|
смертный (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смертный? — βροτός как с (ново)греческого переводится слово βροτός? — смертный — μούσμουλο — χατμάνος — διασφήνωσις — σφυροκόπημα — επακριβώς — ελαιοπωλείον — τριγαμία — ταπώνω — νομισματική — εξώπροικος — μικροψυχία — παραβγάζω — στυγνός — κρεμμύδι — υφαντουργία — τρελαμάρα — φαιοχίτωνες — ακανθόριος — μεγαλεπήβολα — προδιαθέτω — μεσοχώρα |
|||