|
: ~ αδήν — анат. щитовидная железа #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θυρεοειδής? — — εκείθενες — βαργεστίζω — υπερφόρτιση — χρωμάτισμα — ξεπαρθένεμα — βελλαδόνα — ανθελληνισμός — ραδιοεπαφή — σόκ — βαναυσουργω — αγριλίδα — εμμανής — ρημαδιακό — σκοτιδι — αφειδής — ευκραής — διπλοψηφίζω — ειδωλοποιώ — μάζευμα — ναρκισσιστής — εντοίχιση |
|||