Новогреческий словарь
ορυχείο
ορυχείο
το
рудник; шахта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рудник
? —
ορυχείο
как на
(ново)греческом
будет слово
шахта
? —
ορυχείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορυχείο
? — рудник, шахта
#
(ново)греческий словарь
—
αμερικάνικος
—
αμετεώριστος
—
συστηματικός
—
καλοθελήτρα
—
αποστεούμαι
—
οδικός
—
χαϊδευτικός
—
παλιόβουρτσα
—
στρατηγική
—
σταξιά
—
ξεβιδώνομαι
—
αριστοτέχνισσα
—
ανάγερμα
—
ατοποθέτητος
—
εγερτήριο
—
θύμηση
—
κρεοκόπτης
—
οκτακοσιοστός
—
μπατάλης
—
προγναθισμός
—
αεροθέρμανση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве