοδύναμος = παντοδύναμος παντοθάμαστος = περίφημος παντοκράτωρ = παντοκράτωρ παντολαλεμένος = ξακουσμένος, περιλάλητος παντολόνιν = παντελόνι παντοτινά = παντοτινά παντοτινός = παντοτινός παντού = παντού παντοφάρμακον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους πάντρεμαν = πάντρεμα παντρεύω = παντρεύω παντρία = παντρειά πάντωμαν = η άσχημη κατάσταση του στόματος και ειδικά της γλώσσας λόγω ασθένειας πανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι πανωσπόντυλο = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα παξέ = κήπος οπωροφόρων δέντρων παξιμαδάζω = πρήζομαι, φουσκώνω παξιμάδιν = παξιμάδι παξιμαδοκλέφτας = κλέφτης παξιμαδιών παξιμαδόπον = παξιμάδι παξίσιν = φιλοδώρημα παξουματόπον = παξιμάδι παπά = φόρεμα (στη παιδική γλώσσα) παπαδίτζα = φυτό παπάκιν = κάλυμμα κεφαλής ιερέα παπαλίτζα = ασθένεια των αδένων του λαιμού παπάρα = παπάρα παπαράχκομαι = τρώγω παπάρα δηλαδή μέχρι σκασμού παπάς = παπάς πάπας = πατέρας παπάτεμαν = το να κάνεις ευχή παπατεύω = κάνω ευχή παπαφτία = είδος εδωδίμου μύκητα με σχήμα αφτιού παπή = πάπια παπιρόξυλον = ξύλινη πίπα παπίτζα = πήλινο αγγείο, πήλινη χύτρα παπιτζέα = ποσότητα όση χωράει η παπίτζα πάπλωμαν = πάπλωμα παπλωματίτζα = μικρό πάπλωμα παπορέα = χτύπημα ατμόπλοιου, μεταφ. καταιγίδα, τρικυμία παπόριν = ατμόπλοιο παπορόπ’λλον = βαποράκι πάπουλα = είδος παιχνιδιού παπουτζάς = υποδηματοποιός παπούτζιν = παπούτσι πάππας = πατέρας πάππος = παππούς παππού = άγιος (στη παιδική γλώσσα) παρά = παρά παρά = το ένα τεσσαρακοστό του γροσιού παραβάζω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται παραβάλλω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται παραβάλσιμον = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται παραβαρασία = ενόχληση παραβαράσιμος = βαρετός παραβαράσιμος = βαρετός παραβαρύνω = βαραίνω, γίνομαι οχληρός παράβαχτα = παράκαιρα παραβγαίνω = παραβγαίνω παραβέξιμον = βήχω πολύ παραβέχω = βήχω πολύ παραβλακού = ηλίθια παραβολή = παροιμία παραβολικά = με παραβολές παραβοσκίζω = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου παραβοσκώ = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου παράβουλα = απερίσκεπτα παραβραδάσκουμαι = νυχτώνομαι παραβράδασμαν = νυχτόπαρμα παραβράζω = παραβράζω παραβρέχω = βρέχω πολύ παραβρουχνάζω = μουχλιάζω πολύ παραβυζαλίζω = θηλάζω μέχρι κόρου παραγαλάζω = ενοχλώ κάποιον με τις απαιτήσεις μου παραγαλία = ενόχληση με τις συχνές απαιτήσεις παράγαμπρος = κουμπάρος παραγαπώ = αγαπώ πολύ παραγβάλλω = ξεπροβοδίζω, προπέμπω παραγγείλω = προστάζω, παραγγείλω παραγγελία = παραγγελία παράγγελμαν = παραγγελία, εντολή παραγγελμάτιν = το κατά παραγγελία γενόμενο, μεταφ. κομψό, ωραίο παραγελώ = γελώ πολύ παραγελώ = γελώ πολύ παραγεμίζω = υπερχειλίζω δοχείο παραγερώ = γερνώ πρόωρα παραγιαλίζω = λάμπω, στίλβω παραγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία παραγιάλισμαν = λάμπω, στίλβω παραγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία παραγιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία παραγίνομαι = παρακμάζω, παραγίνομαι παραγιός = προγονός, υπάλληλος, υπηρέτης παραγιωσύνα = το να είναι κάποιος υπηρέτης παραγκωνίζω = σπρώχνω με τον αγκώνα, μεταφ. αποδιώκω παραγνωρίζω = αναγνωρίζω καλά παραγομάτος = παραγεμισμένος, υπερπλήρης παραγόμιν = πιλάφι παραγεμισμένο με τεμάχια ψητού κρέατος παραγομώνω = παραγεμίζω παραγουλάζω = ενοχλώ κάποιον τόσο πολύ σαν να τον πιάνω από τον λαιμό παραγουλέας = πολύ λαίμαργος παραγούλιν = προγούλι παραγούνια = τα απόκεντρα μέρη της οικίας παραγρανεμία = σφοδρή ανεμοθύελλα παραγυρίζω = κάνω πολλούς γύρους, μεταφ. ενεδρεύω, κατασκοπεύω παραδαβαίνω = παραβαίνω παραδάζω = κατά λάθος διάζω στήμονα περισσότερο του δέοντος παραδάρα = πλέον της ορισμένης ποσότητας τροφής, πέρα ή πριν της ορισμένης ώρας φαγητού παραδάριν = τροφή παρεχόμενη πλέον της κανονικής ποσότητας παραδεβάζω = μελετώ πολύ ώρα παραδέβασμαν = προσπέρασμα παραδέβασμαν = υπερβολική μελέτη παραδεβασμάτιν = εκείνο του οποίου παρήλθε ο χρόνος παράδεισος = παράδεισος παραδέλφιν = ετεροθαλής αδελφός παραδελφός = ετεροθαλής αδελφός παραδέχκομαι = παραδέχομαι παραδίγω = παραδίνω παράδικα = πολύ άδικα παραδιψώ = διψώ πολύ παραδόντιν = μικρό δόντι που βγαίνει πριν το κύριο παραδότης = προδότης παραδούλος = υπηρέτης βοηθός υπηρέτη παραείμαι = είμαι σε υπέρτατο βαθμό παραέχω = έχω με το παραπάνω παραζαλεύω = κατατρομάζω παραζάμανα = παράκαιρα παραζούβαλον = άνθρωπος κάτισχνος παραζώ = ζω στον πλούτο παραθαμάσκουμαι = εκπλήττομαι, εξίσταμαι παραθεός = ο μετά τον θεό επίγειος προστάτης παραθηκετέριν = εκείνος που παραθέτει και εκθέτει σε άλλους ότι ακούει από άλλους, ραδιουργός παραθήκω = τοποθετώ πράγματα δίπλα σε άλλα, εισάγω τους νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο παραθυμούμαι = αναπολώ παραθύρα = παράθυρο παραθυρίκα = παραθυράκι παραθύριν = παράθυρο παραθυρίτζα = παραθυράκι παραθυρίτζιν = παραθυράκι παραθυρόπορτας = πόρτες και παράθυρα παρακαθεύω = κάνω νυχτέρι παρακάθιν = συνάθροιση συγγενών και φίλων την νύχτα όπου λέγονται παραμύθια και παίζονται παιχνίδια παρακάθουμαι = κάθομαι δίπλα σε άλλον, παρακάθομαι παράκαιρα = παράκαιρα παράκαιρος = παράκαιρος παρακαίω = καίω πολύ παρακαλάτζεμαν = η πολύ ομιλία παρακαλατζεύω = ομιλώ πολύ παρακάλεμαν = παράκληση, ικεσία παρακαλεσία = παράκληση, ικεσία παρακαλεσίμι = παράκληση, ικεσία παρακαλετά = παρακαλετά παρακαλετσούμαι = παρακαλώ παρακαλία = παράκληση, ικεσία παρακάλιν = παράκληση, ικεσία παρακαλώ = παρακαλώ παρακαματίζω = παρακουράζω κάποιον με εργασία παρακαμένα = με πολύ καημό, πολύ θλιβερά παρακαμή = εστία, τζάκι παρακάμιν = μισοκαμένο ξύλο εστίας παρακαμίνιν = το πέριξ της εστίας, το δάπεδο της εστίας, εστία, καπνοδόχος παρακάμνω = παρακάνω παρακαμόλιθα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα παρακαμολίθαρα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα παρακατουρώ = ουρώ πολύ παρακείται = ανήκει, χρειάζεται παρακιαντά = άνθρωπος ακατάστατος παρακιασάκια = παράκαιρα παρακιάτιν = αφθονία αγαθών, ευτυχία υλική παρακιατλίν = εκείνο που αποδίδει άφθονα παρακλάδιν = κλαδάκι παράκληση = παρακλητική ακολουθία προς την Παναγία παράκλητος = ο θεός στην εκκλησιαστική γλώσσα παρακλοθώ = ακολουθώ όπισθεν, παρακολουθώ παρακοή = ανυπακοή παρακοΐα = ανυπακοή παρακοίλιδον = το δεύτερο στομάχι μηρυκαστικού ζώου παρακοιμίζω = εισάγω νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο, παρασκευάζω την νυφική κλίνη παρακοίμισμαν = παρασκευή νυφικής κλίνης, εισαγωγή νεόνυμφων στο νυμφικό θάλαμο παρακοιμούμαι = παρακοιμάμαι παρακόλλιν = παρατσούκλι παρακόρη = κόρη από πρώτη σύζυγο σχετικώς προς την δεύτερη παρακόριτζο = κόρη σε σχέση προς μητριά παρακός = παρακατιανός παρακούντιν = μικρός άρτος παράκουος = ανυπάκουος, απειθής παρακουρσεύω = λεηλατώ και καταστρέφω τα πάντα παρακουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ παρακούω = παρακούω παρακόψιμον = ερεθισμός του δέρματος από υπερβολικό τρίψιμο παράκριν = η άκρη εσχάτη τόπου ιδίως αγρού παρακρούω = υπαινίσσομαι παρακύρης = πατριός παραλάεμαν = κατασπαράζω παραλαεύω = κατασπαράζω παραλάλημαν = το να παραμιλά κανείς παραλαλώ = παραμιλώ παραλάμπω = λάμπω από ομορφιά, μεταφ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση παραλανεύκουμαι = πλουταίνω παραλέγω = παραλέω παραλερός = πολύ λερωμένος παραλερώνω = λερώνω, λερώνομαι πολύ παραλής = πλούσιος, εύπορος παράλογα = άδικα παραλυγίσκουμαι = λυγίζομαι πολύ παραμάννα = παραμάνα παραμέθυγμαν = υπερβολική μέθη παραμεθύω = μεθώ υπερβολικά παραμερίζω = παραμερίζω παράμικρον = πράγμα μηδαμινό παραμόνα = η παραμονή του γάμου και κατ’ αυτήν ετοιμαζόμενα φαγητά, η επίσκεψη στη λεχώνα φέροντας μαζί έδεσμα παραμονή = παραμονή παραμύθιν = παραμύθι παραμωδώ = μουδιάζω πολύ παρανάζω = κάνω αυλάκι στον κήπο παρανεγκάζω = κουράζομαι πολύ παρανεγκασία = υπερβολική κόπωση παρανέγκασμαν = υπερβολική κόπωση παρανεύκουμαι = νομίζω πως κάτι είμαι, φέρομαι επιδεικτικώς, είμαι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στενοχώριες παράνιν = αυλάκι του κήπου όπου γίνεται φύτευση παρανοκέφαλον = η αρχή της αύλακος, όπου παροχετεύεται νερό για άρδεμα παράνομα = παράνομα παρανομία = παρανομία παρανομίζω = παρανομώ παρανόμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι παράνομος = παράνομος παράνομος = στο αλώνι ο διάδρομος μεταξύ της σωρού σίτου και των άχυρων κατά το λίχνισμα παρανουνίζω = σκέφτομαι πολύ παραντρανώ = παρατηρώ κρυφά παρανυστάζω = νυστάζω πολύ παρανυφάδα = παράνυφος παρανύφε = παράνυφος παράνυφος = παράνυφος παρανυχάουμαι = βγάζω παρωνυχίδα παρανύχασμαν = παρωνυχίδα παρανυχέα = παρωνυχίδα παρανυχίδα = παρωνυχίδα παρανύχιν = παρωνυχίδα παραξύω = ξύνω επιπόλαια παραπαίδιν = προγονός, υπηρέτης, εκείνος που είναι κάτι παραπάνω από παιδί παραπαίρω = ευτυχώ παραπανισμένος = περισσότερος παραπανιστός = περισσότερος παραπάνου = παραπάνω, περισσότερο παραπανού = το περισσευούμενο τεμάχιο πανιού το οποίο συνδέουν με το στημόνι δια ν’ αρχίσουν νέο ύφασμα παραπάρκομαι = ξεμυαλίζομαι παραπατέρα = θετός πατέρας παραπάτημαν = παραπάτημα παραπάτιν = πατημασιά παραπατώ = παραπατώ παραπεθερά = η πεθερά της πεθεράς παραπεινώ = πεινώ πολύ παραπέταγμαν = παραπέτασμα παραπετώ = παραπετώ παραπιάνω = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες παραπίασμαν = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες παραπικράζω = προξενώ σε κάποιον πολύ πίκρα παραπλανώ = παραπλανώ παράπλασμαν = άνθρωπος παραμορφωμένος, τέρας παραπολεμώ = αγωνίζομαι, προσπαθώ πολύ παράπολλα = πάρα πολύ παραπονέας = παραπονιάρης παραπόνεμαν = παράπονο παραπονεμένα = παραπονεμένα παραπονία = παράπονο παράπονο(ν) = παράπονο παραπονούδι = μικρό εξόγκωμα δέρματος παραπονώ = παραπονώ παραπόρτιν = δεύτερη πόρτα μικρότερη της κυρίας παραποταμία = παραποτάμιος χώρα παραπόταμος = παραπόταμος παραπούλλι = μικρό παιδάκι, δισέγγονος παραπουλώνω = παχαίνω πολύ παραρριγώ = κρυώνω πολύ παραρριζώνω = ριζώνω καλά, αποκτώ τέκνα παρασκευάτ’κα = παρασκευιάτικα Παρασκευή = Παρασκευή παρασουμάδ(ιν) = είδος δενδρυλλίου παρασούσσουμος = δύσμορφος παρασπάνω = τρώω πολύ μέχρι σκασμού παραστάριν = παραστάτης πόρτας παραστάτης = παράνυμφος, συμπαραστάτης, ο περιποιούμενος τους καλεσμένους σε γάμο παραστατωσύνα = τα καθήκοντα του παραστάτη παραστέκω = παραστέκω, αγρυπνώ τον νεκρό, περιποιούμαι, πολιορκώ παραστένω = παρουσιάζω κάποιον ή κάτι, παρίσταμαι σε λείψανο παραστοχάσκουμαι = προσέχω πολύ παραστράγκαλα = ανόητες πράξεις, παραλογισμοί παράστρατα = παρέκκλιση από την κανονική οδό παραστρατεύω = παραστρατώ παραστρατίζω = παραστρατίζω παραστράτιν = ατραπός, μονοπάτι, παράμερος τόπος παραστράφτω = αστράφτω πολύ παράταιρα = παράταιρα παράταξη = εορταστική ή νεκρική πομπή παρατζακωμένος = παρακουρασμένος παρατζούζω = αισθάνομαι έντονο ερεθισμό παρατζούξιμον = η αίσθηση του έντονου τσούξιμου παρατηρέτζης = παρατηρώ το κάθε τι παρατηρώ = εξετάζω λεπτομερώς παρατιμώ = περιποιούμαι με το παραπάνω παρατούρα = παράθυρο παρατρέχω = τρέχω πολύ παρατρόμαγμαν = τρομάζω πολύ παρατρομάζω = τρομάζω πολύ παρατρώγω = παρατρώγω παρατσοπάνω = συγκαλύπτω για να μη φανερωθεί παρατσοπαστά = συγκεκαλυμμένως παραφάγεμαν = παραφάγωμα παραφαγίζω = παραταΐζω παραφαίνομαι = προσπίπτω στην όραση κάποιου ή φαίνομαι ότι προσπίπτω παραφάνταλος = φαντασμένος, φαντασιοπληξία παραφαντάουμαι = επαίρομαι, αλαζονεύομαι, ονειροπολώ παραφέρω = παρομοιάζω πρόσωπο με άλλο παραφκίσκομαι = ακούω, ακροώμαι παράφκισμα = ακούω, ακροώμαι παραφλογίζω = ανάβω φλόγα στο στόμιο του φούρνου μετά την εμβολή άρτων για ενίσχυση της θερμοκρασίας παραφλόγιν = η φλόγα στο στόμιο του φούρνου που ανάβεται για ενίσχυση της θερμοκρασίας παραφορμίζω = χειροτερεύω (πληγή) παραφορτώνω = παραφορτώνω παραφούρνιν = ο υπερβολικώς πυρωμένος φούρνος παραφράχτε = ο χώρος εκτός του φράχτη παραφτάνω = παραωριμάζω παράφτε = σιδερένιο τρίποδο της εστίας παραφυτεύω = μεταφυτεύω παραχαμελύνω = χαμηλώνω πολύ παραχάταλον = μικρό παιδάκι παραχολάζω = ορίζομαι υπερβολικά παραχόπιτα = πίτα ψημένη στην εστία παραχορεύω = χορεύω πολύ παραχορτάζω = χορταίνω πολύ παραχοτίζω = χοροπηδώ παραχότιν = ατμόπλοιο παράχτισμαν = παράπηγμα παράχτρατα = μακριά από την κανονική οδό παραχτρατίζω = παραστρατώ παράχτρατον = εκείνο που βρίσκεται έξω από την συνοικία παραχώνω = παραχώνω παραχώρηση = βούληση, ευδοκία, χώρος ελεύθερος παραψένω = παραψένω παραψέσιμον = παραψένω παρδάλ(ιν) = εκείνο που πρόκειται να χαθεί, να καταστραφεί, αδέσποτο παρδαλάς = εκείνος που αερίζεται, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμερός, το φάντασμα μπαμπούλας, πολύτροπος, πονηρός παρδαλάσκομαι = φέρομαι σαν γάτα παρδαλός = παρδαλός, ποικιλόχρωμος παρδαλωτός = ποικιλόχρωμος πάρδος = γάτος παρδουλάουμαι = φέρομαι σαν γάτα παρδούλιν = μικρός γάτος παρέγβα = ξεπροβόδισμα, προπομπή, μετάβαση σε παρεκκλήσι για προσκύνημα παρεγβαίνω = παραβγαίνω παρείναιμον = λήψη παρεκκλήσιν = παρεκκλήσι παρέλεπμαν = εκείνος που βλέπει άλλα άντ’ άλλων, περιφρόνηση παρελέπω = προσποιούμαι ότι δεν βλέπω, περιφρονώ, βλέπω άλλα άντ’ άλλων, βλέπω πολύ καλά παρελέψιμον = περιφρόνηση προσώπου παρέμου = τουλάχιστον παρέμποδον = κώλυμα, εμπόδιο παρεντρανίζω = παρατηρώ κρυφά παρέξω = παραέξω, πιο έξω, μακριά, εκτός, πλην παρέρχομαι = φαίνομαι, φαίνομαι σαν κάτι άλλο παρεταίριν = εκείνο που δεν έχει ταίρι, το παράταιρο παρέτερα = μέρη όχι ημέτερα, αλλά ξένα παρηγοράζω = παραμυθούμαι, παρηγορώ παρηγορεύω = παραμυθώ, παρηγορώ, θωπεύω παρηγορία = παραμυθία παρηγορώ = παραμυθούμαι, παρηγορώ παρήκουος = ανυπάκουος, απειθής παρηνοσία = υπομονή παρθένα = δηλητηριώδες χόρτο παρθενάουμαι = δηλητηριάζομαι από το χόρτο παρθένιν παρθενεύω = ανήκω παρθενή = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παρθενί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παρθενία = παρθενία, αγνότητα παρθένιν = δηλητηριώδες χόρτο πάρθενον = παρθένος πάρθενος = παρθενικός, αμίαντος πάρια = εδώδιμα που στέλνονται ως δώρο στον γαμπρό μετά το γάμο από οικείους της νύφης παρίσμα = αμυγδαλές παρκιάλ(ιν) = διαβήτης, κύκλος πάρκιν = ασκός παρκώνω = γίνομαι σαν ασκός φουσκωμένος παρλάεμαν = λάμψη παρλαεύω = στίλβω, λάμπω Πάρμα-Θωμάς = είδος μεγάλου και λευκού θαλάσσιου πτηνού παρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω παροικία = περιουσία παροικώ = αποκτώ περιουσία, πλουταίνω, εγκαθίσταμαι σε μόνιμο μέρος παρομάζω = παρομοιάζω παρόν = παρουσία, φανερό παρόπιστος = φιλάργυρος παρόπον = νόμισμα μικρής αξίας παροτέα = η οσμή της πυρίτιδος παρότιν = πυρίτιδα, μπαρούτι παροτόπον = λίγη ποσότητα πυρίτιδας παρούμαι = αποκτώ χρήματα παρουνεύκουμαι = νομίζω πως είμαι κάτι, φέρομαι επιδεικτικώς, είναι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στεναχώριες παρούσεμαν = συμφιλίωση παρουσεύω = συμφιλιώνομαι παρουσία = καταγραφή ονόματος για μνημόνευση, αμοιβή παρεχομένη σε ιερέα για μνημόνευση ονόματος, ωραία εμφάνιση, καλό παράστημα παρουσιάσκομαι = παρουσιάζομαι παρουστούρεμαν = συμφιλίωση παρουστουρεύω = συμφιλιώνω παρπαλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό παρπάρης = αγροίκος, βάρβαρος παρπαρίζω = αφοδεύω θορυβωδώς παρπάρτς = κουρέας παρρησία = θάρρος, τόλμη, καταγραφή ονόματος για μνημόνευση πάρσιμον = παραλαβή, λήψη, άλωση παρτά = παραπέτασμα παραθύρου παρτάλης = ρακένδυτος, κουρελής παρτάλιν = κουρέλια, ράκη, μικροπράγματα άνευ αξία, μεταφ. λόγοι κενοί, κομπορρημοσύνες παρτζουκλώνω = φασκιώνω παρτίν = το δέντρο αίγειρος παρτσά = τεμάχιο, κομμάτι παρτσαλάεμαν = διαμέλισμα, κατασπάραγμα παρτσαλαεύω = διαμελίζω, κατασπαράζω παρτσαλής = ο συγκείμενος τεμαχίων, ο μη μονομερής και ακέραιος παρχανά = κατάλυμα ομάδος αγωγιατών, καραβανιού παρχάρεμαν = παραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο παρχαρέτες = ο παραθεριστής σε θερινό βοσκότοπο παρχαρέτικος = εκείνος που προέρχεται από το παρχάριν παρχάριν = θερινός βοσκότοπος σε ορεινό μέρος παρχαρίον = παραθερισμός σε παρχάριν παρχαρλίκιν = παραθερισμός σε παρχάριν παρχαροκάλυβον = οικίσκος ποιμενικού συνοικισμού σε παρχάριν παρχαροκέφαλον = το ανώτατο μέρος παρχαριού παρχαρομάννα = γυναίκα που διαμένει σε παρχάριν, φροντίζει τα ζώα και ασχολείται με γαλακτοκομία, νεράιδα παρχαριού παρχαρομύτιν = το ψηλότερο μέρος παρχαριού παρχαρόνερον = νερό του παρχαριού παρχαρόπον = παρχάριν μικρής έκτασης παρχαροπούλλιν = πουλί παρχαριού, μεταφ. παιδί που μένει στο παρχάριν παρχαροτόπιν = τόπος κατάλληλος για θερινή νομή παρχαρόχορτον = χόρτο παρχαριού παρώνυμα = παρωνύμιο, παρατσούκλι παρωνυμάζω = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι παρωνυμίαγμαν = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι παρωνύμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι πάρωρα = παράκαιρα παρώτι = παρώπιον ζώου παρ’γιάλισμαν = λάμπω, στίλβω παρ’γούλα = όρνιθα που έχει πυκνό φουντωτό πτίλωμα στο ράμφος παρ’γούλιν = βρογχοκήλη πάσα = πας, πάσα, παν πασάκας = τιμητικώς ο πρεσβύτερος αδελφός πασαρεύω = κατορθώνω, καταφέρω πασαρίνα = μοχλός πασάς = πασάς πάσιμον = πηγαιμός, αναχώρηση πάσιν = σκουριά μετάλλου πασίον = πηγαιμός, αναχώρηση πασιπόρτιν = διαβατήριο Πάσκα = Πάσχα Πασκαλία = Πάσχα πασκαλούτζα = το πρώτο άνθος της άνοιξης πασκανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος πασκείντο = μήπως πασκιανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος, δώρα του μνηστήρα στην αρραβωνιαστικιά στις μεγάλος εορτές πασκίζω = προσπαθώ, πασχίζω πασκίν = εργαλείο λεπτουργών με το οποίο γίνονται στρογγυλώσεις πασκιτανένον = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν πασκιτάνιν = γιαούρτι αποβουτυρωμένο, στραγγισμένο και αλατισμένο πασκιτανομάλεζον = αλευρόσουπα αρτυσμένη με πασκιτάν πασκιτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με πασκιτάν πασκιτανοφάει = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν πασκιτάνωμαν = άρτυμα φαγητού με πασκιτάν πασκιτανώνω = αρτύω φαγητό με πασκιτάν πασκίτζα = πεταλουδίτσα πασλάεμαν = αρχή πασλαεύω = αρχίζω πασλαεύω = ανατρέφω πασλαμά = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα πασλανεύκομαι = σκουριάζω πασλίν = σκουριασμένο πασλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο πασμά = βαμβακερό ύφασμα πολύχρωμο πασσαλείφω = πασαλείβω πασσάλιν = πάσσαλος πασσαλοκαύτες = παρωνύμιο του μήνα Φεβρουαρίου πασσαλόπον = πάσσαλος πασσαλώνω = πασσαλώνω, στερεώνω καλά, αμβλύνομαι, γηράσκω πασταρέα = παστωμένο ψάρι παστίλα = γλύκισμα από μουσταλευριά παστιλομάλεζον = η μουσταλευριά της παστίλα παστούνι = ράβδος, βακτηρία παστούρεμαν = βάζω σε πιεστήριο παστουρεύω = βάζω σε πιεστήριο παστουρμά = παστουρμάς παστουρούτζιν = λάχανο ξηραμένο για τον χειμώνα πάστρα = καθαριότητα πάστρεμαν = καθαρίζω παστρεύω = καθαρίζω παστρικά = καθαρά παστρικός = καθαρός παστρικωσύνα = καθαριότητα παστρικωτός = καθαρός παστροσύνα = καθαριότητα πάστρωση = καθαριότητα πάστωμαν = πάστωμα παστώνω = παστώνω πάτα = πάτσι, ισοπαλία πάτα = πέλμα, πατημασιά πατάκιν = βάλτος, τέλμα πατάλεμαν = απασχολώ κάποιον παταλεύω = απασχολώ κάποιον Πατάλης = Οκτώβριος πατάλικον = μπατάλικο πατανά = ασβεστοκονίαμα, μπαντανάς παταράτον = φέτα ψωμιού, τηγανίτα πατάριν = φέτα ψωμιού πατατούκα = ανδρικό πανωφόρι πατάχ(ιν) = βάλτος, τέλμα πατέα = πατημασιά πατέα = δοχείο νυκτός, καθίκι πατέλα = τετράγωνο καλάθι πατελέα = ποσότητα όση χωράει η πατέλα πατελόπον = τετράγωνο καλάθι πάτεμα = πάτημα, πατημασιά, μεταφ. ληστρική επιδρομή, ευωχία στην οικία του γαμπρού και της νύφης πριν τη στέψη, προσφορά δώρων στη νύφη μετά τη στέψη πάτεμαν = βούλιαγμα, βύθιση πατεμασέα = πατημασιά πάτερ = πάτερ πατέρας = πατέρας πατερίδιν = σανίδι πάνω στο οποίο πατάει ο κεραμέας όταν εργάζεται στο τροχό πατερικόν = συναξάρι αγίων πατερίτζα = πατερίτσα πατερόν = πάτωμα, δάπεδο πατετά = συμπιεσμένα, πατώντας πατετέριν = πέταλο ζώου πατετός = συμπιεσμένος πατεύω = βουλιάζω, καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι πατζάκιν = κνήμη, μπατζάκι πατζακλίν = το πτίλωμα των ποδιών στα πτηνά πατζακόδεμαν = καλτσοδέτα πατζάκος = φάντης στα παιγνιόχαρτα πατζακωτήριν = πιεστήριο χρυσοχόων με το οποίο αποτυπώνουν γραμμές στα μέταλλα πατζανάκης = μπατζανάκης πατζάρης = πλατσομύτης, σιμός πατζαρομύτης = πλατσομύτης, σιμός πατζιάρει = βλάπτει, πειράζει πατζιαρίσι = βλάβη πατζομύτης = πλατσομύτης, σιμός πάτζος = πλατσομύτης, σιμός πατζουκίαγμαν = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές πατζουκιάζω = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές πάτζωμαν = στράβωμα πατζώνω = στραβώνω πατήκιν = μέρος όπου πατάς για να ανέβεις, σκαλοπάτι, τσόκαρο πατηκώνω = συμπιέζω πατηχτέρα = είδος παιχνιδιού πατίτζ(ιν) = αναρριχητική φασολιά πατιχαβάν(ου) = δωρεάν πατιχάνιν = μικρό ντουλάπι ανοιχτό πατλίτζιν = αναρριχητική φασολιά πατλιτζόφυλλα = τα φύλλα του πατλιτζιού πατμανέα = μονάδα βάρους έξι οκάδων πατμάνιν = μονάδα βάρους έξι οκάδων πατνοζέα = ποσότητα όση χωράει το πατνόζιν πατνόζιν = μαγειρικό σκεύος πατόζα = αλωνιστική μηχανή πάτος = πάτος πατούλα = εκείνη που έχει λευκό δέρμα, παχουλή, αφράτη πατουλάζω = κάνω τολύπες τα λαναρισμένα έρια, χιονίζει, καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού πατούλιν = το αποσπώμενο από το λανάρι έριο, έριο λαναρισμένο και σχηματοποιημένο σε πόκους, νιφάδες χιονιού πατουλίουμαι = καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού πατούνα = φτέρνα πατούρεμαν = βυθίζω, μεταφ. φέρω κάποιον σε κατάσταση χρεοκοπίας πατουφανίτζα = χώρος της μάντρας όπου μένει το νεογέννητο μοσχάρι πατούχικον = βαθύ πατρατίνος = άνθρωπος χοντρός που έχει ασταθές βάδισμα πατριάρχης = πατριάρχης πατρίδα = πατρίδα πατρικά = πατρική οικογένεια ή οι εκ πατρός συγγενείς, πατρική περιουσία πατριώτης = πατριώτης πατρογονικά = η οικογενειακή καταγωγή, αυτά που ανήκουν στους γονείς πατρόνιν = φυσίγγιο πυροβόλου όπλου πατρός = πατρός πατρούας = πατριός πατρουδάζω = προστατεύω σαν πατέρας πατρούλος = πατριός πατρώνας = πατριός πατσά = πατσάς πατσαβούρα = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα πατσαβουρόπον = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα πατσαμουράζω = γεμίζω το στόμα μου και δύσκολα μασώ πατσή = αδελφή, θυγατέρα, κόρη πατσίκα = αδελφή, θυγατέρα, κόρη πατώ = πατώ, γέρνω, ρίπτω κάτω, μεταφ. κυριεύω, λεηλατώ, παραβαίνω πάτωμα(ν) = πάτωμα πατώνω = βάζω πάτωμα από σανίδια παφνίζω = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι πάφνισμα(ν) = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι παχαρικά = μπαχαρικά παχειοτσιαδίες = μέρη πολύ σκιερά παχειού = γυναίκα παχιά, χοντρή παχειούρι = χονδροειδές, άκομψο παχειόφυλλο = φυτό ιαματικό με παχιά φύλλα παχένω = παχαίνω παχλιβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής παχνί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παχνωτό = χρώμα μολυβδόχρουν παχόκολος = εκείνος που έχει παχύς γλουτούς πάχος = πάχος παχόσκυλλο = σκύλος χοντρός παχοτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα παχουκούταβος = μικρό σκυλάκι ευτραφές παχούλεμαν = ζηλεύω, ζηλοτυπώ παχουλεύκομαι = ζηλεύω, ζηλοτυπώ παχούλης = ζηλότυπος, ζηλιάρης παχοφάγειν = είδος φαγητού από χονδραλεσμένο σίτο ή αραβόσιτο παχοχάρτιν = παχύ χαρτί παχρά = η αμοιβή που δίνει ο γεωργό στον γαιοκτήμονα του οποίου καλλιεργεί την γη παχσίσιν = φιλοδώρημα παχτζά = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων παχτζάδιν = κήπος δέντρων οπωροφόρων παχτζαδίτζα = κήπος δέντρων οπωροφόρων παχτζόπον = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων πάχυμα(ν) = πάχυνση παχυματώ = πρήζομαι λίγο παχύντερον = παχύ έντερο παχύνω = παχύνω, συμπυκνώνομαι παχύς = παχύς παχύστομος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη παχυτζέπλ(ι)κον = εκείνο που έχει παχύ φλοιό παχυτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα παχύχειλος = εκείνος που έχει παχιά χείλη παχυχωμία = τόπος με χώμα παχύ και εύφορο πάχωμαν = χόρτο λειμώνος πυκνό και ψηλό παχωτός = παχουλός πεανεμός = αναχώρηση, επέλευση, πηγαιμός πεβγαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι πεγαδάς = εκείνος που επιβλέπει της βρύσες πεγαδέσιν = εκείνο που προέρχεται από την πηγή πεγαδήτρα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές πεγάδιν = πηγάδι πεγαδομάννα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές πεγαδομμάτιν = πηγή ύδατος πεγαδονεροκράτευτον = βρύση που κρατάει το νερό πεγαδόνερον = νερό βρύσης πεγαναχτώ = ξεκουράζομαι πεγένεμαν = βρίσκω της αρεσκείας μου, μου αρέσει κάτι πεζάζης = έμπορος πανικών πεζάζικον = κατάστημα πανικών πεζεβέγκης = άνθρωπος άτιμος, πρόστυχος πέζεμαν = ξεπεζεύω πέζεμαν = αηδιάζω, βαρύνομαι πεζεύω = ξεπεζεύω πεζεύω = αηδιάζω, βαρύνομαι πεζίριν = δελφινέλαιο πεζιρκιάνος = πλανόδιος έμπορος πεζός = πεζός πεζουλάουμαι = καταπίνω πεζούλιν = κρημνός πέης = η βασίλισσα των μελισσών πεθερά = πεθερά πεθερικά = πεθερικά πεθερός = πεθερός πεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ πείνα = πείνα πεινώ = πεινώ πείραγμα(ν) = πείραγμα, ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία πειράζω = πειράζω, ενοχλώ, βασανίζω πειρανία = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία πειρανίζω = ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ πειράνιξη = βάσανο, ταλαιπωρία πειρανισία = βάσανο, ταλαιπωρία πειράνισμαν = πείραγμα πειρανισμένα = με στερήσεις οικονομικές και με ταλαιπωρίες πειραντή = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία πειρία = βάσανο, ταλαιπωρία πείσμα(ν) = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, στοίχημα πεισματικός = εργατικός, φίλεργος πεισματώνω = πεισματώνω, φιλονικώ πεισμή = πείσμα πεισμονή = πείσμα πεισμώνω = πεισματώνω, φιλονικώ πεκιά = κρεβάτι ξύλινο πεκιάρης = άγαμος άνδρας, μπεκιάρης πεκλέεμαν = αναμονή πεκλεεύω = περιμένω πεκμέζιν = πετμέζι πέκνες = ηλιακά εγκαύματα του προσώπου, εφηλίδες πεκνιάρης = εκείνος που έχει στο πρόσωπό του πέκνες πεκοιμίζω = αποκοιμίζω πεκούλιν = περιουσία που ανήκει μόνο σε έναν πεκτζής = φύλακας, φρουρός πελά = ενόχληση, σκοτούρα πέλαγος = πέλαγος πελαγούμαι = προχωρώ ολοένα σε βαθύτερα ύδατα της θάλασσας πελάδι = λίγη ποσότητα πηλού πελάεμαν = το σκάψιμο με δικέλλα πελαεύω = σκάβω με δικέλλα πελαλής = μπελαλίδικος πελεκάδιν = πελεκούδι πελεκάνος = πελεκάνος πελεκετός = πελεκημένος πελεκή = πελέκημαν = πελέκημα πελεκιάδιν = κορμός δέντρου πελεκημένο πελεκίζω = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ πέλεκυς = πέλεκυς πελεκώ = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ πελεξούδι = γυναίκα κακή, πρόστυχη, μέγαιρα πελεχούδι = άνθρωπος που αναμειγνύεται παντού πέλιν = δικέλλα, μικρό σιδερένιο φτυάρι πελιτένος = εκείνο που είναι φτιαγμένο από ξύλο δρυός πελίτιν = δέντρο δρυς πελιτόξυλον = ξύλο δρυός πελιτόπον = δέντρο δρυς πελλαγείας = χαιρετισμός έκφρασης σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες που απευθύνεται σε οικεία και φιλικά πρόσωπα πελμά = διάφραγμα εσωτερικό οικοδομής που διαχωρίζει δυο δωμάτια πελόξυλον = η ξύλινη λαβή του πελιού πελόπον = δικέλλα πελός = πηλός πελτέκης = βραδύγλωσσος, τραυλός πελτεκώνω = γίνομαι σαν ιξώδης πολτός πελώνω = λερώνω με λάσπη πελώριν = πανύψηλος, πελώριος πεμπελίδιν = μεσπιλέα πέμπτος = πέμπτος πενεδήβε = απήλθε, αποχώρησε πενειτεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι πενήντα = πενήντα πενηνταήμερον = χρονικό διάστημα πενήντα ημερών από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής, Πεντηκοστή πενηντάριν = μέτρο υγρών πενήντα δραμιών πενητάζω = λιμοκτονώ πενήτας = φτωχός πενήτεμαν = λιμοκτονία πενητεύω = λιμοκτονώ πενιχρός = πενιχρός, φτωχός πενληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα, απομνημονεύω πενλής = εναργής, δειλός πεντάγνωμος = αλλοπρόσαλλος πεντάδιν = σωρός, στοίβα πεντάδιπλα = πενταπλασίως πεντάδιπλος = πεντάδιπλος πεντάημερος = πενταήμερος πεντακόσοι = πεντακόσιοι πεντάλφα = πεντάλφα πεντάμορφος = πεντάμορφος πεντάνευρον = βότανο του οποίου τα φύλλα έχουν πέντε νεύρα πεντανόφυλλο = αγριόχορτο ιαματικό για τις πληγές πεντάπλεχτα = πλεγμένο σφιχτά, πυκνά πεντάπλεχτος = εκείνο που είναι πυκνά πλεγμένος πεντάρα = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων πεντάρι(ν) = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων πεντάρφανος = πεντάρφανος πεντάφυλλον = χόρτο που έχει πέντε φύλλα πεντάχροιαστος = εκείνος που έχει πέντε χρώματα πεντάχρονος = πεντάχρονος πεντέχτη = πέμπτη προς την έκτη μέρα του μηνός πεντζερέ = παράθυρο πεντζερόπον = παράθυρο πεντικός = ποντικός πέντιν = μυλαύλακο πεντογένης = εκείνος που για γένια έχει πέντε τρίχες πεντόλιρον = χρυσό τούρκικο νόμισμα αξίας πέντε λιρών πεντόφραφος = πεντάρφανος πέπενο = ώριμος καρπός πεπέτζιν = λεπτό δέρμα πεπετζόπον = λεπτό δέρμα πεπετζούρα = καρπός υπερώριμος με λεπτό φλοιό και μαλακό πεπονέα = οσμή πεπονιού, κήπος πεπονιών πεπόνιν = πεπόνι περ(ι)γιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία περά = ιδιαίτερο μέρος θερινής νομής περαγκέσου = στα απέναντι μέρη περαγκιάνου = αντίκρυ με κατεύθυνση προς τα άνω πέραγμα = απέναντι με διεύθυνση προς τα κάτω περάζω = διαβαίνω, περνώ περάζω = πειράζω περαθέμπερος = ανόητος, μωρός πέραθεν-πέραν = από πέρα ως πέρα πέραν = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος πέραν-καικά = απέναντι ακριβώς, το αντικρινό μέρος πέραν-κέσου = απέναντι πέραν-κιάνου = απέναντι προς τα άνω, το αντικρινό μέρος με κατεύθυνση προς τα άνω πέραν-μερέαν = στην απέναντι μεριά πέραν-μέρου = στην απέναντι μεριά πέραν-περού = πέρα ως πέρα περάνω = διαβαίνω, περνώ πέραση = ισχύ, υπόληψη πέρασμα = πέρασμα περασμένος = αυτός που έχει διαβεί, περάσει περαστικά = περαστικά περατανός = εκείνος που προέρχεται από το απέναντι μέρος περβάζιν = κορνίζα, γείσο οικοδομής, θριγκός περβαζλάεμαν = περιβάλλω σε πλαίσιο περβαζλαεύω = περιβάλλω σε πλαίσιο περβαζλής = ο περιβεβλημένος με πλαίσιο, πλαισιωμένος πέρδικα = πέρδικα, αβγό περιπλεγμένο με πολύχρωμα μαλλιά το οποίο προσφέρεται ως δώρο πασχαλινό περδίκιν = πέρδικα περδικόπον = πέρδικα περδικοτόπιν = τόπος όπου συχνάζουν οι πέρδικες περδικοφώλιν = φωλιά πέρδικας περεκεντέ = άνθρωπος ακατάστατος περεκέτιν = αφθονία αγαθών προερχόμενη από τη γεωργία, του επαγγέλματος, της τέχνης κτλ. περεκετλίν = αυτό που αποδίδει άφθονα περενίτζα = κάλυμμα κεφαλής πλατύγυρο περή = δαιμόνιο, εξωτικό, μάγισσα, μεταφ. γυναίκα πονηρή και ραδιούργα περηφάνα = υπερηφάνεια περιαπλούμαι = εξαπλώνομαι περιαύλιον = προαύλιο περιβάραζω = γίνομαι πολύ οχληρός, είμαι βαρετός περιβαρασία = εκείνη που προξενεί ενόχληση σε άλλους περιβαράσιμος = βαρετός περιβολάζω = χτίζω τοίχο περιβολάκιν = μικρός κήπος περιβόλιν = περιβόλι, κήπος περίβολος = η συσκευή της τσακμακόπετρας περιγελαξία = άνθρωπος άξιος εμπαιγμού περιγέλασμα = περιγέλασμα, περιφρόνηση περιγελαστέας = περιγελαστής περιγελώ = περιγελώ περιγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία περιγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία περιγλείφουμαι = γλύφω τα χείλη από ευχαρίστηση εξ γλυκού περίγυρον = περίγυρος περίκακα = πολύ κακά, κάκιστα περίκακος = πολύ κακός περικαλλίων = κάλλιστος, το καλύτερο όλων περίκαλος = πολύ καλός περικλωνάρα = κλώνοι που περιβάλλουν το κορμό δέντρου περικοκλάδα = περικοκλάδα περικρατώ = περιλαμβάνω κατ’ έκταση περίλαος = μεγάλος πλήθος λαού περίληψη = βιβλίο θρησκευτικό του σχολείου, τα χαρακτηριστικά του προσώπου περίλοιπος = υπόλοιπα περίλυπος = λυπημένος περίλυψη = λύπη περιμένω = περιμένω περιουσία = περιουσία περίπαιγμαν = περιπαίζω περιπαίζω = περιπαίζω περιπαιχτέας = περιπαιχτικός περιπετώ = πετώ περιπεύω = ευπρεπίζομαι, συγυρίζομαι, στολίζομαι περιπιάνω = περιλαμβάνω, περικυκλώνω χώρο περιπλέα = πολλά, παραπανήσια περισάνης = δυστυχής, ταλαιπωρημένος περισανλίκιν = δυστυχία, ταλαιπωρία περισσεύω = περισσεύω περισσός = περισσός περίσταση = περίσταση περιστεγνώνω = στεγνώνω περιστερά = περιστερά περιστέριν = περιστέρι περιστερόπον = περιστέρι περιτσίουμαι = σχίζομαι γύρω περίφτισμα = δερματικό εξάνθημα περιχαρά = περίγελος περιχάρα = χαιρεκακία περιχαρεμένος = περιχαρής περίχαρος = περίχαρος περιχώνω = συγκαλύπτω, σκεπάζω, θάβω, ενταφιάζω περίχωρα = περίχωρα περιχωσία = συνωστισμός πλήθους περκελής = κυκλικός περκέλιν = διαβήτης, κύκλος πέρλυμα = ξήλωμα περλύω = ξηλώνω περνάζω = διαβαίνω, περνώ περνατής = διαβάτης περνή = διάβαση συνήθως ποταμού περνίζω = διαπεραιώνω, εννοώ, καταλαμβάνω περνιχτής = εκείνος που διαπεραιώνει περνώ = διαβαίνω, περνώ περονέα = ποσότητα φαγητού όση χωράει το πιρούνι περονίζω = πριονίζω περόνιν = πριόνι περόνιν = πιρούνι περού = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος περπαντουλάζω = κουρελιάζω περπαντουλέας = κουρελής περπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο περπάτεμα = περπάτημα περπατευτά = περπατώντας περπατή = βάδισμα, περίπατος περπατησία = βάδισμα περπάτιν = ρυπαρό και ακάθαρτο πράγμα περπατώ = περπατώ περπεντούλιν = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός περπεντουλόπον = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός πέρπερα = χρυσά νομίσματα περπερείον = κουρείο περπέρης = κουρέας περπερίζω = ξυρίζω περπέρικον = κουρείο περπερλίκιν = το επάγγελμα του κουρέα πέρπερος = παραχαϊδεμένος περρίμματα = τα ριπτόμενα στους νεόνυμφους ρύζι, σίτο, φουντούκια κτλ. περτάχιν = ουσία στιλβώσεως περταχλάεμαν = στιλβώνω, λουστράρω περταχλαεύω = στιλβώνω, λουστράρω περτέ = παραπέτασμα παραθύρου περτιλεύουμαι = μπερδεύομαι, περδικλώνομαι πέρυσι = πέρυσι περυσινός = περσινός περχοτή = κομμάτια άρτου περιχυμένα με καυτό ζωμό κρέατος ή βουτύρου κτλ. περώ = διαβαίνω, περνώ περ’σιζ’νός = περυσινός περ’σσόκρεας = το περισσευούμενο κρέας που πετιέται κατά το καθάρισμά του πέση = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο πέσιμον = πτώση, κατάκλιση προς ύπνο πεσίον = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο πέσκα = πέφτω πεσκαθήναι = πέφτω πεσκαθίον = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως πέσκαμα = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως πεσκιάζω = βλέπω αμυδρά πεσκίριν = προσόψιο, πετσέτα πεσκιρόπον = πετσέτα πέσκος = θερμάστρα, σόμπα πεσλέεμαν = ανατρέφω πεσλεεύω = ανατρέφω πεσλεμέ = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα πεσλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο πεσσός = μικρό κοίλωμα τοίχου για τοποθέτηση διαφόρων πραγμάτων πεστέας = αδύνατος, καχεκτικός πεστέρινον = αδύνατο, καχεκτικό πέταγμαν = πετώ πετάζω = πετώ πεταλήτρα = χαρταετός, χρυσαλλίδα, πεταλίδα πετάλιγμαν = κάνω κάτι να πετάξει, επιπλέω πέταλο(ν) = πέταλο πεταλούδα = πεταλούδα πετάλωμαν = πεταλώνω πεταλώνω = πεταλώνω πετάνω = πετώ πετασάρ’κον = ζώο που έχει λευκό σημάδι στο μέτωπο πεταύρα = λεπτό σχινοσάνιδο από κορμό ελάτου που χρησιμοποιείται για στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη είναι σχήματος αετοειδούς πεταφνάζω = αλλάζω χροιά όψεως, προσώπου πετεινάζω = οχεύω (πετεινός) πετεινάριν = πετεινός πετειναρίτζα = ζαχαρωτό σε σχήμα πετεινού πετειναρόπον = πετεινός πετειναροπούλλιν = κοκοράκι πετεινεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι πετεινίαγμα = το σπέρμα του πετεινού εντός του αβγού πετεινίτζος = πετεινός πετεινολάλιν = το λάλημα του πετεινού πετεινολαλώ = πετεινός λαλεί πετεινός = πετεινός πετζάρεμαν = κατορθώνω, καταφέρνω πετζαρεύω = κατορθώνω, καταφέρνω πετζαρούχλης = επιδέξιος, επιτήδειος πετζάς = δερματέμπορος πετζένον = εκείνο που είναι φτιαγμένο από δέρμα πετζί(ν) = δέρμα πετζιώνει = χωνεύεται (πυρά) πετζοκόσκινο = κόσκινο που είναι πλεγμένο με λεπτές λωρίδες δέρματος πετζοκόφτω = σφάζω πετζόμηλον = είδος μήλου με φλούδα χοντρή σαν πετσί πετζοπούλλι = νυχτερίδα πετζός = σφιχτός σαν πετσί, πυκνός πετζούτζα = νυχτερίδα πετζοφάγος = εκείνος που φθείρει γρήγορα τα υποδήματά του πετζώνω = αδυνατίζω σωματικώς, φθίνω, γίνομαι πετσί και κόκκαλο πετόνιν = υπόγειος οχετός οικίας πέτος = θαλάσσιο πτηνό πέτρα = πέτρα πετράκιν = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχο πετράπιν = αχλάδι σκληρό πετράριν = πετρώδης πετράς = λατόμος πετραχήλιν = πετραχήλι πετρέα = χτύπημα με πέτρα πετρένος = πετρένιος πετρίτζα = πετρούλα, είδος μικρού πτηνού πετρίτης = άνθρωπος γερός σαν βράχος πετροβίτζα = λίθος που τοποθετείτε στα πέταυρα της στέγης για στερέωση πετροβολούμαι = πετροβολούμαι πετροβολώ = πετροβολώ πετροκάρβωνον = λιθάνθρακας πετροκάρδης = σκληρόκαρδος, απηνής πετροκκούτζι = πράγμα σκληρό σαν πέτρα πετροκόντυλον = το κονδύλι της μαθητικής πλάκας πετρόμηλον = σκληρό μήλο πετροπούλλιν = πετραδάκι πετρούδι = γη πετρώδης πετροχόρενο = καβουρντιστήρι πετρόχορτον = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχους πετρώνας = τόπος πετρώδης πετρωτός = εκείνος που περιέχει πολύτιμο λίθο, ψηφιδωτός, στικτός πετώ = πετώ πεύκιν = τάπης Πέφτ(η) = Πέμπτη πέφτω = πέφτω πεχλεβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής πεχνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πεχορίκιν = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας πεχρέγκιν = πήλινος υδροσωλήνας πεχταλώνω = μετατοπίζω, μετακινώ πεχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς πεχτίν = ρυπαρό πράγμα πη = όποιος πηγάδιν = βρύση, νερό βρύσης πηγαδόπον = μικρή βρύση πήγανον = φυτό απήγανος πηγή = πηγή πηδώ = πηδώ πηλός = πηλός, λάσπη πήχη = πήχης πηχιάζω = μετρώ με πήχη πηχτά = πυκνά πηχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς πηχτίζω = πήζω πήχτωμαν = πηχτώνω, πυκνώνω πηχτώνω = πηχτώνω, πυκνώνω πιάγκο = κλήρος πιανέτσω = μπορώ να πιάσω πιάνω = πιάνω, συλλαμβάνω, αγγίζω, συρράπτω, προσκολλούμαι, ανάβω πιασέα = ποσότητα πράγματος όση πιάνεις εφάπαξ πιάσιμον = πιάσιμο, σύλληψη, αφή, κάψιμο, προσκόλληση φαγητού στο πυθμένα του δοχείου που ψήνεται πιασιμονή = πιάσιμο, σύλληψη πιασίος = ελώδης πυρετός πίασμα = ελώδης πυρετός πιάστα = πιάστρα πιαστούρι = μέλι που πιάνει, ζαλίζει λόγω της μεθυστικής του ιδιότητας πιάστρα = πιάστρα πιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου πίβαλος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος πιβόλ(ιν) = το προς εμβολιασμό κλωνί πιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω πιδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι πιδεβάζω = διαπερνώ πιδεβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός πιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος πιδέξος = επιδέξιος πίδοξος = επίδοξος πιέλον = κουβάς πιζάρωτα = λοξά, στραβά πιζελέσιμος = επίζηλος, επίφθονος πιζέλιν = μπιζέλι πίζηλα = επικίνδυνα πίζηλος = εκείνος που υπόκειται σε φθόνο, σε βασκανία, νεόγαμος, ζηλότυπος πιθαμάζω = μετρώ έκταση με πιθαμή πιθαμή = πιθαμή πιθαμίασμαν = μετρώ έκταση με πιθαμή πιθαρέα = ποσότητα όση χωράει ένα πιθάρι πιθάριν = πιθάρι πιθήκα = πίθηκος πιθηκιάζω = τυλίγω νήμα σε αδράχτι, όπου σταδιακώς σχηματίζεται ο όγκος τους ως αποθήκευση πιθήκω = τοποθετώ πίκα = στενοχωρία πικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος πικέφαλο = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος πίκνα = μαύρο στίγμα προσώπου πικονώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα πικρά = με πικρή γεύση πίκρα = πίκρα, μεταφ. θλίψη, στενοχώρια πικράδα = πικράδα πικράζω = πικραίνω, στενοχωρώ πίκραιμαν = πίκρα, μεταφ. λύπη, θλίψη πικραίνω = πικραίνω, λυπώ πικραναλλαγμένος = εκείνος που περιβάλλεται από πένθιμη ενδυμασία πικρασία = πικρή γεύση, μεταφ. θλίψη πίκρασμαν = πικραίνω, στενοχωρώ πικρατώ = επαρκώ πικρελαία = είδος δαμασκηνιάς πικρίζω = πικρίζω πίκρισμαν = πικρίζω πικρίτα = άγριο μαρούλι πικρό στη γεύση πικροζώμιν = καφές χωρίς ζάχαρη πικροθάλασσα = θάλασσα πικρή, που προκαλεί θλίψη πικροκαταρούμαι = λέω πικρές κατάρες πικροκαταρούσα = εκείνη που λέει πικρές κατάρες πικροκελαηδούσα = πτηνό που κελαηδεί λυπητερά πικροκελαηδώ = κελαηδώ πένθιμα, λυπητερά πικροκοκκύμελον = είδος δαμάσκηνου πικρού πικρός = πικρός πικρούμαι = αποκτώ πικρή γεύση πικροφάγεια = τα φαγητά της μακαρίας που φέρνουν οι φίλοι στους οικείους του αποθανόντος πικρωτός = ο κάπως πικρός στη γεύση πιλάβιν = πιλάφι πιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού πιλάλημα = μάτιασμα πιλαλώ = βασκαίνω, ματιάζω πιλίκος = φάκελος επιστολής πιλίνεμαν = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι πιλινεύκουμαι = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι πιλίνο = χόρτο με πικρή γεύση πιλιστόπον = κοτόπουλο πιλίτσιν = κοτόπουλο πιλόριν = ράφι αποθήκευσης δημητριακών, φακός πιλπίλης = εύγλωττος πιλώνω = σφίγγομαι για αφόδευση, φτάνω στο τέλος των πόνων του τοκετού πιμπίλα = κέντημα στην παρυφή ενδύματος πιμπιλίζω = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω πιμπίλιν = είδος κοσμήματος ως κόσμημα στην παρυφή ενδύματος, το καρίκωμα της ραπτικής πιμπίλισμαν = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω πιμπιλώνω = κεντώ την παρυφή ενδύματος πινά = οικοδομή, κτίριο, οικόπεδο πίνακα = σχολικός πίνακας πινακέα = ποσότητα όση χωράει το πινάκιν πινακίδιν = ξύλινη πλάκα πάνω στην οποία μάθαιναν στο σχολείο την αλφαβήτα, σανίδα πάνω στην οποία οι οικοδόμοι μαλάσσουν την άσβεστο για σοβάτισμα τοίχου πινάκιν = ξύλινο πιάτο φαγητού πινακόπουλλον = μικρό ξύλινο πιάτο φαγητού πινακού = μεγάλο ξύλινο πινάκιον πινακωτή = μεγάλο ξύλινο πινάκιον πιναλαεύω = επισκευάζω, βάζω σόλες στα υποδήματα πινέσιν = κοτέτσι πινεύω = καβαλικεύω πινιτζής = καβαλάρης πιντηδεύω = ζητιανεύω, επαιτώ πιντής = ρυπαρός, συνεσταλμένος, δειλός, ζητιάνοι πιντοσύνα = ακαθαρσία, βρώμα πίνω = πίνω πινωτίσκομαι = κρυφακούω πίξηρος = ξηρός πιοτή = ποτό πιοτόν = ποτό πιπέρα = πιπεριά πιπεράς = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο πιπερερή = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο πιπερίζω = πιπερώνω πιπέριν = πιπέρι πιπερίτζα = χόρτο που έχει γεύση πιπεριάς πιπερλίν = φαγητό που έχει πιπέρι πιπεροζώμιν = το αφέψημα της κόκκινης πιπεριάς πιπεροθήκα = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο πιπερόπον = μικρό πιπέρι πιπερόρριζα = πιπερόριζα πιπεροτρίφτε = όλμος όπου τρίβουν το πιπέρι, μύλος πιπεριού πιπερώνω = πιπερώνω πιπή = θεία και ηλικιωμένη γυναίκα (στη παιδική γλώσσα) πιπί = το πτηνό διάνος (στη παιδική γλώσσα) πιπιλίζω = βυζαίνω, θηλάζω, απορροφώ, τρώω λαίμαργα πιπιλίζω = κοιτάζω κάποιον περίεργα πιπίλιν = κουκούτσι καρπού, ο όρχις, το παιδικό μόριο, κρουνός ύδατος, καλλωπιστικός κροσσός σινδόνου, μανδηλίου κτλ. πιπιλοκοίλιν = εκείνο που έχει γεμάτη την κοιλιά από σπόρους πιπιλομάλεζον = χυλός από καλαμποκάλευρο και κολοκυθόσπορο πιπιλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια σαν κουκούτσι πιπιλώνω = γίνομαι μικρός σαν κουκούτσι πιρικεύω = συναθροίζω πιριόνιν = πιρούνι πιρνά = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο πιρνεζ’νος = πρωινός, αυριανός πιρνός = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο πιρονίζω = κόβω με πριόνι πιρόνιν = πριόνι πιρπιρίμιν = φυτό αντράκλα πίρριφμαν = η εισαγωγή των άρτων στο φούρνο πιρρίφτες = όργανο σαν φτυάρι με το οποίο εισάγουν τους άρτους στο φούρνο πιρρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο πιρροκιάζω = βάζω το σκουλλί του ερίου στο πιρρόκιν πιρρόκιν = το επάνω μέρος, η κεφαλή της ρόκας πιρροχάζω = ροχαλίζω πιρυχαίνω = πετυχαίνω πίρχον = πριν πισάρης = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής πισέας = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής πισία = τηγανίτες ψημένα με βούτυρο και αρτυόμενα με ζάχαρη ή μέλι πίσιν = ακάθαρτο, λερωμένο πισκιλάριν = φουντωτός πισκίλιν = η φούντα του φεσιού πισμάνι = μεταμέλεια πισογούλης = εκείνος που έχει ακάθαρτο λαιμό, μεταφ. λαίμαργος πίσσα = πίσσα, κόλαση πισσάνος = μελαψός πισσάρια = τα πρώτα σκούρα αποχωρήματα του βρέφους πισσάς = εκείνος που πουλά πίσσα πισσέα = οσμή της πίσσας πισσελλάζω = εκκρίνω υγρό στο χρώμα της πίσσας πισσέλλιν = υγρό στο χρώμα της πίσσας στο σωλήνα θερμάστρας, ρητίνη πεύκου πισσένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από πίσσα πισσοκούταλον = κουτάλι το οποίο χρησιμοποιείται στη διαλελυμένη πίσσα πισσού = μαύρη σαν πίσσα, ακάθαρτη, λερωμένη πισσόχορτον = αγριόχορτο το οποίο εκκρίνει μαύρη κολλώδη ουσία πίσσωμαν = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα πισσώνω = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα πίστ(η) = πίστη πιστά = απόρρητα, μυστικά πισταύρ(ιν) = διασταυρωμένο με άλλο πίσταυρος = σε σχήμα σταυρού πίστεμαν = το να έχει κάποιος εμπιστοσύνη, το να έχει πίστη θρησκευτική πιστεμπέλιν = ποδιά πιστεύω = πιστεύω πιστικιάρικο = νοτισμένο, υγρό πιστίκιν = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη πιστικιώ = νοτίζομαι, υγραίνομαι πιστικλής = πείσμων, ισχυρογνώμων πιστίμιν = πείσμα, θυμός πιστιμλής = πεισματάρης, θυμώδης πίστομα = μπρούμυτα πίστος = κόλλα από άμυλο πιστοφέα = πιστολιά πιστόφιν = πιστόλι πιστοφορώ = απατώ πιστώνω = βάφω με πίστον τα νήματα για να γίνουν πιο στερεά πίσω = πίσω πισωκέλι = παράμερο μέρος οικίας πίτα = πίτα, είδος λαγάνας πιταγωγή = προσταγή πιταγωγός = ο επιτάσσων πιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω πιτάλευρον = αλεύρι για πίτες πιτάφιος = επιτάφιος πιταχτέρ(ιν) = παιδί που κάνει θελήματα πίτερον = πίτουρο πιτζακώνω = κάνω χαλάστρα πίτζι = στην παιδική γλώσσα, λούσιμο πίτη = τρυπητήρι πιτήανα = τηγανίτες τηγανισμένα με βούτυρο ή λάδι και αρτυσμένα με μέλι ή ζάχαρη πιτόπον = πίτα πιτόπ’λλον = πίτα πίτρα = πιτυρίδα πιτραχήλιν = πετραχήλι πιτροπική = η ιδιότητα του επιτρόπου πίτροπος = επίτροπος πίτσιν = εξώγαμο παιδί πιτυράζω = έχω πιτυρίδα πιτυράσιμον = έχω πιτυρίδα πίτυρη = πιτυρίδα πιτυρίδα = πιτυρίδα πιτυριδιώ = πιτυριάζω πιτώνω = πιέζω πίφ = επιφώνημα που εκφράζει αηδία πιφάνεση = εμφάνιση προσώπου πίφανον = εμφάνιση προσώπου πιφτάνω = καταφτάνω πίφτειρος = ψειριάρης πίχερος = ο επιδέξιος σε έργο πιχλοΐζω = καλύπτομαι από χλόη πίχλομος = λίγο χλωμός πίχλωρος = λίγο χλωμός πιχορίκ(ιν) = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας πλαγιάζω = πλαγιάζω, κατακλίνομαι προς ύπνο, κατάκειμαι ασθενής πλαγίζω = λιποθυμώ πλάγιν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο πλαγινά = αμυγδαλές πλαγκά = με μικρή πλάγια κλίση πλαγκαικά = παραπέρα πλαγκέσου = στο παραπέρα μέρος πλαγκιάνου = παραπέρα με κατεύθυνση προς τα άνω πλαθάκιν = άρτος πλατύς από ζύμη νερουλή, εκείνο που έχει σχήμα πλάκας, πλακοειδές πλαθακοπρόσωπος = πλατυπρόσωπος πλάθω = είμαι σε αφθονία πλάκα = πλάκα, αβάκιο μαθητή, πέλμα, το πέλμα της κάλτσας, η ανοιχτή παλάμη πλακαμός = το πλακόστρωτο έδαφος πλακανούτζα = πλακοειδής πέτρα πλακατέα = τολύπη λιναριού πλακατίζω = τυλίγω το λινάρι στην ηλακάτη πλακί(ν) = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος πλακίζω = ισοπεδώνω κάτι και το κάνω σαν πλάκα πλακόπον = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος πλακούτζα = μικρή πλάκα, άρτος λεπτός είδος λαγάνας πλακουτζάριν = επίπεδο, πλακοειδές πλακούτζιν = άρτος λεπτός σαν λαγάνα πλακουτζός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας πλακουτζώνω = κάνω κάτι σαν πλάκα, στρώνω με πλάκες πλακουτζωτός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας