|
παθ. αόρ. от αναλίσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανηλώθην? — — ξεκαπνίζω — ατυποποίητος — μίτος — αρτοπώλις — εδραίος — ξετυλίγω — σκωληκοειδικός — συναναστρέφομαι — βαπίτη — χαλαζόπληκτος — ζυμάρι — πολυμορφικά — ψιλολόι — ασάρωτος — εξάπαντος — αποταχύ — ανθυπίατρος — χυδαιοποίηση — αντιρρέω — κατακάθομαι — ξεκουτιάρης |
|||