Новогреческий словарь
ακρόβαθρο
ακρόβαθρο
το (береговой)
устой
(моста)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
устой
? —
ακρόβαθρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακρόβαθρο
? — устой
#
(ново)греческий словарь
—
δωσίδικος
—
άτοπος
—
ανεγγύητος
—
φωτοειδησεογραφικός
—
γυμνώνομαι
—
ακινητοποίηση
—
ακρισία
—
σύρσιμο
—
φωτοευαισθητοποίηση
—
φεγγοβόλημα
—
λεπτοκαρυέλαιον
—
εκούσιος
—
σκιαμαχώ
—
ασπρορρουχού
—
κροκέ
—
ασυντηρησία
—
προσπάθεια
—
αλγερίνη
—
κύλισμα
—
γεωειδής
—
συμμιγνύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω