|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσέπωμα? — — ταυτοποίηση — αμνησίκακος — μικροκεφαλία — Ρ — ναύλο — φρενοβλάβεια — ξαναζώ — απόκορμο — παραδάκι — καταπίσινος — ανήσκιωτος — εξάπλωση — αξίδιαστος — ευκολομίλητος — συνηχητής — κουμπώνω — ανατεταμένος — Ινδιάνος — εμετικό — ελαφάκι — ιδανικά |
|||