Новогреческий словарь
τοπογραφικός
τοπογραφικός
топографический
;
~ή οργάνωση — топографическая привязка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
топографический
? —
τοπογραφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τοπογραφικός
? — топографический
#
(ново)греческий словарь
—
λεξικολογικώς
—
κυλινδρωτός
—
τροχήλατος
—
λύτρο
—
γιός
—
αδικοπραξία
—
γρυπός
—
μύχιος
—
ακρόστυλον
—
τρομπάρω
—
αμάνιωτος
—
κυριολεξία
—
ακουστός
—
ζερδαλί
—
χώριση
—
μηδαμινότητα
—
άκλιτος
—
αποδειχτικός
—
αναταραγμός
—
φαινικό
—
πρύτανις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве