|
царапать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово царапать? — τσαγκρουνίζω как с (ново)греческого переводится слово τσαγκρουνίζω? — царапать — θυμαράκι — μισογεμισμένος — αγουρέλαιον — σοφιστής — μηλοροδάκινο — συναρίθμησις — κάρτα — καμπουριάζω — απερίφραχτος — λαμπράδα — διαπαρθένευση — γυρεψούλης — φοινικίς — μελισσοκουβέλα — σύμμετρος — εξωγήινος — νοούμενο — αραχνοϋφαίνω — συνοστέωση — καινότροπος — φακίδα |
|||