πλάκωμαν = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ πλακώνω = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ πλακωτά = οτιδήποτε πλακοειδές πλακωτός = πεπιεσμένος πλαμμερέαν = παραπέρα πλαμμερκαικά = παραπέρα ακριβώς πλαμμερκέσου = στα παραπέρα μέρη πλαμμερκιάνου = παραπέρα προς τα άνω πλαμμερόθεν = παραπέρα πλαμμέρου = παραπέρα πλάν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο πλάνα = πλάνη πλανέτρα = πόρπη ζώνης πλανεύω = απατώ πλάνος = πλάνο πλάνος = εκείνος που πλανά, εξαπατά, απατεώνας πλαντάζω = πλημμυρώ πλάνω = δημιουργώ, πλάθω, λαμβάνω σύσταση, μορφή, εμφανίζομαι πλανώ = απατώ, αποπλανώ πλάση = πλάση, δημιούργημα πλάσιμον = δημιουργία πλάσμαν = δημιούργημα, πλάσμα πλασταρέα = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν ζύμη πλαστήριν = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν άρτους πλάστης = Θεός πλάστρα = τραπέζι ειδικό για άνοιγμα φύλλου ζύμης πλατάνα = μέδουσα πλατέα = σε πλάτος πλάτεμαν = διαπλάτυνση πλατένω = πλαταίνω πλάτη = πλάτη, ράχη, ωμοπλάτη πλάτος = πλάτος πλατούτζα = είδος αθερινής πλατείας πλατυλούδ’κον = ύφασμα που έχει πλατειές χρωματιστές ραβδώσεις πλάτυμαν = διαπλάτυνση πλατύνω = πλαταίνω πλατυπρόσωπος = πλατυπρόσωπος πλατύς = πλατύς πλατύφυλλος = πλατύφυλλος πλατωτός = πλατύς πλεθεντικός = πληθυντικός πλέθος = αύξηση κατά την παρασκευή πλεθοστομώ = φλυαρώ πλέθυγμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι πλέθυμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι πλεθυνία = αφθονία πλεθυντικός = τρόφιμο που αυξάνεται κατά την παρασκευή του πλεθύνω = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι πλέθωση = αύξηση κατά την παρασκευή πλείον = περισσότερο, πολλά, πλέον πλεκάδα = πλόκαμος γυναικείας κόμης πλεκάδιν = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών πλεκαδόπον = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών πλέκω = πλέκω πλεμάτι = δίκτυο, σχοινί πλέντι = το περισσευούμενο, το πλεονάζον πλένω = πλένω πλέξη = πλέξιμο πλέξιμο(ν) = πλέξιμο πλεξίον = πλέξιμο πλεξούδα = πλεξούδα πλέοι = πλείονες, περισσότεροι πλέον = περισσότερο, πολλά, πλέον πλεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι πλέρα = τέλος πλεροφόρεμαν = ικανοποίηση πλεροφορώ = πληροφορώ πλέρωμα(ν) = πληρωμή οφειλόμενου χρέους πλερωμονή = πληρωμή οφειλόμενου χρέους πλερωμός = σωματική κόπωση, αφανισμός πλερώνω = πληρώνω, τελειώνω πλερωτής = πληρωτής πλέτερος = περισσότερος πλευρό(ν) = πλευρό πλευρομάχαιρον = παιδί που δεν χωρίζεται από το πλευρό της μητέρας του πλευρόπονος = πόνος του πλευρού πλέω = πλέω, καθελκύω πλοίο, πλημμυρώ, κατακλύζομαι πληγή = πληγή, τραύμα πλήγωμα = έκζεμα, λειχήν πληθένω = περισσεύω πληθοκαλατζεύω = φλυαρώ πλήθος = πλήθος πληθύνω = περισσεύω πλήξη = πλήξη πληροφορώ = ικανοποιώ, παραπείθω πλήσκω = στενοχωρούμαι πλιγούρ(ιν) = πλιγούρι πλιγουρίουμαι = στενοχωρούμαι πολύ, πεθαίνω από ασφυξία πλίκος = φάκελος επιστολής πλογόμιν = κοτέτσι πλοκάδ(ιν) = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών πλουγουρένος = εκείνος που είναι παρασκευασμένος από πλιγούρι πλουγουρεύω = παρασκευάζω πλιγούρι πλουγούριν = πλιγούρι πλουγουρόπον = λίγη ποσότητα πλιγουριού πλουγουροσίρβιν = σούπα από πλιγούρι πλουμί(ν) = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο πλούμιγμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων πλουμίζω = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων πλουμίκας = ποικιλόχρωμος, παρδαλός πλούμισμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων πλουμιστοκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που έχει ξανθό χρώμα με κόκκινα στίγματα πλουμιστομμάτης = εκείνος που έχει μάτια ποικιλόχρωμα πλουμιστός = ο κεντημένος με πλουμιά, ποικιλόχρωμος, κατάστικτος πλουμόπ’λλον = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο πλούμος = πούπουλα πλουσένω = πλουταίνω πλούσια = πλούσια πλουσία = πλούτος πλουσιοκόριτζον = πλουσιοκόριτσο πλούσιος = πλούσιος πλουτένω = πλουταίνω πλουτία = πλούτος πλουτίζω = πλουτίζω πλούτος = πλούτος, περιουσία πλούτος = πτηνό κούκος πλουτύνω = πλουταίνω πλύμα = απόπλυμα μαγειρικών σκευών που δίνεται στις αγελάδες ως τροφή πλύμιγμαν = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ πλυμίζω = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ πλυμίν = διάφορα χόρτα και λαχανικά βρασμένα με πολύ νερό και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες πλυμοζώμιν = το νερό του πλυμιού πλυμοζωμόπον = λίγη ποσότητα νερού από πλυμίν πλυμόπον = λίγη ποσότητα πλυμιού πλυμοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για πλυμίν πλύνω = πλένω πλύση = πλήση, μπουγάδα πλυσιμάτιν = χρόνος κατάλληλος για πλύσιμο πλύσιμο(ν) = πλύσιμο πλυσίον = πλύσιμο πλυσταρείον = πλυσταριό πλυστικά = η αμοιβή της πλύστρας πλύστρα = γυναίκα που πλένει ρούχα επ’ αμοιβής πλυτής = εκείνος που πλένει σκεύη για κασσιτέρωμα πνέμαν = νους, ψυχή πνεματικός = πνευματικός πνίγω = πνίγω πνοή = πνοή ποαλεύκουμαι = στενοχωριέμαι πογαζόπον = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς πογάλιν = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς πογιά = βαφή πογιαμά = βαφή πογιατζής = βαφέας πογιατίζω = βάφω, χρωματίζω πογιάτισμαν = βάφω, χρωματίζω πόγιν = ανάστημα, μπόι πογολάριν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη πογόλιν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη πόγος = μπόγος πογού = ατμός, αναθυμίαση, εξάτμιση πογουλάεμαν = θέτω στον ατμό πογουλαεύω = θέτω στον ατμό πόδα = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως ποδάζω = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα ποδαράς = εκείνος που έχει μεγάλα πόδια ποδαρέα = πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως, ήχος βημάτων ποδαρέμπαλλον = πανί με το οποίο τυλίγουν τα πόδια του βρέφους ποδαρικόν = ποδαρικό ποδάριν = πόδι ποδαρομύτιν = τα δάχτυλα του ποδιού ποδαρόπλυγμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου ποδαρόπλυμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου ποδαροπλύνω = πλύνω τα πόδια κάποιου ποδαροπλύσιμον = το να πλένει κάποιος τα πόδια καποιανού ποδαροπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια ποδαρόπον = ποδαράκι ποδαρώνας = αποχωρητήριο πόδας = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως πόδασμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα ποδαστέριν = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει ποδαστήρα = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει ποδαστού = αγελάδα της οποίας δένουν τα πόδια κατά το άρμεγμα ποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού ποδέα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος ποδεδίζω = χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ ποδέσιν = αγκύλη στη βάση του αδραχτιού όπου προσδένεται το νήμα ποδίαγμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα πόδιν = πόδι ποδίτζα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος ποδοπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια ποδόπον = ίχνος ποδιού στη γη ποδόστημα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη ποδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους ποδοχτυπώ = χτυπώ με το πόδι ποδωνάριν = μπατζάκι, δέρμα ζώου από το γόνατο μέχρι του σφυρού πόζεμαν = φθείρω, χαλώ πόζης = φαιόχρωμος ποζλάεμαν = αποκτώ χρώμα φαιό ποζλαεύω = αποκτώ χρώμα φαιό ποζωτός = φαιόχρωμος πόθεν = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο ποθετή = σύζυγος αγαπητή ποθήκω = κοιμίζω μωρό ποθίκα = αλεπού ποιητής = ο δημιουργός του κόσμου, ο θεός ποιλής = εκείνος που είναι ψηλού αναστήματος ποίμαν = πλάσμα παραμορφωμένο, άνθρωπος κακός ποίος = ποιος ποιος = όποιος, όστις ποίσιμον = πράξη, εκτέλεση έργου ποίω = κάνω ποκάμισον = πουκάμισο ποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα πόκιν = είδος χόρτου θαμνώδους ποκίτα = είδος χόρτου θαμνώδους πόλα = πολλά, πολύ πολέμεμαν = κόπος, προσπάθεια πολεμίσματα = μόχθοι, προσπάθειες πολεμιστής = πολεμιστής πόλεμος = πόλεμος, μάχη πολεμώ = πολεμώ, κοπιάζω πόλης = γενναιόδωρος πολιβάγκα = είδος προχύτου πολικένω = αφήνω κάτι μπόλικο πόλικος = άφθονος, πολύς πολιτανός = κάτοικος πόλης πολιτεία = πολιτεία πολιτεύω = γίνομαι της μόδας (είδη ενδυμασίας), προσπαθώ να φανώ αρεστός αν και δεν εγκρίνω τις πράξεις ή σκέψεις του πολίτης = κάτοικος της Πόλης, πολίτης πολιτικά = πολιτικά Πολίτικος = ο προερχόμενος από την Πόλη πολιτικός = ευπροσήγορος, θηλ. πολιτική, ευγένεια, τρόπος συμεριφοράς, ουδ. πληθ. ενδύματα ευρωπαϊκής μόδας πολιτισμός = ευγενής συμπεριφορά πολλά = πολλά πολλάεμαν = πληθύνομαι πολλαεύω = πληθύνομαι πολλάς-υΐας = χαιρετιστήρια έκφραση επιστολής ή προφορικής ομιλίας διαβιβαζομένη σε οικοία και φιλικά πρόσωπα πολλιχνία = πολυανθρωπία, πολυκοσμία πολλοί = πολλοί πολύ- = πρώτο συνθετικό που επιτείνει την έννοια του δεύτερου π.χ. πολυδακρύζω, πολύξερος κτλ. πολυαγαπημένος = πολυαγαπημένος πολυαντρού = κοινή εταίρα πολύδακρύζω = δακρύζω πολύ πολυδούλ’κον = πολύχρωμο ύφασμα πολυέλεος = πολυέλαιος πολυεξοδία = σπατάλη πολυέξοδος = σπάταλος πολυζώετος = εκείνος που ζει πολλά έτη πολυκαλατζεύω = φλυαρώ πολυκάντηλον = λύχνος πολύφωτος πολύκαρπος = εκείνος που φέρνει πολλούς καρπούς πολύκλαδος = εκείνος που έχει πολλά κλαδιά πολυκοσμία = πολυκοσμία πολυλογία = πολυλογία πολυλογίζω = πολυλογώ, φλυαρώ πολύλογος = πολύλογος πολύξερος = πολύξερος πολύπαθος = εκείνος που παθαίνει πολλά πολυπαιδούσα = εκείνη που γεννάει πολλά τέκνα πολύπλαστο = φούρνος που φουρνίζει πολλά πολυπόδιν = εκείνος που έχει πολλά πόδια, μεταφ. πολύ εύστροφος και ευκίνητος, είδος πολύποδου σκώληκα πολύπονος = εκείνος που συχνά αρρωσταίνει πολυτάραγος = πολυποίκιλος πολυτεκνώ = γεννώ πολλά τέκνα πολυτεχνίτης = εκείνος που γνωρίζει πολλές τέχνες πολύτιμος = πολύτιμος πολυφαγία = πολυφαγία πολυφάγος = πολυφάγος πολύφυλλον = η κοιλιά των μηρυκαστικών όπου συντελείται η πέψη πολυχειλία = πλήθος ανθρώπων που τρώνε όλοι μαζί πολυχερία = συνεργασία πολλών χεριών πολυχρονεμένος = εκείνος που ζει πολλά χρόνια πολυχρονίζω = κάνω κάποιον πολύχρονο πολυχρόνισμαν = κάνω κάποιον πολύχρονο πολύχρονος = πολύχρονος, μακρόβιος πομένω = απομένω, υπολείπομαι πομπάκιν = βαμβάκι πομπευτής = απατεώνας, υποκριτής πομπεύω = θεατρίζω, καταισχύνω πομπή = αθλιότητα, άνθρωπος άξιος λοιδορίας, επονείδιστος πομπονάουμαι = τρέμω από το ψύχος πόνα = κοτέτσι πονάζω = βάζω τις κότες στο κοτέτσι πονάσκομαι = έχω πόνους τοκετού πόνεμα = πόνος, συμπόνια, οίκτος πονεμένα = με πόνο, μεταφ. λυπημένα, πικραμένα πονέσιν = κοτέτσι πονέστρα = γυναίκα που αισθάνεται τους πόνους του τοκετού πονέτζιν = κοτέτσι πονετικός = συμπονετικός πονηρία = πονηριά, πανουργία πονηρός = πονηρός, πανούργος πόνιν = κοτέτσι πονισκούμαι = πονώ πονοβόλι = άνθρωπος που προσβάλλεται από πολλές νόσους πονόδοντος = πονόδοντος πονόκαρδος = εκείνος που έχει πόνο στη καρδιά πονοκέφαλος = πονοκέφαλος πονοκεφαλώ = κουράζομαι διανοητικώς σκεπτόμενος, πονάει το κεφάλι μου πονομματίος = η νόσος οφθαλμία πονόμματος = η νόσος οφθαλμία πόνος = πόνος σωματικός, άλγος, λύπη πονοστομία = πόνος στο στόμα πονόψυχος = πονόψυχος ποντίγουμαι = καταποντίζομαι ποντικάριν = ποντικός ποντικάχαντον = φυτό με αγκάθια που προστατεύει τα τρόφιμα από τους ποντικούς ποντικέα = η οσμή του ποντικού ποντικιαγμένον = ποντικοφαγωμένος ποντικιάριν = ποντικοφαγωμένος ποντικίτζος = ποντικός ποντικοβότανον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο ποντικοκίτζιτζα = είδος φυτού το οποίο νομίζεται ότι διώχνει τους ποντικούς ποντικοκούλαντζον = κόπρος ποντικού ποντικοκούλλυρον = κόπρος ποντικού ποντικόλαδον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο ποντικόμουχλα = κόπρος ποντικού ποντικοπιάστε = ποντικοπαγίδα