Новогреческий словарь
ημιαυτόματος
ημιαυτόματ|ος
1.
полуавтоматический
;
~α όπλα — полуавтоматическое оружие
;
2. (о)
полуавтомат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полуавтоматический
? —
ημιαυτόματος
как на
(ново)греческом
будет слово
полуавтомат
? —
ημιαυτόματος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημιαυτόματος
? — полуавтоматический, полуавтомат
#
(ново)греческий словарь
—
μουσουλμανικός
—
νηστεία
—
έμμισθος
—
φυλάττω
—
ανταποκριτικός
—
ανθιστάμενος
—
φοινικίδα
—
μαννάρι
—
εκλαμψία
—
βρασερός
—
εκρίζωση
—
γλήνος
—
απαραπλάνητος
—
ζάλο
—
ταπεινωτικός
—
διφθογγοποίηση
—
δεόντως
—
συμμορφώνομαι
—
ρευστοποίηση
—
δρακοντιά
—
χρησιμοποιημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω