|
координированный, согласованный, увязанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово координированный? — συντονισμένος как на (ново)греческом будет слово согласованный? — συντονισμένος как на (ново)греческом будет слово увязанный? — συντονισμένος как с (ново)греческого переводится слово συντονισμένος? — координированный, согласованный, увязанный — παλινδρομικά — ανάλλακτος — σμάλτο — ανθυπίλαρχος — οργανώνω — ομορφονιά — ουλούκι — βουβωνοκήλη — ταχυκαρδία — συνοδεύομαι — κατατοπισμένος — σωματεμπόριο — μεταξοκλωστή — μπεκρής — παράγωγος — ανικτερικός — ατίμασμα — λαρυγγίτιδα — κακκάρισμα — αναζύμωση — στρεπτοκοκκιαση |
|||