Новогреческий словарь
επιχειρηματολογία
επιχειρηματολογία
η
аргументация, мотивировка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
аргументация
? —
επιχειρηματολογία
как на
(ново)греческом
будет слово
мотивировка
? —
επιχειρηματολογία
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιχειρηματολογία
? — аргументация, мотивировка
#
(ново)греческий словарь
—
αργοβάδιστος
—
υπτιάζω
—
κωλομπαράς
—
σκαντζόχοιρος
—
διαστημάνθρωπος
—
κυπάρισσος
—
ανεμοβρόχι
—
χτιστικά
—
πλοιαρχία
—
καπνίστρια
—
καρδιοσάσιμο
—
βάσκανιος
—
γαντζωτός
—
απόφανση
—
κόφινος
—
τρίκυκλο
—
ίχνος
—
προαναφερόμενος
—
καρκινοβασία
—
πηλοπλάστης
—
νεραϊδόχορτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,