|
сходить с ума, терять голову; έχει ~ιστεί μέ τά χαρτιά — [phrase]он помешался на картах[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сходить с ума? — ξεμυαλίζομαι как на (ново)греческом будет слово терять голову? — ξεμυαλίζομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεμυαλίζομαι? — сходить с ума, терять голову — τσαμπούνα — ψευτοπαλικαριά — καθοδικός — πανηγύρι — ξεθηλύκωτος — θρυλικός — αποξεχνιέμαι — βιβλιοταξία — υπουργείο — πολυφλύαρος — πινακίδα — αυτοπαρουσιαση — νομισματικός — ανθελμινθικός — γαρνιτούρα — αλμυρόγεως — αλληλένδετο — λανάρι — αγουρίλα — δεινοπάθησις — διαγωνισμός |
|||