|
η шалфей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шалфей? — αλισφακιά как с (ново)греческого переводится слово αλισφακιά? — шалфей — κωπηλάτης — βαμβακοπαραγωγός — μπουγάς — παιδολόγος — καταχειροκροτώ — ραγκού — βροντόλαλος — λαθούρι — οπερατέρ — πάλιν — εγγράμματος — αντικυβερνητικός — φάγαινα — τότε — καρδιοσωσμός — παλιοπαλιάνθρωπος — ουσιαστικοποιούμαι — σιωπηρώς — θάψιμο — κορυφάς — ξενύχτιζω |
|||