|
ο водовоз; водонос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водовоз? — νεροκουβαλητής как на (ново)греческом будет слово водонос? — νεροκουβαλητής как с (ново)греческого переводится слово νεροκουβαλητής? — водовоз, водонос — πυρακτώνω — γκάρισμα — τμήση — καταβυθίζομαι — διαφορετικός — πανδημικός — ιχνογραφώ — αμόχθητος — κιτρίνιασμα — καθορισμένος — αφρονίμευτος — αραμάθα — χάραμα — οινοπνευματομέτρηση — άδυτο — παριστορώ — κυδωνέα — αγωγεύς — διέρεισμα — ωτορινολαρυγγολόγος — διαπλέκω |
|||