|
выбиваться из сил #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выбиваться из сил? — κατακόβομαι как с (ново)греческого переводится слово κατακόβομαι? — выбиваться из сил — αμόρε — πυοσφαίριο — εορταστικός — άφαντος — δέξιμο — τσακάλι — βρύζα — αερομετρία — φτωχολάζαρος — κατακόβω — αποδομώ — πεντάκλωστος — αγνωστικιστής — υπερβατικός — μπελαλής — δουλεύω — αστράγγιχτος — αρκουδιάρης — ανωδομία — τρελλά — γλεντάω |
|||