|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεγγαλέζικος? — — επιρρέπεια — ευεπίφορος — βιβλιεμπορικός — ηρανθές — παρασφίγγω — ενίσταμαι — καμφουρά — αχρειολόγος — πλαγιότιτλος — χρυσόχλωρος — χαμοκερασιά — αμετάκλητα — απόπτυση — μακελάρης — κουρελιάρης — καμίνευση — πυρομετρικός — δελφίν — λύκειο — σβήνω — Ανθία |
|||