Новогреческий словарь
προσκυνητής
προσκυνητ|ής
ο 1)
паломник
;
2)
поклонник???
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
паломник
? —
προσκυνητής
как на
(ново)греческом
будет слово
поклонник
? —
προσκυνητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσκυνητής
? — паломник, поклонник
#
(ново)греческий словарь
—
συγγραφικός
—
οσπριοφάγος
—
όποιος
—
εγκαταλείπω
—
γροθοκοπάνημα
—
σιδηροβιομηχανία
—
γιάτσος
—
ωμόπλινθος
—
απόθητος
—
ιατροδικαστικός
—
ωταλγικός
—
τρέμω
—
δένω
—
κροταλίας
—
προτύτερος
—
ακαυστος
—
αρπιστής
—
σέβαση
—
γραμμάτιο
—
αφρόπλαστος
—
εξέταση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,