Новогреческий словарь
λύτρο
λύτρο
το
выкуп
;
πληρώνω (τά) ~ — выкупать, платить выкуп
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выкуп
? —
λύτρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
λύτρο
? — выкуп
#
(ново)греческий словарь
—
ελεήμονος
—
ασπρογέννης
—
καμαροφρύδα
—
αναληπτικός
—
όρος
—
φραγγελώνω
—
εμετολογία
—
φευκτέος
—
εικοσιπεντύδραχμο
—
ψηλάφηση
—
φυσερό
—
δυσκολεύομαι
—
γαζέττα
—
αμακινάριστος
—
εδαφιστήριον
—
παρακαλεστός
—
υπαρκτός
—
επιμήκυνση
—
γαλουχώ
—
όμορφος
—
αιγυπτιολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве