|
το прям., перен. золото; άνθρωπος ~ — [phrase]не человек(__,__) а золото[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово золото? — μάλαμα как с (ново)греческого переводится слово μάλαμα? — золото — λουκάνικο — αφιλοδώρητος — καταθλιπτικός — επιδίωξη — καθηκοντολόγιο — κείνος — γκαζάκι — μπρατίμι — τρίχορδος — σφυγμομέτρηση — ονοματολογία — ενστάλαξη — εστάθην — οχλαγωγικός — αναροτρίαστος — καρδιολόγος — τουφέκισμα — εξαποδός — χαλασμός — εφεκτικός — στραβοκέφαλος |
|||