|
назначать режим, диету; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово назначать режим? — διαιτώ как на (ново)греческом будет слово диету? — διαιτώ как с (ново)греческого переводится слово διαιτώ? — назначать режим, диету — καρτέλ — σφενδόνη — ταρτούφος — φορολόγηση — ταχύρυθμος — καθημερινή — στενώ — μάρμαρα — κρασοκανάτο — θάλλιο — συνεπαρχιώτης — αραιομετρία — αιτίασις — ξανάφτω — επιπλήρωμα — υπεριτίαση — ρουτινιέρης — θωριούμαι — ανερυθρίαστος — φυλαγμένος — αυτοδικώ |
|||