|
ο 1) вязальщик (снопов); 2) упаковщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязальщик? — δεματάς как на (ново)греческом будет слово упаковщик? — δεματάς как с (ново)греческого переводится слово δεματάς? — вязальщик, упаковщик — αλευρόσιτα — κιλοβάττ — ζωοκομία — απολογητική — αεροκοπανίζω — πετροχελίδονο — τηρώ — διερευνητικός — αποζημίωση — κιθάρα — μουντώνω — εξιλέωση — τσουρουφλιστός — παραβράζω — αγαθιάρης — αφραστος — αρρόγευτος — επαναδραστηριοποιώ — κληρώνω — ενδοσυνεννόηση — στρούγκα |
|||