|
снимать форму #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать форму? — ξεκαλουπώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεκαλουπώνω? — снимать форму — ανάγλυφη — απονέκρωση — εικοσόφραγκο — νοιασμένος — ατομικιστικός — ορφανισμός — κακορίζικος — μωσαϊκός — άστρο — ψίχουλο — άστρωτος — κλειδαρότρυπα — πήδος — αντικρυστός — κύπρος — λατόμευση — φθόρι — μελιτζανάκι — εκμυστήρευση — φλοίσβισμα — ριζοβούνι |
|||