|
το капельница; пипетка; δίνω μέ τό ~ — давать, выдавать но капле; скупиться; μέ ~ — через час по чайной ложке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капельница? — σταλαγμόμετρον как на (ново)греческом будет слово пипетка? — σταλαγμόμετρον как с (ново)греческого переводится слово σταλαγμόμετρον? — капельница, пипетка — παραδουνάβιος — τσακμάκι — εμπαίκτης — συγκατατάσσω — αφοβησιά — γραμμάτιο — αχρωμία — ερμηνευτής — άφαγος — κούνελλος — πλαισιώνω — αντίζηλος — διασκορπιστής — αναρχοαυτόνομος — σκιαγραφικό — αλυσιδίτσα — επαναπίπτω — νυφικός — φυσιοθεραπευτής — τέλειος — ανόρεκτος |
|||