|
II προστ. от αρπάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άρπα? — — οστικός — επιτελώ — Απρ. — εμβολή — επιδόρπια — αναρχικός — νταλώνομαι — τελείως — τσανάκι — φτωχόμυαλος — δωροδότης — μπετό — αντιλάμπω — πολιτογραφούμαι — σκοταδιάζω — ευνομούμενος — αίγειος — ορθοπεδιστής — παινιέμαι — κλαδευτήρα — σεισμός |
|||