Новогреческий словарь
άρπα
άρπα
II προστ. от αρπάζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άρπα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανεκτός
—
βώτζος
—
γέλως
—
έσχατος
—
ανάσασμα
—
δραστηριοποιώ
—
αναφτέριασμα
—
εμαγιέ
—
καραβάνι
—
φρενιτικός
—
μάμμος
—
σπερμίνη
—
επισκοπώ
—
ατροφοδότητος
—
μετάνιωμός
—
ομοιοπλαστικός
—
πολυζώητος
—
πετρότοπος
—
παρατυπία
—
πεφωτισμένος
—
έλκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,