ποντικοπιάστρα = ποντικοπαγίδα ποντικοπλάκιν = ποντικοπαγίδα όπου ο ποντικός πλακώνεται από λίθινη πλάκα ποντικόπον = ποντικός ποντικοπούλλιν = νεογνό ποντικού ποντικοπούρτζι = κόπρος ποντικού ποντικόπ’λλον = ποντικός ποντικός = ποντικός ποντικούδιν = ποντικός ποντικοφάει = ο φαγωμένος από ποντικό ποντικοφαεμένον = ο φαγωμένος από ποντικό ποντικοφάρμακον = δηλητήριο για ποντικούς ποντικοφράχτης = πτηνό όμοιο με δρυοκολάπτη ποντικοφωλίδιν = φωλιά ποντικών ποντικοφώλιν = φωλιά ποντικών πόντιλα = χονδρά σανίδια με τα οποία στρώνουμε το δάπεδο της μάνδρας, δοκάρια στέγης ποντιλώνω = στρώνω με πόντιλα ποντουρούκι = εδώλιο κωπηλάτη πονώ = πονώ ποπαδακόν = μισθός ιερέα, πληθ. καθήκοντα ιερέα, άμφια ποπάδεμαν = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα ποπαδεύω = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα ποπαδία = παπαδιά ποπαδική = ιεροσύνη ποπαδίτζος = νεαρός ιερέας, θηλ. έντομο πολύχρωμο ποπαλίτρα = γυρίνος, είδος σκουληκιού σε λιμνάζοντα νερά ποπάς = παπάς, ιερέας ποπόλα = ψείρα (στη παιδική γλώσσα) ποπολίτζιν = φάντασμα φόβητρο των παιδιών, πυγολαμπίδα ποπόνι = πεπόνι πόπονον = ώριμος καρπός ποποπώ = ψειριάζω ποπός = φάντασμα φόβητρο των παιδιών πόρα = θύελλα, καταιγίδα πορανή = φαγητό από λάχανα ή σέσκουλα ποράνιν = βροχή μικρής διάρκεια πορανλαεύω = (πορανλαεύ’) βρέχει με διαλείμματα πορδαλάζω = παροργίζω, αγανακτώ πορδαλάς = εκείνος που πέρδεται συνέχεια, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμένος, φάντασμα μπαμπούλας, επίθ. πολύτροπος, πονηρός πορδαλιστής = η διάθεση να πέρδεται πορδέα = η δυσοσμία της πορδής πορδέας = ο περδόμενος πορδή = πορδή πορδιδερόν = κωμικώς δοχείο πορδής πορδίζω = πέρδομαι πορδοκυλώ = κατρακυλώ πορδοσάκκουλο = κωμικώς το σώβρακο πορδοχαρά = εμπαικτικός χαρά για ασήμαντο πράγμα πορεμένος = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πορετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία πορεύομαι = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πόρευση = διαβίωση, ζωή, αποχωρητήριο πορεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πορίν = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική πόρνος = πόρνος ή μοιχός ποροζάνιν = σάλπιγγα στρατιωτική ποροζαντζής = σαλπιγκτής πορού = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική πορπατώ = περπατώ πορρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο πορσούφης = ο ασβός πόρτα = πόρτα, θύρα πορτάρης = πορτιέρης, θυρωρός πόρτζιν = είδος ρώσικης σούπας πορτίν = μικρή πόρτα πορτοκαλέα = η οσμή πορτοκαλιού πορτοκάλιν = πορτοκαλιά και ο καρπός πορτοπούλλα = μικρή πόρτα πορτόπουλλον = πόρτα, θύρα πορτόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος που περιφέρεται στις πόρτες για αναζήτηση τροφής πόρτωμαν = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος πορτώνω = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος πορφυρίζω = ρέω άφθονα πορώ = μπορώ ποσάνεμαν = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα) ποσανεύκομαι = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα) Ποσάς = Γύφτος πόσικος = πόσος ποσοπούλλιν = γυφτόπουλο πόσος = πόσος ποσούτζικος = πόσος ποσπογάζης = ακριτόμυθος, φλύαρος ποσπογαζλαεύω = είμαι ακριτόμυθος, φλυαρώ ποσπογαζλίκιν = ακριτομυθία, φλυαρία πόστα = ταχυδρομείο ποστάλα = είδος γυναικείου υποδήματος, παλιά υποδήματα ποστένος = ο φτιαγμένος από δέρμα πόστιν = δέρμα ζώου ολόκληρο ποστοκάλαθον = καλάθι με δερμάτινη βάση ποστρόφια = ευωχία στο σπίτι του πατρός της νύφης εφτά μέρες μετά τη στέψη ποστώνω = περιβάλλω με δέρμα, φέρω χνούδι (για ύφασμα) ποταμάζω = ρέω σαν ποτάμι, παθ. κατακλύζομαι από ύδατα ποταμού ποταμάκριν = η όχθη ποταμιού ποταμέα = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά ποταμέσιν = ποταμίσιο ποταμία = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά ποταμίζω = κατακλύζω, πλημμυρώ, παθ. παρασύρομαι από ποτάμι ποτάμιν = ποταμός ποταμολάλλατζον = λείος λίθος ποταμού ποταμόνερον = νερό ποταμού ποταμόξυλον = είδος θαμνώδης ιτιάς υδροχαρούς ποταμόπετρα = λεία πέτρα ποταμού ποταμόπον = ποταμάκι ποταμοπούλλιν = πουλί που διατρέφεται στις όχθες ποταμού ποταμός = ποταμός ποταμόσκυλλος = κάστορας ποταμόχειλον = όχθη ποταμού ποταμόχορτον = χόρτο που φυτρώνει δίπλα σε ποτάμι ποτάριν = ένδυμα με σούφρες στη ραφή ποταφνιών = ωχριώ από φόβο, ψύχος κτλ πότε = πότε πότεκαικα = πότε ακριβώς πότεκεσου = πότε περίπου πότεκιανου = από πότε, προ πολλού ποτές = ουδέποτε ποτή = ποτό ποτήριν = ποτήρι πότιγμαν = πότισμα ποτιγμάτιν = πόσιμο ποτίζω = ποτίζω ποτίν = ποτό πότισμαν = πότισμα ποτιστέριν = ποτιστήρι ποτισώνα = ποτίστρα, το πότισμα των ζώων ποτόν = ποτό ποτόστομα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη ποτότιν = φυτό που χρησιμεύει στη στύψη για την μαύρη βαφή ποτούριν = είδος αντρικού παντελονιού ποτούτζι = μικρό ξύλινο δοχείο ύδατος πού = όπου, οπουδήποτε που = που που-μερέαν = σε ποιο μέρος που-μέρου = σε ποιο μέρος πουγάλεμαν = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι πουγαλεμένα = με στενοχώρια πουγαλεύω = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι πουγαλία = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια πουγαλίος = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια πουγαλμονή = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια πουγαλτουρεύω = στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά πούγιος = ποιος πουγιουρεύω = διοικώ, κυβερνώ πουγκάλεμα = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι πουγκίν = πουγκί, βαλάντιο πουγκίτα = είδος άγριου χόρτου πούγω = κάνω πουδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι πουδέν = πουθενά, μήπως, ίσως πουζεύω = σουφρώνω πούζιν = πάγος πούθε = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο πουθέν = πουθενά, μήπως, ίσως πουΐκιν = μουστάκι πουϊκλής = μουστακαλής πουϊκώνω = φέρω μουστάκι πούκαικα = που κοντά πουκάλιν = μπουκάλι πούκεσου = κατά που πούκιανου = που προς τα άνω πούλα = η μεγαλύτερη αδελφή πουλαμά = γάλα προβάτου παχύ κατά το φθινόπωρο που πήζει σε παρατεταμένο βρασμό και ψύξη πουλάριν = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι πουλαρόπον = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι πουλασεύω = ανακατώνομαι, μπερδεύομαι, αρχίζω, πλησιάζω κάποιον με εχθρική διάθεση πουλενά = κοτέτσι πουλένιν = δοχείο όπου ρέει ο χυμός των πατημένων σταφυλιών πουλετί = κλήρος πουλεύω = κλωσώ, επωάζω, κάνω πουλιά πούλημα = πούλημα πουλημάτικον = αυτό που είναι προς πώληση πουλημάτιν = αυτό που είναι προς πώληση πουλής = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα πούληση = πώληση πούλιν = λέπι ψαριού, πούλια για κόσμηση υφασμάτων, γραμματόσημο, κηλίδα πουλλάδα = νεαρά όρνιθα πουλλάδιν = νεοσσός όρνιθας πουλλαδίτζα = νεοσσός όρνιθας πουλλί(ν) = πτηνό, πουλί, χαρταετός, γαστροκνήμιο πουλλίκα = πουλάκι πουλλίτζα = μικρή όρνιθα, αγριόχορτο εδώδιμο πουλλογόμιν = κοτέτσι πουλλόπ’λλον = πουλάκι πούλλος = παρηγοριά μικρού παιδιού πουλλοφάει = τροφή πουλιών, καρπός μισοφαγωμένος από πουλιά πουλλόχορτον = αγριόχορτο εδώδιμο πουλουλάπιν = αχλάδι κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι πουλουλέα = ποσότητα όση χωράει το πουλούλιν πουλούλιν = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω πουλουλοκοίλιν = αυτός που έχει κοιλιά εξογκωμένη σαν το πιθάρι πουλουλόμηλον = μήλο κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι πουλουλόπον = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω πουλούν = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα πουλούτσιν = είδος μικρού κόσκινου πουλταγκίτζα = γυναίκα ελεύθερων ηθών πουλώ = πουλώ πουλώνω = βγάζω πουλάκια πούμερκαικα = που κοντά ακριβώς πούμερκεσου = κατά που πούμερκιανου = που προς τα άνω πουμπάρ(ιν) = το παχύ έντερο ζώου που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλλαντικών πουμπούν = νερό (στη παιδική γλώσσα) πουμπούρης = ηλίθιος, χαζός πουμπούριν = κάνθαρος, σφήκα, πληθ. πουμπούρα τα διάφορα είδη των βομβυκίων πουμπουροπρόσωπος = εμπαικτικά αυτός που έχει πρόσωπο όμοιος με κάνθαρο πούμπουρος = κάνθαρος, σφήκα, κηφήνας πουνέαλος = πιρούνι πούνια = η οπή στο μέσο της βάρκας πούπουλο = πούπουλο πουράνα = επουράνια πουργού = τρυπάνι πουργουλάεμαν = μεταφ. ανακατεύομαι πουργουλαεύω = μετα. Ανακατεύομαι πουρετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία πουρεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πούριν = μαλακή πέτρα με σύσταση από χώμα, το ξυλώδες μέρος του στελέχους του αραβοσίτου πουρλάεμαν = πτηνό που πετάει φτερουγίζοντας πουρλαεύω = πετώ φτερουγίζοντας (πτηνό) πουρλαμά = νυμφική καλύπτρα κοσμημένη με χρυσά κέρματα πούρλος = βάση σπασμένου πήλινου αγγείου πουρμά = χόρτα συστρεφόμενα πάνω σε σχοινί κρέμονται προς αποξήρανση, αλεύρι που μένει από το άλεσμα του πλιγουριού πουρμαχώ = θερμαίνομαι μέχρι βαθμού αναφλέξεως πουρνά = το πρωί, αύριο πουρνάλιν = έβενος πουρνάριν = το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων, κατά την πρωία πουρνεζ’νός = πρωινός, αυριανός πουρνέσιν = πρωινός πουρνεσινός = πρωινός, αυριανός πουρνίτζικον = πρωία πουρνοβράδυν = πρωί και βράδυ πουρνός = πρωία, αύριο πουρούζιν = νεαρό μουλάρι πουρούλιν = κρόκος αβγού πουρουντίζομαι = περιφέρομαι πουρουσώνω = σκυθρωπιάζω, καθιστώ κατηφές πουρούχον = γυναικεία καλύπτρα πουρπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο πουρπουλαντζάζω = κοπρίζω (για ζώο) πουρπουλαντζίζω = κοπρίζω (για ζώο) πουρπουλάντζιν = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ. πουρπουλαντζόπον = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ. πουρπούρα = άνθρωπος σπάταλος πουρπουρίζω = λαμποκοπώ, στίλβω πουρπουρίζω = σκορπίζω πουρπούρισμαν = λαμποκοπώ, στίλβω πουρπουτζέλι = παιδάριο πουρπούτης = ρακένδυτος, κουρελιάρης πουρτέκια = χοντρά χείλη πουρτεκόχειλος = αυτός που έχει χοντρά χείλη πουρτζιλέα = κουτσουλιά πούρτζιν = μπουμπούκι πουρτζουλεύω = στραγγαλίζω πουρτζουλίζω = πιτσυλίζω πουρτζουλώ = λερώνω με κουτσουλιά πουρτία = αποσκευές ταξιδιώτη, πανικά εμπορίου πούρτιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος πολύ κοντό και ακατάλληλο για γνέσιμο, ράκος, κουρέλι πουρτουλάουμαι = καταντώ ρακένδυτος, κινώ σπασμωδικά τα χέρια μου πουρτουλέας = ρακένδυτος, κουρελής πουρτούλης = ρακένδυτος, ζώο που έχει άφθονο τρίχωμα, μαλλιαρός πουρτούλιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος ακατάλληλο για νήμα, ράκος πουρτουλόης = ρακένδυτος, κουρελής πουρτουλώ = βγάζω πολλά γένια και μαλλιά πουρτσάβαλη = προσκέφαλο, μαξιλάρι πούσελα = ναυτική πυξίδα πούσιν = καταχνιά, ομίχλη πουσινίζω = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα πουσίνισμαν = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα πουσίντα = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος πουσιντάλευρον = αλεύρι από φρυγανισμένο αλεύρι πουσιντάριν = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος πουσιντομάλεζον = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένης κριθής πουσκουλάριν = φουντωτό πουσκούλιν = η φούντα του φεσιού πουσμάνεμαν = μετάνοια, μεταμέλεια πουσμανεύω = μετανιώνω, μεταμελούμαι πουσμάνης = ο μεταμελούμενος πουσμάνιν = μεταμέλεια πουσμαντζαλούκιν = μεταμέλεια πουσουρεύω = εξαφανίζω πουσπούρα = ρίγος, τρέμουλα, φόβος πουσπουράζω = καταλαμβάνομαι από ρίγος πουσπουράνος = είδος μεγάλου ποντικού πουσπουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουσπούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουσπουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα πουστουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουστούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουστουριχτά = ψιθυριστά πουστουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα πούσωμαν = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη πουσώνω = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη πουσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει πουσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ πουτάεμαν = κλάδεμα πουταεύω = κλαδεύω πουταλάς = κουτός, μωρός πουταλωσύνα = κουταμάρα, μωρία πουτάνα = πόρνη πουτανίτζα = πόρνη πουτανλίκι = η ιδιότητα της πόρνης πουτανωτός = όχι πολύ τίμιος πουτζάζω = λακτίζω, κλοτσώ πουτζή = κόρη, νεανίδα πουτζίδιν = κόρη, νεανίδα πουτζιδόπον = κόρη, νεανίδα πουτζίκα = κορούλα πουτούνα = ξύλινο δοχείο βουτύρου, τυριού κτλ. πουτουρεύω = φονεύω, αποκοιμίζω πούφ = εκφράζει αηδία και αποστροφή πούφιος = άδειος, κούφιος πούχνα = πάχνη, αραιά ομίχλη πούχνι = ίχνος πουχνίζει = για έφηβο που αρχίζουν να φυτρώνουν οι πρώτες τρίχες στο γένι πούω = κάνω πόφιος = άδειος, κούφιος πόχιν = απόχη ποχλάδι = απολειφάδι ποχόλι = αραβόσιτος ο οποίος ακόμα βρίσκεται σε γαλακτώδη σύσταση ποχορίκι = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας ποχτσά = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού ποχτσαλάεμαν = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο ποχτσαλεύω = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο ποχτσόπον = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού ποχώνω = χώνω από κάτω, θάβω πόψε = απόψε ποψιζ’νός = αποψινός πραγιάζω = πραΰνω, ησυχάζω πραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός πράγκα = αλυσίδα κατάδικου πράδιν = πόδι πραένω = γίνομαι ανίκανος πραεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός πράζω = ανατρέφομαι πράμα(ν) = πράμα πραματεία = εμπόριο πραματευτής = πραγματευτής, εμπόριο πραματόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος πράνα = προ ολίγου πράξη = πράξη, πείρα, ικανότητα πράξιμον = πράξη, έργο πράσενον = φαγητό από πράσα πρασευτέρ(ιν) = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων στη γη, χόρτων κτλ. πρασινάδα = πρασινάδα πρασινάουμαι = ερωτοτροπώ προς γυναίκα πρασινειδής = πρασινωπός πρασινίζω = πρασινίζω πρασίνισμαν(ν) = πρασίνισμα πρασινολιβαδία = χλοερό λιβάδι πράσινος = πράσινος πράσον = πράσο πρασόρριζα = ρίζα πράσου πρασόσπορον = σπόρος πράσου πρασοτήγανον = τηγάνι των πράσων, πράσα τηγανισμένα με αβγά πρασοφάει = φαγητό από πράσα πρασοφούστουρον = φαγητό από πράσα πρασόφυτον = φύλλο πράσου πράττω = πρέπει, αρμόζω, προσήκω πραΰνω = γίνομαι ανίκανος πραΰνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω πρέ = μωρός πρέζω = φουσκώνω, πρήζομαι πρενίζω = πριονίζω πρένιν = πριόνι πρενόπον = πριόνι πρέντζιν = απόκρημνος τόπος πρεπούδες = είδος αχλαδιών πρεπούμενον = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει πρέπουσα = η αρμόζουσα τιμωρία πρεπούτζα = η πρέπουσα απάντηση σε άνθρωπο αθυρόστομο πρέπω = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει πρέσιμον = πρήξιμο, οίδημα πρεσίος = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα πρεσκίζω = φουσκώνω πρέσκισμαν = φούσκωμα πρέσκομαι = πρήζομαι, φουσκώνομαι πρέσμαν = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα πρεσμενοκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά πρεστάγγης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς πρεσταγκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς πρέψη = ευπρέπεια, κοσμιότητα πρήζω = φουσκώνω, πρήζομαι, παθαίνω οίδημα πρίγκοιλας = γάστρων, κοιλαράς πριζ’νάριν = ο χρόνος προ μεσημβρίας, το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων πριν = πριν, προηγουμένως πριντζένον = φαγητό από ρύζι πριντζένος = ορειχάλκινος πριντζεύω = (πριντζεύ’) χιονίζει με νιφάδες σαν ρύζι πρίντζιν = ρύζι πριντζομαγέρεμαν = σούπα από ρύζι πριντζοπίλαβον = πιλάφι από ρύζι πριντζοπιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού πριντζόπον = λίγη ποσότητα ρυζιού πριντζοσούρβιν = σούπα από ρύζι πρισίμιν = νήμα από μετάξι πρίσμα = μεταφ. διαμάχη, διχόνοια πρισμός = διαμάχη, διχόνοια πριχού = πριν προαίρεση = βούληση, γνώμη, διάθεση προαιρεύω = αποφασίζω προβατάζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατάς = ιδιοκτήτης προβάτων προβάτασμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατέα = η οσμή των καταυλισμένων προβάτων προβατέσιος = πρόβιος προβατίζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβάτισμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατίτζιν = πρόβατο προβατίτζιν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατοβοσκίτζα = φυτό δηλητηριώδες που χρησιμεύει σαν επίθεμα σε έλκη προβατόκρον = κρέας προβάτου προβατολάγγεμαν = είδος παιδικού παιχνιδιού προβατολάγγιν = είδος παιδικού παιχνιδιού προβατομμάτης = αυτός που έχει μάτια σαν του πρόβατου πρόβατον = πρόβατο προβατόπ’λλον = προβατάκι προβατόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος προβοδεία = πρόοδος, προκοπή προβοτίζω = μολύνω, ρυπαίνω πρόγεμαν = γεύμα προγεύω = παρέχω το πρωινό φαγητό προγόνιν = προγονός προγονός = προγονός προδότες = προδότης προεστός = προϊστάμενος, πρόκριτος προζυμέα = η οσμή της προζύμης προζυμερή = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη προζυμερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη προζύμιν = προζύμι προζυμοζώμιν = το ζουμί του προζυμιού προζυμοκούτιν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη προζυμομάλεζον = το νερουλό μέρος της προζύμης το οποίο εκκρίνεται μετά από μέρες στο δοχείο προζυμόπον = λίγη ποσότητα προζυμιού προζυμώνω = κάνω προζύμι πρόθεση = μέρος του ιερού βήματος όπου προτίθενται τα τίμια δώρα της λειτουργίας προίκα = προίκα προικίζω = προικίζω προικιμάτιν = προικοσύμφωνο προίκισμαν = προίκισμα προΐπιτον = απαγορευμένο προκάνω = προλαμβάνω προκοίλιν = το υπογάστριο προκοπή = προκοπή, πρόοδος προκόφτω = προκόβω, προοδεύω προκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου προμοιράζω = προδιαθέτω πρόν(ιν) = πριόνι προξένεμαν = προξενεύω προξενητάβα = γυναίκα που κάνει προξενιά προξενητής = προξενητής προξενία = προξενία προξενώ = προξενώ προόπον = προβατάκι πρόπερσι = πρόπερσι προπερσιζ’νός = προπέρσινος πρόπολη = πρόπολη προπόλωμαν = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι προπολώνω = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι προπύλαια = προπύλαια προς = προς προσάλευρον = αλεύρι ριπτόμενο στο φτυάρι του φουρνίσματος για να μην κολλάει η ζύμη προσγενεά = συγγενολόι πρόσγεννα = ετοιμόγεννη προσεύκουμαι = κάνω την προσευχή μου προσευχή = προσευχή προσκάλεμαν = προσκαλώ προσκαλώ = καλώ προσκάρδα = τα στήθη γυναικός προσκείται = γειτνιάζει, συνορεύει, αρμόζει, πρέπει προσκέφαλη = το ανώτατο μέρος κτήματος προσκεφάλιν = μαξιλάρι, προσκεφάλι προσκλαύκουμαι = κλαίγομαι, παραπονιέμαι προσκομιδή = προσκομιδή προσκύνημα = προσκύνημα προσκυνητάριν = προσκυνητάρι προσκυνητής = προσκυνητής προσκυνώ = προσκυνώ, ασπάζομαι, υποτάσσομαι προσμοίραγμαν = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι προσμοιράζω = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι προσονειδάζω = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω προσονειδίαγμαν = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω προσονείδιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι προσταγή = προσταγή, διαταγή πρόσταγμαν = προστάζω προστάζω = παραγγέλλω, προστάζω προστασία = προστασία προστία = πυροστιά πρόστυχος = ευτελής, ανήθικος, πρόστυχος προστυχότε = αναισχυντία, προστυχιά προστυχωσύνα = αναισχυντία, προστυχιά προστυχωτός = πρόστυχος προσυφάζω = περνώ, τυλίγω νήμα στη σαΐτα του αργαλειού, κουβαριάζω νήμα σταυροειδώς προσύφιν = νήμα έτοιμο προς ύφανση, κουβάρι νήματος που τυλίγεται σταυροειδώς προσφορά = ο άρτος της λειτουργίας προσφορόπον = ο άρτος της λειτουργίας προσφορόσυκον = σύκο πλατύ σε σχήμα προσφοράς προσωνύμιν = προσωνύμιο, παρατσούκλι προσωπίδιν = κλειδαριά προσωπομάντηλον = μαντήλι με το οποίο σκεπάζουν το πρόσωπο του κοιμώμενου βρέφους για το προφυλάξουν από τις ενοχλήσεις των μυγών πρόσωπον = πρόσωπο προσώρας = προσωρινώς προσώρεμα = μεταφ. συμμάζεμα, συστολή ενώπιον πρεσβύτερου προσωρευτέριν = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων κατά γης, χόρτων κτλ. προσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει προσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ, διαπυούμαι (πληγή) προτεστανία = προτεσταντισμός προτεστάνος = προτεστάντης προτού = προτού, πριν προυγούλ(ιν) = πλιγούρι προύντζα = τα μπρούντζινα στολίδια των μοσχαριών προυντζένος = ορειχάλκινος, μπρούντζινος προύντζος = μπρούντζος, ορείχαλκος πρόφαση = πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία προφάσιγμαν = πρόφαση προφασίουμαι = προφασίζομαι προφητεύω = προφητεύω, προλέγω, προμαντεύω προφήτης = προφήτης, προμαντεύει προφτάνω = προφτάνω, καταφτάνω, εγγίζω προψές = προχθές το βράδυ πρύγος = πύργος πρώιμα = νωρίς, πρώιμα πρώιμος = πρώιμος, ωριμάζων νωρίς πρωινέσιος = πρωινός πρώτα = πρώτα πρωταγουστία = η πρώτη Αυγούστου πρωτάνοιξη = ο μήνας Μάρτιος πρωτάρα = πρωτάρα πρωτεία = προτεραιότητα, πρωτοκαθεδρία, προβάδισμα πρωτιζ’νός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος πρωτικάρα = πρωτάρα πρωτικαρέα = πρωτάρα πρωτικάριν = πρωτότοκος πρωτινός = αρχαίος, παλαιός πρωτισινός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος πρωτοβάλλεμαν = ο πρώτος αρραβώνας και η ανταλλαγή δαχτυλιδιών πρωτόγαλα = πρωτόγαλα πρωτογαλέα = η οσμή του πρωτογάλατος πρωτογαλέσιν = πρωτόγαλα πρωτόγερος = γέρος προϊστάμενος, πρόκριτος, προύχοντας κοινότητας πρωτοδόναρον = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών πρωτοκερνάτορας = κεραστής πρώτης τάξεως πρωτοκλέφτες = κλέφταρος πρωτοκουρσάρος = αρχηγός πειρατών πρωτολάλεμαν = κάνω την πρώτη πρόσκληση πρωτολάλετος = αυτός που λαμβάνει πρώτος πρόσκληση πρωτολαλώ = κάνω την πρώτη πρόσκληση πρωτομάερας = αρχιμάγειρας, πρώτης τάξεως μάγειρας πρωτομαθέτρα = μαθήτρια πρωτόπειρος, μαθήτρια πρώτης τάξεως πρωτομάστορας = πρωτομάστορας πρωτομέλιν = το πρώτο μέλι που μαζεύεται πρωτονήστειος = η πρώτη μέρα της Μ. Τεσσαρακοστής πρωτοπαίδιν = το πρωτότοκο παιδί πρωτόπλαστος = πρωτόπλαστος πρωτόποπας = πρωθιερέας πρωτοπούλλιν = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών πρώτος = πρώτος πρωτοσιδερίασμαν = το πρώτο δέσιμο με αλυσίδες πρωτοστέφανον = ο πρώτος αρραβωνιαστικός, ο πρώτος και μόνος γάμος πρωτοτραντάφυλλον = το πρώτο άνθος τριαντάφυλλου πρωτοτσίτσεκον = το πρώτο άνθος άνθους πρωτοφώναγμαν = η πρώτη επίκληση αγίου πρωτοχρονίστικος = πεπαλαιωμένος πυκνά = πυκνά πυκνάδα = τα πολλά στίγματα του προσώπου πυκναίνω = πυκνώνω πυκναναστενάζω = αναστενάζω συχνά πυκνοβρέχει = βρέχει συχνά πυκνόκλαδος = αυτό που έχει πυκνά κλαδιά πυκνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο πυκνοκούρτεμαν = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα πυκνοκουρτώ = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα πυκνολίβωμαν = συννεφιάζει συχνά πυκνολιβώνει = συννεφιάζει συχνά πυκνοπλύνω = πλένω συχνά πυκνά πυκνοπλύσιμον = πλένω συχνά πυκνά πυκνός = πυκνός πυκνοτέρεμαν = συχνό βλέμμα πυκνοτερώ = κοιτάζω συχνά, κοιτάζω προσεκτικά πυκνοτζιλτεύω = ουρώ συχνά πυκνοτσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω συχνά τα μάτια πυκνοφυλλωμένος = αυτό που έχει πυκνά φύλλα πυκνοφύτευτος = αυτό που είναι πυκνά φυτεμένο πύκνωμαν = πυκνώνω πυκνώνω = πυκνώνω πυκνωτός = πυκνός πυξάριν = ο θάμνος πυξός πύρα = η πυρά του Αγίου Ιωάννου την οποία υπερπηδούν, πυρά, φλόγωση πυράζω = πυρώνω πύργος = πύργος, πολεμίστρα πυργωτός = πυργωτός πύριν = πυρ, μεταφ. θυμός, οργή πυριχώνω = χώνω κάτι στη πυρακτωμένη τέφρα για να ψηθεί, πυρώνομαι πολύ κοντά στη πυρά και ανάβω εύκολα (ξύλο) πυροκλώθω = στρέφω προς τα πυρά πυρομαχέα = η οσμή υφάσματος το οποίο κινδυνεύει με ανάφλεξη πυρομάχεμαν = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως πυρομάχιν = πράγμα θερμαινόμενο πολύ και κινδυνεύει να καεί, ο πολύ ζωηρός άνθρωπος πυρομάχος = αυτός που πλησιάζει πολύ στη πυρά πυρομαχώ = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως πυροστή = πυροστιά πυρφόρος = σιδηρά πυράγρα πύρωμαν = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά πυρώνω = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά, πυρώνω πυρωτή = πράγμα ξεροψημένο ή φρυγμένο πυτίδιν = πυτιά πωάζω = κλωσώ πώγω = πηγαίνω, διαρκώ πωλάριν = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι πωλαρόπον = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι πώμα = πώμα, καπάκι, κάλυμμα πωματάζω = καλύπτω με καπάκι πωρικέα = κορομηλιά πωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς πωρικό = οπωρικό, καρπός πωρτόκαλα = πρωτόγαλα πως = όπως, καθώς, ότι, διότι πώς = πως Ρράβδα = ράβδος, βακτηρία ραβδάζω = ραβδίζω ραβδάτες = εκείνος που κρατάει ράβδο, τούρκος χωροφύλακας ραβδέα = χτύπημα με ράβδο ραβδί(ν) = ράβδος, βακτηρία ραβδοκοπανάζω = κοπανίζω με ράβδο ραβδόπον = ραβδάκι ραβδόπ’λλον = ραβδάκι ραγίζω = ραγίζω ράγισμαν = ράγισμα ράγκιν = χρώμα ράγμα = ρήγμα, σχισμή ράγουλον = ως ναυτικός όρος, είδος τροχαλίας ραγούν = ρακή ράδι = ουρά ραδίκιν = ραδίκι ραζής = ο συναινών ράζω = εποπτεύω, φυλάττω, προσέχω, παραμονεύω ραθυμία = επιθυμία ραθυμώ = επιθυμώ ραΐσιν = κομμάτι, λωρίδα υφάσματος ρακάμιν = αριθμητική παράσταση ρακάνα = η έκταση της σπονδυλικής στήλης, ράχη, γήλοφος ρακάνιν = γήλοφος ρακανόπον = γήλοφος ρακέα = οσμή ρακής ρακί(ν) = ρακή ρακομεθυσμένος = μεθυσμένος από ρακή ρακομεθυστέας = ο μεθυσμένος από ρακή ρακόπον = λίγη ποσότητα ρακής ρακοπότηρον = ποτήρι ρακής ρακοποτισμένος = ο ποτισμένος με ρακή, μέθυσος ρακόποτος = εκείνος που είναι συνηθισμένος να πίνει ραξή ρακοστούπι = στουπί βρεγμένο με ρακή και ποτισμένο με λάδι καμένο που χρησιμοποιείται ως έμλαστρο για κρυολόγημα ραμαζάνιν = ραμαζάνι ραμαζανλής = μουσουλμάνος που νηστεύει, μεταφ. άκεφος, δύστροπος, σκυθρωπός ραμάλης = εκείνος που διακρίνει, βλέπει γρήγορα ράμμα(ν) = νήμα, κλωστή ραμματάριν = φασόλι που έχει νήματα τραχειά ραμματίτζα = φυτό πεντάνευρο ραμματιώ = ξεφτώ, γίνομαι όλο ράμματα ραμματούδικο = εκείνος που έχει ίνες νηματώδεις ραμματόφυλλον = φυτό πεντάνευρο ραμματώνω = δένω σπάγγο κατά μήκος ανεγειρομένου τοίχου για να καθορίσω την ευθεία, φυτό που εκφύει βλαστούς νηματώδεις ραμμόπον = λίγη ποσότητα νήματος ραντά = το ξυλουργικό όργανο ροκάνη ρανταλαεύω = τρίβω ραντίζω = ραντίζω ράντισμα(ν) = ράντισμα ραντιστέριν = κλώνος βασιλικού με το οποίο ραντίζουν οι ιερείς το αγιασμό, το σκεύος του αγιασμού ραντώνω = συννεφιάζω, θολώνομαι, θαμπώνω ράσα = θορυβωδώς, παταγωδώς ρασκέας = δυτικός άνεμος ράσο(ν) = ράσο ραφή = ραφή ραφιδέα = ίχνος που αφήνει ο σπάγγος σε πράγματα δεμένος σφιχτά ραφίδιν = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος ραφιδόπον = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος ραφική = ραπτική, ραφή ράφιν = ράφι ραφόπον = ραφή ραφτάτικα = αμοιβή ράπτη, ραφτικά ραφτερόν = δοχείο στο οποίο τοποθετούνται τα σύνεργα της ραπτικής ράφτης = ράφτης ραφτικά = ραφτικά ράφτω = συρράπτω, κεντώ, ξομπλιάζω ράχα = ράχη ραχάτα = ησυχία, φρόνιμα, άνετα ραχάτης = ήσυχος ραχάτιν = ησυχία ραχατλάεμαν = ησυχάζω ραχατλαεύω = ησυχάζω ραχεφκάλιν = κορυφή όρους ραχί(ν) = όρος, δάσος ραχίτα = μικρό αγριόχορτο των βουνών ράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης ραχνούδασμαν = ιστός αράχνης ραχοκάλαθον = καλάθι που κουβαλιέται στην ράχη ραχοκέφαλον = κορυφή όρους ραχοκόλιν = υπώρεια όρους ραχοκόρφιν = βουνοκορφί ραχομύτιν = μύτη όρους, βουνοκορφή ραχοπιδαβαίνω = υπερβαίνω όρος, μεταφ. ο ξενιτεμένος ραχοπιδεβασία = υπέρβαση όρους, ακρώρεια, κορυφή όρους ραχοπιδεβάστρα = εκείνη που υπερβαίνει όρος και προχωρεί πέρα, ξενιτεμένη ραχόπον = μικρό βουνό ραχοπούλλιν = πουλί βουνού, εκείνος που μένει στα βουνά ραχοτσίτσεκον = άνθος βουνού ραχοφόρτιν = φορτίο όσο μπορεί να κουβαλίσει κάποιος στην ράχη του ραχοχόρταρον = χόρτο βουνού ραχοχώριν = χωριό ορεινό ράψη = ράψιμο, ραφή ραψία = ράψιμο, ραφή ραψιάδα = ίχνη ραφής ράψιμο(ν) = ράψιμο, ραφή ραψίον = ράψιμο ρδάζω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών ρδάκος = δράκος ρδάνιν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας ρδιμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση ρδόμος = δρόμος ρδουβάν(ιν) = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου ρδουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι ρεβόλβερο = περίστροφο ρεβολέα = πυροβολισμός με ρεβόλβερ ρέγκιν = χρώμα ρεζιλαεύκουμαι = ρεζιλεύομαι, ντροπιάζομαι ρεζίλης = κατεντροπιασμένος ρεΐζης = αρχηγός, πρόεδρος, διευθυντής ρέικα = καδρόνι ρειχάνιν = βασιλικός, όλα τα φυτά που ευωδιάζουν ρελιζίκην = ρελιζίκη ρέμα = ρέμα ποταμού ρέμπουμαι = περιφέρομαι εδώ και κει ρεμψώνω = αδυνατίζω ρενίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω ρεντζιπέρης = γεωργός ρεντζίτα = πράγμα επιμηκές και λεπτό ρεπανίδα = ραπανάκι ρεπανίζω = κατατρώγω ρέπελος = άτακτος, δυσήνιος ρετζέας = αστείος ρετζεύω = αστειεύομαι ρέτζος = εκείνος που αδυνατεί να κάνει πρόοδο ρετζώνω = προσκολούμαι στη θέση μου και δεν μετακινούμαι, χάνω για λίγο την υγεία μου ρετσέλιν = είδος κομπόστας από βερίκοκα ρετσέτα = συνταγή ιατρική για παροχή φαρμάκων ρεύκομαι = ρεύομαι ρεύξιμον = ρέξιμο ρευξίον = ρέξιμο ρεφανίτα = είδος σινάπεως ρέφανον = ραπάνι ρεφανόπον = ραπάνι ρέφανος = ανόητος, μωρός ρεφανόσπορον = σπόρος ραπανιού ρεφενέ = το ατομικό μερίδιο σε μια συλλογική δαπάνη για φαγητό, διασκέδαση κλπ ρέφος = βρέφος ρεφούλλ(ιν) = βρέφος ρεχάνιν = ρίγανη ρεχίνιν = ενέχυρο, υποθήκη ρέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι ρέω = ρέω, υπερχειλίζω, καταρρέω, χωνεύω ρημάδι = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο ρημάζω = ερημώνω, καταστρέφω ρθέβω = τρέφω ρθέφω = τρέφω ρθουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω ρθουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω ρθύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς ρθύμμαν = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό νερουλό ρθύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού νερουλού ριγασία = ρίγος, ψύχος ριγώ = κρυώνω ρίζα = ρίζα ριζάριν = είδος λαχανικού όμοιο στο χρώμα με το ερυθρόδανο, πατζάρι ριζέα = φυτό μαζί με τη ρίζα του ριζικάρης = καλορίζικος, καλότυχος ριζικός = τύχη, ριζικό ρίζωμαν = ριζώνω ριζώνω = ριζώνω, ριζοβωλώ, μεταφ. αποκτώ τέκνα ριζώτιν = ριζάφτι, ο κρόταφος ριμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση ρινέα = λιμάρισμα ρίνιγμαν = ρινίζω ρινίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω ρινίν = ρίνη, λίμα ριός = ωραίος ριπίδι = νεαρός κλώνος ριτζάκιν = όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστροειδές ρίφτω = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο ριψιμάτιν = το έμβυο που έχει αποβλληθεί από το ζώο ρίψιμο = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο ρόγα = μισθός ρογίζω = πληγή που πυορροεί ροδάκινον = ροδάκινο ροδάνιν = νήμα για ύφανση ροδανός = ροδαλός ροδάφινον = δαφνοκερασιά ρόδι = ρόδι, ροδιά ροδόδεντρον = θάμνος κουμαριά ροδοκόκκινος = ροδοκόκκινος ροδομηλέα = μηλιά με κατακόκκινα μήλα, γυναίκα κατακόκκινη ροδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα ροδοσταμίζω = ραίνω με ροδόσταγμα ροθυμία = επιθυμία ροθυμώ = επιθυμώ ροΐζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ ρόκα = ηλακάτη, η κεφαλή του αραβοσίτου, τα ξύλα του υφαντικού ιστού πατήθρες ροκάν(ιν) = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων ροκάνη = ροκάνη ροκανίζω = ισοπεδώνω σανίδι με ροκάνη ροκοκέφαλον = το άνω μέρος της ρόκας όπου τυλίσσεται το μαλλί, η κεφαλή της ηλακάτης ροκοπάτιν = η βάση της ρόδας πάνω στο οποίο στηρίζεται το όρθιο ξύλο ροκοπέτζα = η μεμβράνη με την οποία περιβάλλουν την κεφαλή της ηλακάτης ροκοπόδιν = το όρθιο ξύλο της ηλακάτης ροκοτζούπιν = ηλακάτη ροκόφυλλον = το περίβλημα της κεφαλής του αραβοσίτου ροκοχάρτιν = το χαρτίς της ηλακάτης, επί του οποίου προσδέλενται το μαλλί ροκώνω = μένω ακίνητος σαν τη ρόκα, γίνομαι κατηφής, σκυθρωπός ρομάννα = γυναίκα που επιμελείται τα ζώα και ασχολείται με την γαλακτοκομία σε θερινό βοσκοτόπι ρομαννίζω = πηγαίνω στο παρχάρι σε θερινό βοσκοτόπι ρομέα = οσμή ρομιού ρόμιν = είδος οινοπνευματώδους ποτού ρομόπον = λίγη ποσότητα ρομιού ρόσιν = είδος μεταλλούχου χρώματος που δηλώνει την ύπαρξη χαλκού ροσπή = εταίρα γυναίκα ροσπού = εταίρα γυναίκα ροτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές ροτζακόπον = μικρό κοχύλι ρότζιν = μικρά όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για στολισμό ζώων ροτζίνα = η ρητίνη του πεύκου ρούβλι(ν) = ρούβλι ρούδα = γυναίκα τρελή ρούδιν = ροδιά, ρόδι ρουδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα ρούζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ ρουκάνα = ροκάνη, όργανο συσσωρεύσεως αχύρων ρουκανίζω = ισοπεδώνω με ροκάνη, βάζω με τη ρουχάνη τα άχυρα στον αχυρώνα ρουκάνιν = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων ρούμα = ρητίνη του πεύκου ρούμπος = κοιτωνίσκος πλοίου, ντουλάπα στον τοίχο ρούξιμον = πέσιμο ρούπα = αποσκευή ναύτη ρουπιά = αρχαίο χρυσό νόμισμα της Τουρκίας ρούπιν = μέτρο εκτάσεως το ένα όγδοο του πήχη ρούπλιν = ρούβλι ρουποτούβαλον = σάκος ναυτικός με τις αποσκευές του ρούσικα = ρώσικα Ρούσικος = ρωσικός, ρωσική γλώσσα Ρούσος = Ρώσος ρουσφέτιν = δωροδοκία, ρουσφέτι ρουτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές ρουφά = εξάνθημα δερματικό, έλκωση του στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι του βρέφους ρουφιανλίκιν = μαστροπεία ρουφιάνος = μαστροπός, προαγωγός ρουφίζω = ρουφάω ρουφιχτόν = ρουφηχτό ρουφώ = ρουφάω ρουχάτον = ρούχο, ένδυμα ρουχίτζιν = ρούχο, ένδυμα ρουχλωτός = κρυφός, πανούργος, επιτήδειος ρουχνίζω = ροχαλίζω ρούχνισμαν = ροχαλίζω ρούχον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα ρουχόπον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα ρουχούτζιν = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα ρούχτα = η σταλαγματιά που πέφτει, το αυλάκι που σχηματίζεται στο έδαφος από τη σταγόνα που πέφτει ροφέας = εξάνθημα δερματικό, έλκωση στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι βρέφους ρόφημα = ρόφημα ροφιώ = βγάζω πληγές στο κεφάλι ροφτικόν = το απορροφημένο ροφώ = ρουφάω ρόχα = ίχνος ανεμοβλογιάς ροχάζω = ροχαλίζω, σκύλος που γριλίζει ροχάς = εργαλείο χρυσοχόων με το οποίο καθαρίζουν το μέταλλο ρόχασμαν = ροχάλισμα ροχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως ρύζιν = ρύζι ρυμάκριν = όχθη ρυακιού ρυμέα = ρείθρο ρυακιού ρυμίν = οδός, μικρός ποταμός, ρυάκι, ρεματιά ρυμμάδιν = ακαθαρσία μετάλλων ρυμόπον = μικρό ρυάκι ρυμόχειλος = όχθη ρυακιού ρύπος = ρύπος ρυπώνω = ρυπαίνω ρυτά = γρήγορα ρωβυζούδες = είδος σταφυλιού όμοια με τις θηλές μαστού ρώγα = ρώγα σταφυλιού, κηλίδα προσώπου ρωγίν = ρόγα σταφυλιού, θηλή μαστού ζώου ρωθωγκέας = εκείνος που μιλάει με την μύτη, υπόρρινος ρωθωνίζω = ροχαλίζω ρωθώνιν = ρουθούνι ρωθώνισμαν = ροχαλίζω ρωία = αιμορροΐδες, ζοχάδες ρωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς ρωμαίικα = ελληνικά Ρωμαίικος = Ελληνικός ρωμαιογύριστος = χριστιανός που έγινε μουσουλμάνος Ρωμαίος = Έλληνας του Πόντου ρωμάνεμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός ρωμανεύω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός Ρωμανία = χώρα κατεχόμενη από χριστιανούς ρωμανίζω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός ρωμανικά = ρωμαίικα, ελληνικά ρωμάνισμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός ρωματάζω = οραματίζομαι ρωμώ = ερευνώ ρωχάκιν = ρωγμή, σχισμή, στενή δίοδος ρωχότιν = τρύπα ευρύχωρη ρωχωτόν = πολύ ευρύχωρο |
|